Το Τέλος της Μεγάλης Νύχτας

522 70 3
                                    

Ο δρόμος του γυρισμού ήταν φρικτός. Τα δάκρυά μου δεν σταμάτησαν να τρέχουν καθ' όλη τη διαδρομή και ο κόμπος στο λαιμό μου μεγάλωνε. Το μόνο που ήθελα ήταν η Μέλανη να είναι καλά όμως δεν θα το άντεχα να με μισούσε κι εκείνη. Μισούσα ήδη υπερβολικά πολύ τον εαυτό μου για όσα παραλίγο να πάθει εξαιτίας μου. Αν ο Τοντ της είχε κάνει κάποιο κακό...

Ο Τοντ. Ένιωσα για ακόμη μια φορά το θυμό μου να φουντώνει. Αυτός ηλίθιος εγωιστής δεν μπορούσε να σταματήσει να επεμβαίνει στη ζωή μου. Με το ζόρι συγκρατιόμουν να μην κάνω μεταβολή και να πάω να τον βρω. Ήθελα να τον πονέσω. Να τον κάνω να νιώσει τον πόνο που μου δημιούργησε με την ηλίθια έλλειψη αυτοσυγκράτησής του. Ήθελα να βάλω φωτιά στο αναθεματισμένο πρόσωπό του για να δω αν θα συνέχιζε να έχει αυτό το χαζό αυτάρεσκο χαμόγελο.

Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα πολλές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω. Είχα φτάσει στο σπίτι μου και έπρεπε να κάνω απόλυτη ησυχία για να μην ξυπνήσω κανέναν από τους γονείς μου. Τώρα έμενε μόνο να βρω ένα τρόπο να σκαρφαλώσω πίσω στο μπαλκόνι μου. Κάτι που προφανώς δεν ήταν και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. Ειδικά αν έπρεπε να το κάνεις τελείως αθόρυβα. Κοίταξα πανικόβλητη την απόσταση του πατώματος της βεράντας από τα τεντωμένα χέρια μου και βλαστήμησα σιγανά, κάτι που παλιότερα δεν θα έκανα ποτέ. Πολλά όμως είχαν πλέον αλλάξει.

Τριγύρω δεν υπήρχε απολύτως τίποτα για να με βοηθήσει να πιαστώ. Ούτε καν ένα αναθεματισμένο δέντρο. Ο πανικός είχε πλέον δηλητηριάσει το μυαλό μου. Η πιθανότητα να με έβρισκαν οι γονείς μου το επόμενο πρωί να στέκομαι κάτω από τη βεράντα μου έμοιαζε όλο και πιο σίγουρη. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω το μοναδικό πράγμα που μου έμενε. Ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσω πηδώντας το μπαλκόνι μου –εξάλλου ήμουν απαίσια άλτρια στο παρελθόν, αλλά τουλάχιστον έπρεπε να δοκιμάσω.

Παίρνοντας λίγη φόρα και βάζοντας όλη μου τη δύναμη τίναξα το σώμα μου προς τα πάνω. Για λίγο απλά αιωρούμουν στο κενό και έπειτα τα χέρια μου βρήκαν όχι απλά τη βάση του μπαλκονιού αλλά τα μαύρο κάγκελο στην κορυφή του. Για μερικά δευτερόλεπτα απλά στάθηκα για να θαυμάσω το τρελό κατόρθωμά μου και έπειτα σκαρφάλωσα και πήδηξα στη μέσα πλευρά. Άνοιξα τη μισάνοιχτη πόρτα και χώθηκα στο δωμάτιό μου σαν τον κλέφτη. Μπαίνοντας όμως ο αέρας έκλεισε την πόρτα πίσω μου με δύναμη. Ένας δυνατός θόρυβος αντήχησε σε όλο το δωμάτιο.

«Σκατά!» Ψιθύρισα αν και πλέον γνώριζα πως δεν είχε σημασία. Πράγματι σε λίγο μπήκε σαν σίφουνας η μαμά μου στο δωμάτιο και έμεινε άφωνη βλέποντάς με ντυμένη με τα ρούχα του χορού. Ποτέ παλιότερα δεν θα γινόταν κάτι τέτοιο. Πάντα ήμουν υπερβολικά συνεσταλμένη και φοβητσιάρα για να ρισκάρω το οτιδήποτε. Γι' αυτό το λόγο δεν είχα ιδέα ποια θα ήταν η αντίδρασή της σε όλο αυτό. Έτσι απλά μείναμε για λίγο ακίνητες στις θέσεις μας και οι δύο, μέχρι που εκείνη κατάφερε να μιλήσει.

«Πες μου ότι ονειρεύομαι! Ρόζαλιν πώς μπόρεσες;» Η μαμά μου ευχόταν να ήταν όλα απλά ένα όνειρο, αλήθεια τώρα; Καλωσόρισε στον κόσμο μου. Φυσικά ήξερα πολύ καλύτερα από το να δώσω οποιαδήποτε απάντηση αυτή τη στιγμή, έτσι δεν μίλησα. Εκείνη απλά αναστέναξε και συνέχισε.

«Δεν έχω ιδέα πως κατάφερες να φύγεις από την εξώπορτα χωρίς να ξυπνήσεις ούτε εμένα αλλά ούτε και τον πατέρα σου αλλά τελικά ο θεός αγαπάει τον κλέφτη αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη. Σκοπεύαμε να πάμε όλοι μαζί διακοπές φέτος, όμως μετά από όσα συνέβησαν τον τελευταίο καιρό πρέπει να καταλάβεις πως τα προνόμια κερδίζονται. Γι' αυτό δεν θα έρθεις μαζί μας. Παρόλο που οι βαθμοί σου ήταν καλοί, η συμπεριφορά σου μας έχει εκπλήξει δυσάρεστα εμένα αλλά και τον πατέρα σου αυτό το διάστημα. Επομένως...»

Είχα ήδη πάψει να την ακούω από τη στιγμή που ανέφερε τις διακοπές μας, εστιάζοντας μόνο στα τελευταία λόγια της. Τι εννοούσε δεν θα ερχόμουν μαζί τους; Αποκλείεται να έμενα μακριά από το χωριό μου και τον Τομ, παρόλο που αυτό ίσως ήταν πολύ καλύτερο για εκείνον. Ήμουν όμως υπερβολικά εγωίστρια για να το παραδεχτώ τώρα. Ειδικά τη στιγμή που έχανα ήδη μία φίλη μου. Η υπόσχεση στον εαυτό μου να μείνω σιωπηλή πήγε φυσικά περίπατο.

«Τι εννοείς δεν θα έρθω μαζί σας; Δεν μπορώ να μείνω εδώ μόνη μου.» Φώναξα ξαφνιάζοντας και τις δυο μας.

«Πρόσεξε τον τόνο της φωνής σου δεσποινίς μου! Όχι δεν θα μείνεις εδώ αλλά στο χωριό στο σπίτι δίπλα στη γιαγιά και τον παππού σου. Εμείς απλά θα φύγουμε κάπου αλλού φέτος διακοπές. Θα ήταν το δώρο για τους βαθμούς σου αλλά μετά το σημερινό δεν μας αφήνεις άλλη επιλογή.» Τελείωσε το λόγο της και γύρισε να φύγει μη θέλοντας να δει την επίδρασή του πάνω μου. Και ευτυχώς που το έκανε γιατί αυτό που θα έβλεπε θα τη σόκαρε ακόμη περισσότερο.

Ήμουν τόσο ανακουφισμένη που ήθελα να φωνάξω. Για λίγο πίστεψα πως η τιμωρία μου θα ήταν να μην πάω στο χωριό μου. Αδιαφορούσα για οποιοδήποτε άλλο προορισμό μπορεί να επέλεγαν οι γονείς μου. Δεν υπήρχε καλύτερο μέρος από εκείνο που βρισκόταν όλα όσα αγαπούσα. Μόνο η Μέλανη έλλειπε. Μακάρι να μπορούσε να 'ρθει κι εκείνη. Σχεδόν άρχισα ξανά να κλαίω στη θύμηση της φίλης μου. Άραγε θα ερχόταν αύριο για να πούμε το αντίο για τις διακοπές μας ή δεν θα ήθελε ν με ξαναδεί; Ένιωσα την κούραση της απαίσιας μέρας να με καταβάλει. Και για πρώτη φορά εδώ και μέρες έπεσα σ' έναν ήρεμο, δίχως όνειρα ύπνο.

Ένα Όμορφο Τέρας (Μέρος 1ο)Where stories live. Discover now