Εκείνο το ακρινό δωμάτιο με τα σβηστά φώτα είχε γίνει πια το δωμάτιο του.Κάθε βράδυ το επισκεπτόταν και το πρωί έφευγε από το παράθυρο αφήνοντας τα όνειρα και τον έρωτα πίσω
Δε το παραδεχόταν ούτε στον ίδιο.Ο Αντρέι Σιντόροφ θα παντρευόταν και από προξενιό και έρωτα.Ντρεπόταν και φοβόταν τον έρωταα αφου είχε δει και τον πόνο και τη γελοιότητα του
Τον πόνο στα μάτια του αδελφού του,Πέτρου και τη γελοιότητα σε πολλούς φίλους αλλά και στον ίδιο
Δέκα μέρες μετά τη νύχτα εκείνη και αφού η Ασημίνα είχε επιστρέψει στο Παρίσι,είχε επιστρέψει και κείνος στις καλές παρέες του
"Τώρα σοβαρά παντρεύεσαι από προξενιό?"
"Αστα"
Γέλασε και έπεσε στον καναπέ πλάι στον φίλο του
"Ότι τώρα εσύ δε θα ξανακοιτάξω άλλη?"
"Κλάψτε με"
Είπε ξεφυσωντας τον καπνό
"Πότε είπαμε παντρεύεσαι?"
"Τον Μάρτη"
"Πωω,τι να χαρείς σε δύο μήνες"
"Τίποτα,είμαι αρραβωνιασμένος"
"Για πες,είναι καλή?"
"Ναι"
"Ναι,πες"
"Ναι,είναι καλή,πολύ καλή"
Απάντησε ο Αντρέι
"Έπιασες τίποτα?"
Ρώτησε ο άλλος φίλος του,που δεν έλεγε να το βάλει κάτω
Ο Αντρέι τον στραβοκοίταξε μα αποφάσισε να απαντήσει
"Ναι"
"Τι?"
"Το χέρι"
Η παρέα ξέσπασε σε γέλια και ο Αντρέι ακολούθησε μη θέλοντας να φανεί αδύναμος
"Μπράβο"
"Δύο φορές την έχω δει"
"Σωστά τα καλά μετά τον γάμο"
Ο Αντρέι έσβησε το τσιγάρο και σηκώθηκε απο τον καναπέ
"Που πας?"
"Στο ράφτη,τα λέμε"
Στην πραγματικότητα δεν αντεχε τους φίλους του και τις αδιάκριτες ερωτήσεις που μέχρι λίγο καιρό έκανε και ο ίδιος.
Ήταν περασμένες 3 και τα σοκάκια της Πόλης ήταν άδεια από κόσμο και γεμάτα ησυχία,ότι ακριβώς χρειαζόταν.Έκανε οσκ πιο αργά μπορούσε,απολαμβανοντας την περίεργη εκρινη ηρεμία που ένιωθε. Όταν επιτέλους γύρισε στο σπίτι κλείστηκε στο δωμάτιο του