Chapter 3

9.7K 618 13
                                    

"Θα πάμε μια μικρή βολτούλα"

Ήταν το τελευταίο που άκουσες πριν ο κόσμος σου σκοτεινιάσει.

Άνοιξες τα μάτια σου και κοίταξες τριγύρω. Βρισκόσουν σε μια αποθήκη. Γύρω σου βρισκόταν άγνωστοι άντρες και μιλούσαν. Ένας από αυτούς ήταν και ο οδηγός. Το κεφάλι σου πονούσε μα δεν μπορούσες να κουνηθείς γιατί ήσουν δεμένη σε μια καρέκλα. Όταν κατάλαβαν ότι ξύπνησες γύρισαν προς το μέρος σου.

"Το αφεντικό θέλει να σε δει τώρα που ξύπνησες" είπε ο οδηγός.

Ένας άντρας μπήκε στην αποθήκη. Φορούσε κουστούμι άσπρο και τα ξανθά του μαλλιά έκρυβαν το πρόσωπο του. Ήρθε μπροστά σου και σήκωσε το κεφάλι του. Τότε τα είδες. Τα μάτια του, κόκκινα σαν αιματοβαμμένο πεδίο μάχης. Εκείνος σε κοίταξε βαθιά στα μάτια και εσύ στα δικά του. Είχε μια έκφραση έκπληξης αλλά μετά αντικαταστάθηκε με ένα μικρό χαμόγελο.

"Δεν φοβάσαι" είπε. Η φωνή του ήταν ήρεμη και χαλαρή.

"Δεν υπάρχει λόγος να φοβηθώ" είπες απλά.

Εκείνος γέλασε και συνέχισε.

"Σε απαγάγουν και εσύ δεν φοβάσαι;"

"Όχι" είπες.

Πραγματικά δεν φοβόσουν τον άντρα με αυτά τα περίεργα μάτια. Ποτέ στην ζωή σου δεν φοβήθηκες. Ο πατέρας σου είχε μια επιχείρηση και ήταν πολύ λογικό να έχει εχθρούς. Ένα πράγμα που σου έμαθε η μητέρα σου ήταν να μην φοβάσαι ποτέ.

"Ίσως θα αλλάξεις γνώμη τώρα" είπε και σε ξανά κοίταξε στα μάτια.

Αυτή τη φορά τα κόκκινα μάτια του άρχισαν να λάμπουν σαν ρουμπίνια. Όλοι γύρω σου εξαφανίστηκαν.


Και ξαφνικά μπαμ....


Παντού υπήρχε καπνός. Η πόρτα της αποθήκης άνοιξε και μια σκιά βρισκόταν εκεί. Μπορούσες να διακρίνεις δύο πράσινα μάτια να λάμπουν πριν χάσεις για άλλη μια φορά τις αισθήσεις σου.

Όταν επανήλθες βρισκόσουν στην έπαυλη, σώα και αβλαβής. Το δωμάτιο ήταν φωτεινό και δίπλα στο παράθυρο υπήρχε μια φιγούρα. Προσπάθησες να σηκωθείς αλλά μια φωνή σε σταμάτησε.

"Μην κουνιέσαι" είπε. Αμέσως αναγνώρισες την φωνή του Ίαν.

"Πως βρέθηκα εδώ;" ρώτησες. Υπήρχε μια θολούρα στο μυαλό σου και προσπαθούσες να ξεκαθαρίσεις τα πάντα.

Ερωτεύτηκα τον Άντρα μου.Where stories live. Discover now