Τέλος ή αρχή ?

92 5 6
                                    

<Θα πάμε στο χωριό και θα έρθεις> Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα μου λίγο πριν κλείσει την πορτά..Έπρεπε να πάμε χωριό μα εγώ δεν ήθελα καθόλου. Ήξερα πως θα ήταν εκεί, πως θα τον έβλεπα, μα θα μιλούσαμε ? Ήθελα να του μιλήσω? Και στη τελική τι θα λέγαμε? Σκατά δεν ήθελα να πάω αλλα δεν είχα και αλλή επιλογή. Μάζεψα τα πραγματά μου με την ελπίδα πως θα ακυρωθεί αλλά όχι..

Το επόμενο πρωί αφότου έφτασα κατεβήκαμε για ψώνια και τον είδα να περπατάει στο δρόμο απο την απέναντι πλευρά και αμέσως κοίταξα απο την αλλή, όταν πέρασε δίπλα μου ήξερα πως με κοιτούσε, ένιωθα τα μάτια του πάνω μου μα δε γύρισα να τον δώ. Το βράδυ τα παιδία του χωριού επέμεναν να πάμε μαζί για ποτό και ήξερα πως θα είναι εκεί οπότε έπρεπε να βάλω τα δυνατά μου για να είμαι όσο πιο όμορφη μπορώ..Φόρεσα το αγαπημένο μου μαύρο φόρεμα και έπιασα τα μαλλιά μου σε μια ελαφριά κοτσίδα. Ήμουν έτοιμη. Όταν μπήκα στο μαγαζί τα μάτια μου τον εντόπισαν αμέσως, καθόταν στα πίσω τραπέζια πίνοντας ενα ποτό και καπνίζοντας αδιάφορα το τσιγάρο του. Η σερβιτόρα μας έδειξε ένα τραπέζι κοντά στο δικό του που για να πάμε έπρεπε να περάσουμε απο μπροστά του..Νιώθοντας σίγουρη για τον εαυτό μου πέρασα δίπλα του χωρίς να τον κοιτάξω καθόλου και έκατσα σε μια θέση απο όπου θα μπορούσα να τον έβλεπα. Δεν είχε περάσει αρκετή ώρα όταν τον είδα να πλησιάζει προς το μέρος μέρος μου και ένιωσα να φλέγομαι ολόκληρη.

< Έσενα ακριβώς ήθελα να δώ, πες γειά στα παιδιά γιατι θα πας κάπου μαζί μου, μην αργείς > Έμεινα να τον κοιτάζω με ένα βλέμμα απέραντου θυμού. Ποιός είναι αυτός που θα μου πεί εμένα τι να κάνω. < Αχ, μην αρχίσεις τα δικά σου έλα σου λεώ> και αμέσως με τράβαει απο το χέρι να πάω μαζί του. Εγώ αντιστάθηκα και του είπα πως δεν έχω να πάω πουθενά και πως δεν είμαι καμιά απο τις γκομενίτσες του να με σέρνει όπου γουστάρει..< Σέ παρακαλώ > Αυτό είπε και πλέον μου ήταν αδύνατον να πώ όχι.

Πήγαμε στη λίμνη πάρκαρε το αμάξι και άναψε ένα τσιγάρο. Μίλησα πρώτη. < Δε σε καταλαβαίνω,έρχεσαι με αρπάζεις και με φέρνεις εδώ για να σε βλέπω να καπνίζεις? Με απογοητεύεις όλο και πιο πολύ > Γύρισε και με κοίταξε με ένα βλέμμα τόσο γοητευτικό και αμέσως έχασα τα λόγια μου. Έσβησε το τσιγάρο του κοίταξε τη λίμνη και μου είπε < Έκεινη τη μέρα με άδειασες εντελώς τόσο που κατάλαβα πως είχες δίκιο. Πάντα σου έλεγα πως δεν είμαι για σένα αλλα εσύ εκεί συνέχιζες να υπάρχεις μέσα στη ζωή μου. Δε μπορείς να καταλάβεις πως αυτό ειμαί ρε γαμώτο, δε μπόρω να αλλάξω. Και ούτε μπορώ να σου πώ πως σαγαπάω γιατι δε πιστεύω στους έρωτας και σ΄όλα αυτά που ψάχνεις εσύ να βρείς σε μένα.> Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει δίκιο είχε, σε όλα.

Έπιασε το χέρι μου τρυφέρα και σκούπισε ένα δάκρυ μου που δε μπορύσα να κρατήσω άλλο. Έγυρε στο αφτί μου και και είπε σχεδόν απο μέσα του < Απόψε θα σου κάνω έρωτα, μόνο σε σένα. Δεν έχω ξανακάνει σε καμιά αλλά με σένα ομως θέλω μη πείς όχι >. Έτρεμα και δεν ήξερα γιατί ή μάλλον ήξερα. Αν είχα πει όχι θα είχα κάνει το σωστό αλλά ρε γαμώτο ήταν αδύνατον να αντισταθώ.

Έπιασε το πρόσωπο μου με τα χέρια του, με χάιδεψε και ύστερα άφησε ένα γλυκό φιλί στα χείλη μου. Έβγαλε αργά το λαστιχάκι που είχα πιάσει τα μαλλιά μου και τα άφησε να χυθούν στου ώμους μου ,με πιο αργές κινήσεις ξεκίνησε να ξεκουμπώνει το φορεμά μου, όταν το έβγαλε το άφησε να πέσει κάτω. Με κοίταξε για λίγα λεπτά βαθυά μέσα στα μάτια και έβγαλε και αυτός τη μπλούζα του και το παντελόνι του. Με ξάπλωσε στο έδαφος και άρχισε να με φιλάει παντού. Όταν έφτασε στο εσωρουχό μου άφησε ένα φιλί και έπειτα το έβγαλε αργά κοιτάζοντάς με στα μάτια. Η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει. Ποσό πολύ τον ήθελα. Μπηκε μέσα μου προσεχτικά και με στοργή και άρχισε να κουνιέται . Με κρατούσε στα χέρια του σαν να ήμουν κάτι πολύ εύθραυστο και σημαντικό για αυτόν, κάτι μόνο δικό του. Όλη την ώρα άφηνε φιλιά στο κορμί μου που λύγιζε με κάθε αγγιγμά του και φυλάκιζε μέσα του τις ανάσες του. Όταν η αναπνοή του και η δική μου ενώθηκαν για μια στιγμή, ήξερα πως το όνειρο είχε τελειώσει και μαζί του και εμείς.  Έκατσε δίπλα μου και εγώ κοιτούσα τα αστέρια και σκεφτόμουν πως αν με ρωτουσε ποτε κανείς τι είναι ευτυχία θα του περιέγραφα αυτην ακριβώς τη στιγμή. Τον είχα δίπλα μου και τον κοιτούσα λες και ήταν καποιό έργο τέχνης εκείνος γέλασε και μου ειπέ < Τι θές ρε μικρό? > Ύστερα με φίλησε στο μέτωπο και μου είπε να ντυθώ γιατι θα κρυώσω. Κάπνισε ένα τσιγάρο και μπήκαμε στα αμάξι για να φύγουμε. Ήξερα πως για μια ακόμη φορά τον είχα ερωτευτεί απ την αρχή.. Μόνο εκείνον.

Μια πικρή γεύση έρωταTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon