Βρισκόμουν σε ένα από τα πολλά πάρτι που είχα παρευρεθεί στο παρελθόν. Το διοργάνωνε ένας γνωστός σκηνοθέτης, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί στο παρελθόν.
Μάλλον ήθελε να συνεργαστούμε και στο μέλλον μετά την επιτυχία που είχε η επίδειξή μου και για αυτό με είχε καλέσει ξανά.
Το πάρτι λάμβανε χώρα στη βίλα του και ένα σωρό άτομα της showbiz ήταν παρόντα. Όλοι έπιναν, χόρευαν, ή έκαναν «δημόσιες σχέσεις», άλλωστε η βίλα είχε πολλά δωμάτια και πολλούς βολικούς χώρους.
Κρατούσα το τέταρτο ποτήρι με τεκίλα και κουνιόμουν ελαφρά στους ρυθμούς της μουσικής που έπαιζε στο χολ μαζί με άλλους, που τρίβονταν πάνω μου, μην χάνοντας ευκαιρία να με αγγίξουν.
Δεν είχα καθόλου καλή διάθεση αυτές τις μέρες. Ήμουν συνεχώς στην τσίτα. Ήμουν οξύθυμη και δεν με ικανοποιούσε τίποτα. Μέχρι και στην Κόρα είχα φωνάξει. Ήμουν σκύλα αλλά το είχα παρακάνει. Η πρόσκληση του πάρτι είχε έρθει πάνω στην ώρα, που χρειαζόμουν να εκτονώσω λίγη ένταση.
-«Τζένιφερ! Χαθήκαμε!» άκουσα μια φωνή και νόμιζα ότι ήταν το ποτό που έπαιζε παιχνίδια στο μυαλό μου. Όμως βρισκόμουν σε πάρτι σκηνοθέτη, δεν ήταν παράξενο που βρισκόταν και εκείνος εκεί.
Λούκας Μαρς, ένας γνωστός νεαρός ηθοποιός που παρά το γεγονός ότι είχε μόλις δύο χρόνια που είχε βγει στο τηλεοπτικό φακό, ήταν αρκετά δημοφιλής με την νεολαία.
Είχαμε δεσμό σχεδόν έξι μήνες. Τελικά, πάνω σε μια κρίσιμη για την επιχείρησή μου στιγμή, επέλεξε να με εγκαταλείψει και μάλιστα να στραφεί σε ανταγωνιστή μου. Δεν χρειάστηκα δεύτερη σκέψη και τον χώρισα. Τώρα τι ήθελε και με πλησίαζε;
-«Άκουσα για τη μεγάλη του επιτυχία. Έμαθα ότι έκλεισες μερικές μεγάλες δουλειές με δημοφιλή αλυσίδα καταστημάτων ρούχων. Τα ρούχα σου θα γίνουν γνωστά και έξω από τη Φλόριντα.»
-«Και; Τι σε νοιάζει εσένα;»
-«Έλα τώρα, Τζένι! Ακόμη μου κρατάς μούτρα;» τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και ψιθύριζε στο αυτί μου. Ανατρίχιασα με την αηδία που ένιωσα. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα έτσι και ο Λούκας δεν ήταν ο πρώτος υποκριτής με τον οποίο είχα σχέση.
Τραβήχτηκα από τα χέρια του.
-«Δεν έχεις άλλη ευκαιρία, Λούκας. Με πρόδωσες και τελείωσες για μένα.» απάντησα ενώ ήπια από το ποτό μου.
-«Δεν μπορεί να το εννοείς; Δώσε μου μία ευκαιρία, γλύκα.» αποκρίθηκε και άρχισε να πλησιάζει ξανά και να με στριμώχνει στον τοίχο.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Οι παραμυθάδες
RastgeleΑκούγοντας κάποιος τη λέξη παραμυθάς, στο μυαλό του έρχεται η εικόνα ενός μυστήριου γέροντα με μακρύ γένι, περιτριγυρισμένο από παιδιά να διηγείται παραμύθια με την βαθιά φωνή του. Κι όμως οι ήρωες αυτής τη ιστορίας είναι δύο ξεχωριστοί "παραμυθάδες...