Αίματα.
Στο χιόνι, στο λευκό φουστάνι μου.
Σ' όλο τον χώρο κατά μήκος της καλύβας του παππού.
Ακολούθησα διστακτικά την κηλίδα του φρέσκου αίματος που απορροφούσε το χιόνι.
Με δυσκολία κινήθηκα ως την εξώπορτα της καλύβας.
Από μέσα ακούγονταν φωνές, σαν ουρλιαχτά. Σίγουρα θα ήταν κανένα ζώο.
Έκανα να φύγω, μα η περιέργεια με κέρδισε.
Κόλλησα το αυτί μου στο παγωμένο ξύλο.
Τρεις αντρικές φωνές.
Τρεις αγαπημένες φωνές.
Κ' ύστερα μια τέταρτη.
Τόσο άγνωστη, μα τόσο οικία.
Δίχως να καθυστερήσω άλλο, άνοιξα με γδούπο την χαλασμένη πόρτα.
Μα αμέσως το μετάνιωσα.
Στο βάθος κείτονταν νεκροί τρεις άνδρες.
Τρεις αγαπημένοι άντρες.
Και πάνω τους ένας άλλος.
Το πρόσωπό του δεν φαινόταν.
Άρχισε να γελάει.
Σαν να είχε χάσει τα λογικά του, σαν να είχε δραπετεύσει από κάποιο άσυλο.
«Ποιος είσαι;», ψιθύρισα.
Στο άκουσμα της φωνής μου σταμάτησε.
Και τότε γύρισε προς το μέρος μου.
Με τρόμο πετάχτηκα από το κρεβάτι, προσπαθώντας να σταθεροποιήσω την γρήγορη αναπνοή μου. Δίπλα μου καθόταν η Ζωή, άγρυπνη φύλακας άγγελός μου. Αφού έστρωσε τα ανακατεμένα μου μαλλιά και ερεύνησε το πρόσωπό μου για τυχόν εξανθήματα, μου έδωσε το θερμόμετρο.
«Ήταν πάλι εκείνο το όνειρο;», μουρμούρισε, καθώς έβγαλε απ' την λεκάνη μια πετσέτα μουσκεμένη με παγωμένο νερό.
YOU ARE READING
Γράμμα από το Μέτωπο
Historical FictionΕλλάδα 1940 Σε μια εποχή που ο πόλεμος και οι πείνα μαστίζουν ολόκληρη την υφήλιο, ένας έρωτας γεννιέται ανάμεσα σε ένα διακεκριμένο στρατιωτικό, τον Αντρέα και μια εύπορη νεαρή, την Τατιάνα. Μια σχέση συγκρατημένη αναπτύσσεται ανάμεσά τους, πασχί...