Kρατάει το χέρι μου.
Σφιχτά, πολύ σφιχτά.
Πονάω λίγο.
Πονάω πολύ.
Κοιτάζει το κενό.
Είναι άδειος από σκέψεις;
Είναι γεμάτος σκέψεις.
Πονάω πολύ.
Η ανάσα μου διακόπτει κάθε τόσο την σιωπή.
Η δική του ανάσα ούτε που υπάρχει.
Έχει πεθάνει δίπλα μου.
Πονάω πολύ.Σήμερα θα ναι μια απ'αυτές τις μέρες.
Δε θα ναι μια καλή μέρα.
Ακόμα κοιτάζει τον τοίχο.
Πονάω πολύ.
Χαϊδεύω απαλά το πρόσωπό του.
Δεν αντιδρά.
Είναι λίγο πιο ζεστή η σάρκα του τώρα.
Πονάω πολύ.
Φιλάω τον ώμο του.
Δεν αντιδρά.
Ένα δάκρυ διασχίζει τα γένια του.
Πονάω πολύ.Κοιτάζω κι εγώ τον τοίχο για κάποιες στιγμές.
Είναι πολύ λευκός.
Φαίνεται κρύος.Πονάω πολύ.
«Τα χάπια γιατί είναι στο τραπέζι; Ξεχάστηκες;»
Δεν αντιδρά.
Σφίγγει πιο δυνατά το χέρι μου.«Όχι άλλα χάπια..» μουρμουρίζει.
Φιλάω το χέρι του.
«Εντάξει. Γύρνα σε μένα τώρα»Με κοιτάζει.
Βλέπω τα μάτια του.
Είναι ξανά δικά του.«Δε θέλω ν'αφήσω το χέρι σου ακόμα»
«Κράτα το, δικό σου είναι.»
«Λίγο ακόμα..»
«Όσο θες.»Θα κοιτάμε τον τοίχο.
Θα ανασαίνουμε.
Θα περάσει κι αυτό.Δεν θα 'ναι μια εύκολη μέρα.
Πονάει πολύ.
Παντού.