Κεφάλαιο 4

184 38 67
                                    

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.


Αίματα.

Στο χιόνι, στο λευκό φουστάνι μου.

Σ' όλο τον χώρο κατά μήκος της καλύβας του παππού.

Ακολούθησα διστακτικά την κηλίδα του φρέσκου αίματος που απορροφούσε το χιόνι.

Με δυσκολία κινήθηκα ως την εξώπορτα της καλύβας.

Από μέσα ακούγονταν φωνές, σαν ουρλιαχτά. Σίγουρα θα ήταν κανένα ζώο.

Έκανα να φύγω, μα η περιέργεια με κέρδισε.

Κόλλησα το αυτί μου στο παγωμένο ξύλο.

Τρεις αντρικές φωνές.

Τρεις αγαπημένες φωνές.

Κ' ύστερα μια τέταρτη.

Τόσο άγνωστη, μα τόσο οικία.

Δίχως να καθυστερήσω άλλο, άνοιξα με γδούπο την χαλασμένη πόρτα.

Μα αμέσως το μετάνιωσα.

Στο βάθος κείτονταν νεκροί τρεις άνδρες.

Τρεις αγαπημένοι άντρες.

Και πάνω τους ένας άλλος.

Το πρόσωπό του δεν φαινόταν.

Άρχισε να γελάει.

Σαν να είχε χάσει τα λογικά του, σαν να είχε δραπετεύσει από κάποιο άσυλο.

«Ποιος είσαι;», ψιθύρισα.

Στο άκουσμα της φωνής μου σταμάτησε.

Και τότε γύρισε προς το μέρος μου.

Με τρόμο πετάχτηκα από το κρεβάτι, προσπαθώντας να σταθεροποιήσω την γρήγορη αναπνοή μου. Δίπλα μου καθόταν η Ζωή, άγρυπνη φύλακας άγγελός μου. Αφού έστρωσε τα ανακατεμένα μου μαλλιά και ερεύνησε το πρόσωπό μου για τυχόν εξανθήματα, μου έδωσε το θερμόμετρο.

«Ήταν πάλι εκείνο το όνειρο;», μουρμούρισε, καθώς έβγαλε απ' την λεκάνη μια πετσέτα μουσκεμένη με παγωμένο νερό.

Γράμμα από το ΜέτωποWhere stories live. Discover now