Κεφάλαιο 18

471 48 0
                                    

Δεν πίστευε αυτά που του είχε πει την προηγούμενη μέρα η Αλεξάνδρα... Άκου να μπει στην νύχτα; Τι ήξερε εκείνη από την νύχτα; Ένα παιδί ήταν... Ένα παιδί δεκαοκτώ χρονων... Το προσπέρασε γρήγορα ελπίζοντας ότι θα της περάσει... Αλλά έκανε λάθος.
Είχε πάει στο σπίτι της το επόμενο πρωί όπως είχαν κανονίσει... Πήγε από την κουζίνα όπως έκανε και ο Αγγελος όταν έβγαινε από το σπίτι.... Η Αλεξάνδρα τον περίμενε εκεί καθισμένη σε μια καρέκλα...
«Καλημέρα»
«Καλώς τον» του είπε και σηκώθηκε.
«Τι πρέπει να κάνω;»
«Τίποτα δύσκολο... ξανά βγαίνεις... χτυπάς κανονικά την πόρτα... θα ανοίξει η Ποπη... η Ξένια είναι στο σαλόνι... θα με ζητήσεις... και από εκεί και πέρα κανεις ότι θεωρείς απαραίτητο» του είπε στα γρήγορα και εκείνος με ένα βλέμμα απογοήτευσης ...βγήκε έξω και πήγε να χτυπήσει την κανονική πόρτα όσο εκείνη ανέβαινε στο δωμάτιο της.
Χτύπησε την πόρτα και όπως είχε πει η Σάντρα του άνοιξε η Ποπη.. Σάντρα; Πρώτη φορά κατάφερνε να να σκεφτεί και να πει ότι ήταν η Σάντρα και όχι η Αλεξάνδρα... Τώρα αν αυτό ήταν καλό δεν ήξερε.
«Καλημέρα» είπε στην Ποπη..
«Καλημέρα» του είπε με ένα χαμόγελο.
Ήξερε ποιος ήταν... τον είχε ξανά δει σε αυτό το σπίτι... δεν της έκανε εντύπωση που ήταν εδώ... μετά τον θάνατο του Αγγελου αυτός ο νεαρός και η Αλεξάνδρα είχαν δεθεί πολύ... Της φάνηκε λογικό που ήρθε να την δει.
«Ψάχνω την Αλεξάνδρα» της είπε.
«Τι συμβαίνει Ποπη; Ποιος είναι;» Ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της Ξένιας
"Τώρα ξεκινάει το μαρτύριο" σκέφτηκε ο Φίλιππος.
«Καλημέρα σας κυρία Καρμάνου» της είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε.
«Φίλιππε... ποσό χαίρομαι που σε βλέπω» του είπε και τότε σκέφτηκε τα λόγια της Σάντρας...
"Δεν θα είναι δύσκολο να την ρίξεις... ο πατέρας μου γερνάει... ποια γυναίκα θα αντιστεκόταν σε έναν όμορφο άντρα" η κάτι παρόμοιο.. η ουσία ήταν το θέμα... Ότι είχε δίκιο... Όπως πάντα.
«Ήρθα για την Αλεξάνδρα» της είπα και είδε την απογοήτευση στο βλέμμα της.
«Πήγαινε Ποπη να την φωνάξεις» της είπε και εκείνη βιάστηκε να υπακούσει την κυρία της.
«Έλα να καθίσουμε» του είπε και την ακολούθησε.
Δεν μιλούσε για αρκετή ώρα... δεν ήξερε τι να πει... πρώτη φορά θα πρέπει να ήταν δίπλα σε γυναίκα και να μην ήξερε τι να πει..
Όμως ούτε και η Ξένια έλεγε τίποτα... Σίγουρα ο όμορφος νεαρός δεν της πέρασε καθόλου αδιάφορος από την πρώτη στιγμή που τον είδε αλλά και εκείνη δεν ήξερε τι να πει η τι να κάνει... Μετά από λίγο εξαφανίστηκε και η Αλεξάνδρα φανερά ενοχλημένη που τους είδε απλά να κοιτάζουν ο καθένας σε διαφορετική κατεύθυνση χωρις να λένε τίποτα.
«Φίλιππε.. πως και από εδώ;» Τον ρώτησε τόσο πείστηκα που πράγματι φάνηκε ότι δεν ήξερε για την παρουσία του σε αυτό το σπίτι.
«Ήθελα να σου μιλήσω» της είπε εκείνος και σηκώθηκε.
«Έλα πάμε πάνω» του είπε και έφυγαν ανεβαίνοντας τις σκάλες.
Μπήκαν στο δωμάτιο της Αλεξάνδρας και εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω της κοιτώντας τον με άγριο βλέμμα.
«Τι με κοιτάς;»
«Για αυτό σε έφερα εδώ; Για να την κοιτάς;»
«Δεν μπορώ να το κάνω... δεν μου βγαίνει... πρώτη φορά βρέθηκα δίπλα σε γυναίκα και δεν ήξερα τι να κάνω»
«Σαν πρωτάρης κανεις»
«Όχι και πρωτάρης»
«Τι θες να σου πω;»
«Μήπως να με απαλλάξεις από όλο αυτό;»
«Αποικείται... μην σου πω ότι πρέπει να κανεις κάτι το συντομότερο... δεν έχουμε χρόνο»
Ο πατέρας της είχε κλείσει ραντεβού σε τέσσερις μέρες με τον δικηγόρο του... πιθανότατα να θέλει να αλλάξει την διαθήκη του τώρα που διαγνώσθηκε το θέμα με την καρδιά του και να θέλει να συμπεριλάβει και την Ξένια μέσα σε αυτή... Δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό. Έπρεπε να γίνει η δουλειά όσο πιο σύντομα γινόταν... Δεν θα άφηνε σε καμία περίπτωση αυτή την γυναίκα να βάλει το χέρι της στην περιουσία της.
Ξανά είπε στον Φίλιππο αυτά που έπρεπε να κάνει και δυο ώρες μετά η Ξένια τον είδε να κατεβαίνει τις σκάλες
Ήταν ακόμα στο σαλόνι και διάβαζε ένα περιοδικό μιας και δεν είχε κάτι καλύτερο να κανει.
«Φεύγεις Φίλιππε;» Τον ρώτησε γλυκά και προκλητικά.
Έπρεπε να κάνει κάτι... του την έπεφτε ξεκάθαρα... δεν έπρεπε να χάσει την ευκαιρία.
«Ναι έχω κάτι δουλειές... αλλά θα ξανά έρθω... σύντομα» είπε και της φίλησε απαλά το χέρι... και αφού της χαμογέλασε πλατιά έφυγε χωρις να πει τίποτα άλλο.
Βγήκε από το σπίτι και αφού απομακρύνθηκε αρκετά από το σπίτι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είπε «Πως έμπλεξες με την τρελή; Να δω τι άλλο θα κάνω για εσένα;»
Συνέχισε τον δρόμο για το σπίτι του... ήταν σίγουρος ότι θα έκανε πολλά ακόμα... Το είχε υποσχεθεί. Στον Άγγελο... στην φιλία τους... Την μέρα που πέθανε έδωσε μια υπόσχεση στον Άγγελο αλλά και στον εαυτό του... Ότι θα ήταν πάντα κοντά στην Αλεξάνδρα και θα την προστάτευε με κάθε τίμημα.. και αυτό θα έκανε... Θα ήταν πάντα δίπλα της... ακόμα και αν χρειαζόταν να κάνει τα πιο τρέλα πράγματα που μπορούσε να φανταστεί για να την προστατέψει.....

Και Το Όνομα Αυτής: Αλεξάνδρα Место, где живут истории. Откройте их для себя