7. Κόκκινη Βασίλισσα

98 26 7
                                    


 Ο Τσεσαιρ άφησε την Άλις λίγο πριν το σπίτι της με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, φιλώντας της το χέρι πριν φύγει. Μόλις τα χείλη του, πάντα παγωμένα στο ίδιο χαμόγελο άγγιξαν το χέρι της, η κοπέλα ανατρίχιασε. 

 <<Σε ευχαριστώ για την βοήθεια!>> του είπε με τις τρίχες του σβέρκου της σηκωμένες.

 <<Στην διάθεσή σου αγαπητή μου.>> είπε και κάνοντας μια υπόκλιση γύρισε να φύγει.

 Η Άλις, τυλίγοντας το σακάκι της πιο σφιχτά πάνω της του γύρισε την πλάτη της και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της. Γύρισε μονάχα μια φορά να κοιτάξει πίσω της, για να δει ποια κατεύθυνση που πήρε ο γάτος, αλλά αυτός μυστηριωδώς είχε εξαφανιστεί.

 <<Παράξενο...>>μονολόγησε η κοπέλα. Ο δρόμος ήταν ευθύς, χωρίς διασταυρώσεις για μερικά χιλιόμετρα. Θα έπρεπε να έβλεπε ακόμα τον Τσέσαιρ, εκτός και αν αυτός είχε κρυφτεί κάπου ή είχε τρέξει μακριά. Η κοπέλα είχε ένα κακό προαίσθημα.

 Παρ' όλα αυτά σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα κουνώντας το κεφάλι της για να διώξει τις σκέψεις. Τι από όσα συνέβαιναν τις τελευταίες μέρες δεν ήταν παράξενο; Αυτό θα την ενοχλούσε τώρα; Συνέχισε να περπατάει αδιάφορα, μην μπορώντας όμως να διώξει το κακό προαίσθημα που είχε.

 Εν το μεταξύ το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά και ο δρόμος μετάβίας φωτιζόταν από τα φανάρια του δρόμου δυσκολεύοντας την ορατότητα της κοπέλας.

 Της έμενε λίγο ακόμη για να μπει στην ασφάλεια του σπιτιού της. Μόνο μερικά βήματα. Σχεδόν βρισκόταν στο κατώφλι της πολυκατοικίας της. Έφτανε. Άνοιξε το βήμα της, με το κακό συναίσθημα ακόμη να βαραίνει την συναίσθησή της.

 Έβγαζε τα κλειδιά της από την τσάντα της όταν άκουσε μία σπαραχτική κραυγή πόνου. Την αγνόησε. Προφανώς δεν θα ήταν τίποτα. Κανένα πρεζάκι θα είχε μπλέξει πάλι σε καβγά. Ή τουλάχιστον αυτό προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν.

 Η κραυγή όμως ακούστηκε ξανά, πιο σπαραχτική αυτή την φορά, σαν κάποιος να παρακαλούσε για την βοήθειά της. Η Άλις δεν μπόρεσε να την αγνοήσει αυτήν την φορά. Παραιτήθηκε από την προσπάθειά της να ανοίξει με προσποιητή αδιαφορία την πόρτα του σπιτιού της και κρατώντας σφιχτά τα κλειδιά της ανάμεσα στα δάχτυλα της σφιγμένης γροθιάς της, σαν όπλο ξεκίνησε για την κατεύθυνση από όπου ακούστηκε η κραυγή.

 Η 'Αλις δεν ένιωθε τον παραμικρό φόβο εκείνη την στιγμή, κατευθυνόμενη προς το σημείο που ακούγονταν οι κραυγές. Μόνο εκείνο το άσχημο προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συνέβαινε. Έτσι, σφίγγοντας τα κλειδιά ακόμη περισσότερο ανάμεσα στα δάχτυλά της έστριψε σε ένα σκοτεινό σοκάκι το οποίο φωτιζόταν μόνο από το αμυδρό φως του φεγγαριού.

Wonderland Effect Donde viven las historias. Descúbrelo ahora