~3~

146 18 0
                                    

Εκείνο το βράδυ έκατσα ως αργά στην δουλειά γιατί ήταν η σειρά μου να κάτσω ως το κλείσιμο και να μαζέψω το μαγαζί. Ήταν εκεί και ο Πάνος ο οποίος καθάριζε τους πάγκους στην κουζίνα. Δεν είχαμε ανταλλάξει άλλη κουβέντα από τον μεσημέρι. Κάποιες στιγμές του έριχνα κάποιες ματιές προσπαθώντας να καταλάβω τι σκέφτεται αλλά μάταια. Έπρεπε να το πάρω απόφαση πως αυτός ο άντρας δεν ήταν σίγουρα για εμένα. Το βλέμμα του κρύβει ένα μυστήριο, όσο και να ρώτησα τους ανθρώπους της δουλειάς για εκείνον κανείς δεν ήξερε να μου πει κάτι το σημαντικό. Μόνο ότι έχει μια αδερφή μικρότερη, ότι είναι 32 χρονών και έχει σπουδάσει στο Λονδίνο. Για το αν έχει κάποια σχέση δεν είχαν ακούσει ποτέ τίποτα. Αυτός ο άνθρωπος έκρυβε τόσο καλά την προσωπική του ζωή σαν να ήθελε κάτι να κρύψει.

Όταν τελείωσα τις δουλειές μου και πήγα στα αποδυτήρια να αλλάξω χτύπησε το τηλέφωνο μου.

"Που είσαι κοριτσάκι μου? " φώναξε μια γυναικεία φωνή μέσα από το ακουστικό.

"Νεφέλη εσύ? " ρώτησα με απορία.

"Βλέπω με κατάλαβες! τι κάνεις? εγώ είμαι Αθήνα για μερικές μέρες"

"Αλήθεια να συναντηθούμε να πιούμε ένα καφέ αυτές τις μέρες" 

"Καφέ? εγώ έλεγα να βρεθούμε απόψε να πάμε να τα πιούμε να θυμηθούμε τα παλιά τι λες? "

"Μωρέ δουλεύω αύριο " της είπα και αναστέναξα.

"Από πότε σε εμποδίζει εσένα αυτό? έλα μην μου το χαλάς" μου είπε και άρχισε τα παρακάλια.

"Εντάξει με έπεισες! σε 1 ώρα στο γνωστό στέκι " της είπα και άκουσα ένα ουρλιαχτό.

"Τέλεια τα λέμε φιλιά".

Τερματίσαμε την κλήση και ετοιμαζόμουν να βγω από τα αποδυτήρια για να πάω να ετοιμαστώ όταν εμφανίστηκε ο Πάνος μπροστά μου. Μου χαμογέλασε με χάιδεψε στο μάγουλο και μπήκε μέσα να αλλάξει. Έκλεισε την πόρτα πίσω του κι εγώ έκατσα για λίγο και κοιτούσα την κλειστή πόρτα μέχρι που πήγε να την ανοίξει και έφυγα τρέχοντας για να μην καταλάβει ότι ήμουν εκεί.Τι ήταν αυτό που μου έκανε πια αυτός ο άντρας? δεν μπορούσα να το εξηγήσω ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό μου.

Σε μια ώρα ήμουνα στο γκάζι και περίμενα την Νεφέλη. Η Νεφέλη ήταν η καλύτερη μου φίλη από το γυμνάσιο. Δεθήκαμε από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε. Ήμασταν αχώριστες, μαζί πηγαίναμε σχολείο, μαζί διαβάζαμε, μαζί κάναμε διακοπές, κοπάνες όλα μαζί. Πάντα η μια βοηθούσε την άλλη. Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ  σε εκείνη είναι ότι ποτέ δεν μου μίλησε για τον αδερφό μου όπως όλες μου οι φίλες. Αναγκαστήκαμε όμως να χωριστούμε όταν πέρασε στον πανεπιστήμειο στα Ιωάννινα και έπρεπε να φύγει. Τον πρώτο καιρό επικοινωνούσαμε συχνά αλλά με τον καιρό χαθήκαμε και τώρα που ήρθε με πήρε για να τα πιούμε όπως στο σχολείο. Καθόμουνα έξω από την στάση του μετρό και την έβλεπα να έρχεται προς το μέρος μου. Ήταν ίδια τόσο όμορφη όπως πάντα. Ψηλή με κόκκινα ίσια μαλλιά, πράσινα μάτια και σώμα με τις τέλειες αναλογίες. Όλοι οι άντρες την κοιτάγανε με το στόμα ανοιχτό πάντα όπου και να πηγαίναμε και με το δίκιο τους. Κι εγώ την θαύμαζα από πάντα ήταν το είδωλο μου. Αν ήμουν έτσι ο Πάνος σίγουρα θα με ήθελε.

Μπήκαμε σε ένα από τα μαγαζιά στο γκάζι και παραγγείλαμε ένα μπουκάλι βότκα όπως πάντα. Αρχίσαμε να πίνουμε και να μου λέει τα νέα της για το νέο φλερτ της στα Ιωάννινα. Πρώτη φορά την έβλεπα τόσο ερωτευμένη με κάποιον. Πάντα εκείνη ήταν που δεν κόλαγε με τους άντρες. Πάντα μου έλεγε " Ελενάκι οι άντρες είναι για να παίρνεις αυτό που θέλεις και μετά να τους διώχνεις, μόνο κακό μπορούν να σου προκαλέσουν ποτέ δεν έρχονται για καλό". Τώρα όμως εκείνη ήταν πρώτη που είχε καταρίψει αυτήν την θεωρία της και δεν την ένοιαζε νόμιζε πως είχε βρει τον ιδανικό άντρα. 

Είχε πάει τρεις τα ξημερώματα όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε. Είχαμε πιει δυο μπουκάλια βότκα και η αλήθεια είναι πως μας είχε χτυπήσει λίγο. Όταν πήγα να βγω μου άνοιξε την πόρτα ένας άντρας ο οποίος ήταν ίδιος ο Πάνος η τουλάχιστον έτσι νόμιζα, είχα πιει πολύ και δεν μπορούσα να καταλάβω όταν ξαφνικά άκουσα αυτόν τον άντρα να λέει

"Έλενα?" και να χαμογελάει.

"Πάνο?" είπα και γούρλωσα τα μάτια μου. Ήταν το τελευταίο άτομο που ήθελα να δω εκείνη την στιγμή.

"Τι κάνεις εσύ εδώ?" του ξανά είπα. Εκείνος γέλασε με χάιδεψε στο μάγουλο άλλη μια φορά και μου είπε "ήρθα να πιω ένα ποτό. είσαι καλά?"

"Ναι, μια χαρά είμαι" είπα και παραπάτησα.

"Εγώ νομίζω ότι έχεις πιει πολύ. Να σας πάω κάπου?" είπε και φαινόταν σοβαρός.

"Δεν χρειάζεται θα πάρουμε ταξί σ' ευχαριστώ πολύ όμως" είπα και τον κοίταξα βαθιά στα μάτια.

"Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να πάρεις ταξί σε αυτήν την κατάσταση θα σας πάω εγώ τέλος." είπε και με έπιασε από το χέρι και μας κατεύθυνε προς το αμάξι του. 

Σε όλη την διαδρομή δεν μίλησε κανείς παρά μόνο για να του πω την διεύθυνση. Η Νεφέλη είχε κοιμήθει εγώ του έριχνα κλεφτές ματιές χωρίς να με καταλάβει. Ήταν τόσο καλός. Όταν φτάσαμε πάρκαρε ακριβώς κάτω από το σπίτι και μας βοήθησε να βγούμε από το αμάξι.

"Θα είστε εντάξει η θέλετε να σας πάω μέχρι πάνω?" είπε και με κοίταγε βαθιά στα μάτια

"Όχι είμαστε εντάξει. Σ' ευχαριστώ πολύ που μας έφερες και συγνώμη που σου χαλάσαμε το βράδυ σου." είπα και κατέβασα το κεφάλι.

Μου σήκωσε το κεφάλι μου χαμογέλασε μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και μπήκε μέσα στο αμάξι και περίμενε να μπούμε μέσα στην πολυκατοικία.Ανεβήκαμε πάνω και έβαλα την Νεφέλη να ξαπλώσει. Εγώ βγήκα στο μπαλκόνι ξάπλωσα στον αγαπημένο μου διθέσιο ψάθινο καναπέ και κοίταγα τα αστέρια. Το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν πως ανυπομονούσα να τον δω την επόμενη μέρα τίποτα άλλο. Αυτό δεν γινόταν μόνο απόψε αλλά κάθε βράδυ από την πρώτη μέρα που τον είδα. Άραγε θα καταφέρω ποτέ να γίνω δικιά του? Με αυτό το ερώτημα αποκοιμήθηκα 

Κρυφά ΑισθήματαWhere stories live. Discover now