Έψαχνα τα κλειδιά μου για λίγα λεπτά και ανακουφίστηκα όταν επιτέλους μπόρεσα να τα βρώ και έτσι μπήκα στην πολυκατοικία και άρχισα να κατευθύνομαι προς το ασανσέρ αλλά πάλι κανείς δε νοιάστηκε να το φτιάξει και έτσι αναγκάστικα να πάρω τις σκάλες. Μπήκα σπίτι και πέταξα το σάκο μου σε μια γωνία, ένιωθα κουρασμένη μα όχι στο σώμα, η ψυχή μου ήταν αυτή που πονούσε γιατι δεν είχε μάθει να αντέχει τους αποχωρισμούς, πόσο μάλλον εκείνους που ξέρεις πως δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναζήσεις. Πήρα στα χέρια το τηλέφωνο μου και το έκλεισα, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Δεν γούσταρα να μάθει κανείς πως νιώθω πιο άδεια απο ποτέ και η αιτία ήταν αυτός. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να πάω να κάνω ένα μπάνιο και αμέσως ακύρωσα στο μυαλό μου την ιδέα γιατί το νερό θα ξέπλενε απο πάνω μου κάθε ίχνος που είχε απομείνει από αυτόν. Ήθελα με μανία να κρατήσω πάνω στο κορμί μου όσο περισσότερο γινόταν μυρωδίες και σημάδια που μαρτυρούσαν πως όλο αυτό που έζησα ήταν ολότελα αληθινό και όχι μια ακόμη πλάνη του μυαλού μου. Βγήκα στο μπαλκόνι και άρχισα να καπνίζω, ούτε και εγώ η ίδια δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα τσιγάρα είχα ανάψει εκείνο το βράδυ στην προσπάθεια μου να πείσω τον εαυτό μου πως όλα είναι καλά. Έπρεπε να χαιρόμουν που επιτέλους είχα ζήσει αυτό που περίμενα χρόνια τώρα, μα εγώ ήθελα να αρχίσω να κλαίω με λυγμούς μιας και το σπίτι φαινόταν άδειο, τα λουλούδια στην αυλή είχαν μαραθεί και η καρδιά μου δεν ήταν στη θέση της. Πίστευα πως δυό νύχτες ήταν ικανές να με γιατρέψουν, να τον διαγράψουν απο μέσα μου για να μπορέσω να τον ξεχάσω. Πόσο ανόητη είχα σταθεί? Μάζεψα φόρα και έφτυσα στο πεζοδρόμιο σε μια αποτυχημένη μου προσπάθεια να νιώσω λιγότερο γυναικούλα απο ότι ένιωθα. Δεν τα είχα κατάφερει και έτσι έσυρα το σώμα μου μέχρι το κρεβάτι και υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν θα έβγαινα απο το σπίτι για καιρό. Πως θα έμενα μέσα μέχρι να κατάφερνα να κάψω κάθε κύταρρο που τον ζητούσε και δεν με ένοιαζε αν κυνδύνευα να κάψω όλο μου τον εαυτό. Έπρεπε μόνη μου να ψάξω βαθυά μέσα μου και να τον σκοτώσω. Είχα μεγαλώσει πολύ για να πιστεύω ακόμα πως θα έρθει να με σώσει. Πλέον έπρεπε εγώ η ίδια να σώσω τον ταλαιπωρημένο μου εαυτό και για να γίνει αυτό είχα περάσει ατελείωτες μέρες σε ένα σπίτι που είχα μετατρέψει σε φυλακή μου με μοναδικό σημάδι πως ζώ την ανάσα μου, που τις βραδυνές κυρίως ώρες χανόταν μέσα στα γοερά κλάματα μου. Θα μπορούνα να ζω το προσωπικό μου αυτό δράμα για μέρες μα επιτέλους η φωνή της λογικής είχε ξυπνήσει και αποφάσισα να βουτιχτώ στην καθημερινότητά μου και διάολε θα τα είχα καταφέρει πολύ καλά αν εκείνη τη μέρα, εκείνη την άθλια Δευτέρα δεν είχα ανοίξει καθόλου το κινητό μου. Όταν είχα είδα το όνομά του στην οθόνη πίστεψα πως τα πόδια μου δεν θα με άντεχαν για πολύ. - Είμαι κάτω από το σπίτι σου άνοιξε. Κύματα ρίγους κατέκλισαν το κορμί μου. Άνοιξα βιαστικά και όταν μπήκε στο σπίτι δεν χρειάστηκε να πούμε πολλά, με είχε αρπάξε στην αγκαλιά του πριν προλάβω να του πω ένα γειά . Κάναμε έρωτα για ώρες και ένιωσα το δωμάτιο να φωτίζεται όπως η ψυχή μου. Τα πάντα πάνω μου τον καλοσώρισαν με λατρεία κι η πράξη του έρωτα έμοιζε με ιεροτελεστία. Όταν τελειώσαμε είχα γυρίσει να τον κοιτάξω με το πιό λαμπερό μου χαμόγελο και περίμενα να πει πως μαγαπά, πως γύρισε γιατί κατάλαβε πως είμαι η μία. Έκεινος κάπνιζε αδιάφορα το τσιγάρο του και στη τελευταία ρουφηξιά τράβηξε όλη τη ψυχή μου με τα λόγια του. - Ώραια πέρασα μα να πηγαίνω, εξάλλου δε είμαστε και για πολύ. Άυτο ήταν, είχε ανάγκη απο σάρκα για αυτό είχε έρθει σε 'μένα. Είχα νιώσει τη πίκρα απο τα λόγια του να μου καίνε το στόμα. Δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια μου μα προσπαθούσα με μανία να τα κρατήσω. Μπάσταρδε πως μπόρεσες να παζαρέψεις την καρδιά μου? -Μη ξαναρθείς ποτέ. Αύτο ειχα πει μονο..
BINABASA MO ANG
Μια πικρή γεύση έρωτα
Aléatoire-Πως ξεκινάς μια ιστορία αγάπης ? -Μα,μιλώντας για τον έρωτα φυσικά.. Και τι είναι ο έρωτας ? Έρωτας: Ο καθένας από εμάς διαβάζοντας αυτή τη λέξη την ερμηνεύει αλλιώς..Υπάρχουν άνθρωποι που στην ιδέα και μόνο τρομάζουν,φοβούνται να εξηγήσουν,να το ν...