~21~

80 12 2
                                    

Η καρδιά μου τώρα χτύπαγε γρήγορα τα πόδια μου έτρεμαν και το στόμα μου είχε στεγνώσει. Τον είχα μπροστά μου μετά από τόσες μέρες. Μόλις με είδε έμεινε ακίνητος δίπλα στην μηχανή του. Κράταγε μια βαλίτσα. Κάπου είχε πάει. Ευχόμουν από μέσα μου να μην είχε φύγει για να με αποφύγει. Αν αυτό ήθελε έκανε λάθος. Δεν θα τα παράταγα. Κάθε βράδυ καθόμουν έξω από το σπίτι του, τον περίμενα να γυρίσει και τον έπαιρνα τηλέφωνο. Όταν ξημέρωνε επέστρεφα σπίτι μου με την ελπίδα ότι το επόμενο βράδυ θα είναι εκεί αλλά μάταια. Σήμερα όμως τον είχα μπροστά μου να με κοιτάει με αυτά τα υπέροχα γαλανά μάτια του που με έκαναν να θέλω να πέσω στην αγκαλιά του. Με ένα βλέμμα. Το βλέμμα του ήταν πάντα τόσο εκφραστικό. Τώρα το μόνο που έβλεπα ήταν απορία στο πρόσωπο του. Γιατί απορούσε? μου χρωστούσε εξηγήσεις και έπρεπε να της δώσει.

Ήθελα να τρέξω να τον αγκαλιάσω αλλά δεν το έκανα. Ήταν πολλά αυτά που με βασάνιζαν μέσα μου. Μέσα σε τρεις μέρες είχα την ευτυχία ξανά στα χέρια μου μετά από καιρό. Αλλά για πολύ λίγο, μετά την έχασα πάλι. Αυτός ο άνθρωπος κρατούσε στα χέρια του την ευτυχία μου, το χαμόγελο μου. Θα ήμασταν ποτέ ευτυχισμένη? ή πάντα θα εξαφανιζόταν πότε ο ένας πότε ο άλλος. Τον αγαπάω πολύ αλλά όλο αυτό δεν το αντέχω. Θέλω να μπορώ να ξυπνάω το πρωί με χαρά και προσμονή να δω τον άνθρωπο που και όχι να φοβάμαι πως δεν θα τον ξανά δω.

"Μωρό μου?" τον άκουσα να μου λέει. Με είχε πλησιάσει και με κοίταγε. Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα με θυμό. Με κοιτούσε με απορία και αυτό με εξόργιζε περισσότερο. Σηκώθηκα πάνω και του έριξα ένα χαστούκι που έκανε το κεφάλι του να γυρίσει.

"Γιατί με χτύπησες? είσαι με τα καλά σου?" είπε θυμωμένα και ακούμπαγε το μάγουλο του.

"Τολμάς και ρωτάς? που είσαι εξαφανισμένος τόσες μέρες? μου κάνεις αντίποινα έτσι?" έλεγα θυμωμένη.

"Τι είναι αυτά που λες μωρό μου? δεν εξαφανίστηκα..."

"Και αφού δεν εξαφανίστηκες γιατί έχεις μια βδομάδα να έρθεις σπίτι σου και να ανοίξεις το κινητό σου?"

"Αφού ξέρεις ρε Έλενα τι με ρωτάς..." είπε και έκανε κίνηση να μπει στο σπίτι του.

"Το μοναδικό πράγμα που ξέρω είναι ότι ο αδερφός μου σε απείλησε πως αν είναι να με πληγώσεις να μην με ξανά ενοχλήσεις. Και από τότε έχασα κάθε επικοινωνία μαζί σου. Γι' αυτό έφυγες?" είπα και μπήκα μπροστά του για να τον εμποδίσω να μπει σπίτι.

Κρυφά ΑισθήματαWhere stories live. Discover now