Ο Ίαν πέρασε έξω από το δωμάτιο σου. Το χέρι του ήταν έτοιμο να χτυπήσει την πόρτα μα δεν το έκανε. Προσπέρασε το δωμάτιο και πήγε στο δικό του. Ο Όλιβερ καθόταν στο σαλόνι και έπινε τσάι χαμογελαστός. Όμως κάτι είχε αλλάξει στο χαμόγελο του. Δεν ήταν πια γλυκό και αθώο αλλά σατανικό και έμοιαζε σαν τρελός. Τα μάτια του γυάλιζαν. Όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει γύρισε πίσω στο χαρούμενο ύφος του. Ο Μάθιου μπήκε μέσα και κάθισε απέναντί του.
"Ωραία πες τι έχεις στο μυαλό σου" ρώτησε ο Μάθιου.
"Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς" είπε αθώα ο Όλιβερ.
"Όχι σε μένα αυτά τα αθώα Όλιβερ. Σε ξέρω καλά. Έχεις σκοτώσει μια καμαριέρα όταν ήσουν δέκα χρονών παιδί" είπε ο Μάθιου.
Ο Όλιβερ άφησε κάτω την κούπα του και κοίταξε τον αδερφό του στα μάτια. Τα μάτια του γυάλιζαν και από μέλι έγιναν τόσο σκούρα που έριχναν μαχαίρια στον Μάθιου και ανατρίχιασε.
"Μάθιου απλά ξεκίνησα το παιχνίδι μου. Και να είσαι σίγουρος οτι θα κάνω ρουά ματ" είπε.
Το πρωί δεν άφησες το κρεβάτι. Διάβαζες ξανά και ξανά το γράμμα. Οι λέξεις απόβρασμα και απαίσια γυναίκα ακουγόντουσαν σαν ήχο στο μυαλό σου. Κάθε φορά σε πονούσε και περισσότερο. Τον αγαπούσες και πονούσε τόσο πολύ. Σκέφτηκες τότε ότι περνούσες καλύτερα με την μητριά σου. Δεν θα τον είχες γνωρίσει ποτέ, και δεν θα πονούσε τόσο. Ένιωθες όπως όταν έχασες την μητέρα σου. Η πόρτα σου χτύπησε αλλά δεν έδωσες σημασία. Μπήκες κάτω από την κουβέρτα και έκλαψες.
"Κάρολαιν;" άκουσες την φωνή της Μαίρης.
"Όχι τώρα παρακαλώ άφησέ με λίγο μόνη" είπες. Η πόρτα έκλεισε και σηκώθηκες να την κλειδώσεις. Κοίταξες την ώρα. Κανένας εκτός από τους υπηρέτες δεν θα ήταν σπίτι. Το μυαλό σου δεν σκεφτόταν καθαρά εκείνη τη στιγμή. Είδες τον καθρέφτη σου και με μια κίνηση τον έκανες θρύψαλα. Το χέρι σου ήταν καλυμμένο με αίμα και οι αρθρώσεις σου είχαν κοψίματα. Φώναξες δυνατά από τον πόνο και τον θυμό. Όλα τα συναισθήματα σου βγήκαν στην φόρα. Ήσουν κλειστή και δεν τα εκφράζες. Έτρεξες στο μπάνιο και με το άλλο σου χέρι έσπασες έναν ακόμα καθρέφτη. Αίμα έτρεξε και από το άλλο χέρι σου με αποτέλεσμα να λιποθυμήσεις. Καθώς εσύ έκανες όλα αυτά η Μαίρη είχε ήδη αρπάξει το τηλέφωνο και κάλεσε τον Ίαν και δύο υπηρέτες έσπασαν την πόρτα σου. Η Μαίρη είδε τον σπασμένο καθρέφτη και πανικοβλήθηκε. Έτρεξε στο μπάνιο και σε είδε πεσμένη κάτω με αίματα παντού. Οι υπηρέτες σε μετέφεραν στο κρεβάτι σου και ο Ίαν είχε ηδη φτάσει και έτρεχε στις σκάλες. Όταν άνοιξε την πόρτα σου έτρεξε διπλά σου και έβγαλε έξω από το δωμάτιο τους υπηρέτες
"Άκουγα φωνές και θορύβους και είχε κλειδώσει και δεν ήξερα τι να κάνω" είπε η Μαίρη μέσα στα αναφιλητά της.
"Εντάξει. Έφερες το κουτί των πρώτων βοηθειών;" ρώτησε ο Ίαν σοβαρά.
"Ναι" είπε και του το έδωσε.
"Μπορείς να φύγεις" είπε ο Ίαν και άνοιξε το κουτί.
Σκούπισε τις πληγές σου και ξύπνησες βγάζοντας ένα αναφώνημα.
"Γεια" είπες.
"Γεια" είπε. Μπορούσες να διακρίνεις τον θυμό του. Και δεν είχε κανένα λόγο να μην είναι θυμωμένος. "Μπορείς να μου πεις γιατί είναι σπασμένοι και οι δυο καθρέφτες; Και δεν νομίζω να γλίστρησαν τα χέρια σου επάνω τους" είπε.
Εσύ δεν μίλησες και απλά περίμενες να τελειώσει με τα χέρια σου. Όταν στα τύλιξε με γάζα εσύ του έδωσες το γράμμα. Εκείνος το διάβαζε και τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα από τον ξαφνιασμό.
"Ποιος, ποιος το έγραψε αυτό;" ρώτησε.
"Εσύ; έπεσε από την τσέπη του Όλιβερ" είπες.
"Δεν έγραψα ποτέ κάτι τέτοιο και δεν θα έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο για την κοπέλα που αγαπάω" είπε.
"Τι κάνεις;"
Δύο κεφάλαια σε μια μέρα. Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια σας παιδιά. Ελπίζω να σα; άρεσε. Τα λέμε
Αναστασία♥

KAMU SEDANG MEMBACA
Ερωτεύτηκα τον Άντρα μου.
Romansa"Θα παντρευτείς Κάρολαιν" είπαν οι γονείς της. Ένιωσε οργή μα και στεναχώρια. Γιατί έπρεπε να παντρεύεται κάποιον που δεν ξέρει καν;