Κεφάλαιο 11

510 48 8
                                    

«Που πάμε ρε Άγγελε;»
«Θα δεις»
Σταμάτησαν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο στο τέλος του κήπου.
«Πρέπει να έρθουμε στην άλλη άκρη του κήπου για να μιλήσουμε;»
«Ποιος σου είπε ότι θα μιλήσουμε;» Της είπε και την φίλησε... Για πρώτη φορά.
Ούτε και εκείνος ήξερε πως είχε κρατηθεί τόσο καιρό και δεν το είχε κάνει αυτό νωρίτερα. Του άρεσε όμως... και σε εκείνη άρεσε... Την είχε ερωτευτεί...
«Αυτό έπρεπε να το είχα κάνει πριν πολύ καιρό»
«Έπρεπε» του είπε εκείνη ενώ ακόμα είχε την γεύση των χειλιών του πάνω στα δικά της χείλη.
«Σ αγαπάω» της είπε και αυτή την φορά ήταν απόλυτα σίγουρος για αυτό που έλεγε και δεν το έπαιρνε πίσω.
«Και εγώ που νόμιζα ότι δεν θα το έλεγες ποτέ»
«Σ αγαπάω πριγκιπέσσα» της είπε ξανά και υην φίλησε ξανά..
Η Αλεξάνδρα το μόνο που σκεφτόταν εκείνη την στιγμή ήταν ότι δεν ήθελε να φύγει ποτε από την αγκαλιά του.

Κανεις από τους δυο δεν είχε καταλάβει την παρουσία της Ξένιας λίγο πιο περα η οποία τους παρακολουθούσε μέρες τώρα γιατί είχε καταλάβει το ειδύλλιο μεταξύ των δυο νέων και αυτό θα ήταν ένα πολύ ισχυρό χαρτί για να ξεκινήσει τα σχέδια της.
Δεν κάθησε να δει τίποτε άλλο... είχε καταλάβει τον έρωτα των δυο νέων.. Αυτό που την απασχολούσε τώρα ήταν να το μάθει και ο Χρήστος... Ο Χρήστος δεν θα δεχόταν ποτε η μοναχοκόρη του να έχει σχέση με ένα άτομο τέτοιου επιπέδου και η Ξενια θα χτυπούσε ακριβώς εκεί που πονούσε. Μπήκε μέσα στο σπίτι αλλά δεν τον βρήκε στην βεράντα όπως συνήθως... Κάθε πρωί ήταν εκεί πίνοντας τον καφέ και και διάβαζε τα νέα από τις εφημερίδες. Όμως τώρα δεν ήταν.... αποφάσισε να τον ψάξει στην βιβλιοθήκη... Ήξερε ότι δεν ήθελε κανεις να τον ενοχλεί όταν ήταν στον δικό του χώρο αλλά έπρεπε να τον δει και να του πει τα νέα τώρα... Όλο αυτό δεν μπορούσε να περιμένει. Η πόρτα της βιβλιοθήκης ήταν κλειστή όπως πάντα... ήταν δεν ήταν μέσα ο Χρήστος η βιβλιοθήκη ήταν πάντα κλειστή... Πήγε όμως αποφασισμένη και χτύπησε την πόρτα για να δει αν ήταν μέσα.
«Ποιος είναι;»
Η φωνή του ακούστηκε θυμωμένη αλλά η Ξενια δεν υποχώρησε. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην βιβλιοθήκη.
«Ξένια σου έχω πει πολλές φορές ότι εδώ δεν θα με ενοχλείς» της είπε θυμωμένος και τα μάτια του πετούσαν σπίθες.
«Μα αγάπη μου... πιστεύεις ότι θα σε ενοχλούσα αν δεν ήταν κάτι σημαντικό;» Τον ρώτησε παίρνοντας το αθώο της ύφος.
«Τι είναι τόσο σημαντικό και δεν μπορεί να περιμένει»
«Να δεν ξέρω πως να στο πω... το σκέφτηκα πολύ πριν έρθω εδώ.. ξέρεις δεν είναι και εύκολο» πήρε ένα ύφος τρόμου το οποίο τον έψησε για τα καλά.
«Τι συμβαίνει αγάπη μου;» Της είπε και πετάχτηκε τρομαγμένος από την καρέκλα του και πήγε κοντά της.
«Έλα κάθησε και πες μου» της είπε και κάθησε μαζί του.
«Ξέρεις ποσό πολύ αγαπώ την Αλεξάνδρα.....» ξεκίνησε να του λέει.
«Μα φυσικά... σαν παιδί σου την έχεις από την ώρα που ήρθες... αλλά αν στεναχωριέσαι για την συμπεριφορά της θα το κανονίσω τώρα αμέσως» είπε και σηκώθηκε θυμωμένος από τον καναπέ...
«Όχι αγάπη μου δεν θέλω να καταλήξω εκεί... με πειράζει βέβαια που μου φέρεται έτσι η Αλεξάνδρα.... είναι δύσκολο παιδί... έχασε και μικρή την μητέρα της το καταλαβαίνω αλλά δεν είναι αυτό που θέλω να σου πω.» Είπε και έφερε αμέσως την θλίψη στα μάτια της.
Ο Χρήστος άμεσης μαλάκωσε και κάθησε ξανά κοντά της και την πήρε στην αγκαλιά του.
«Τότε πες μου τι συμβαίνει»
«Να... η μικρή... και ο γιος της μαγείρισσα......»
«Τι τρέχει με την κόρη μου και αυτόν;»
«Η Αλεξάνδρα είναι ερωτευμένη με αυτό το αγόρι.... τους είδα να φιλιούνται πριν»
Ο θυμός του Χρήστου έγινε ακόμα μεγαλύτερος τώρα... η κόρη του! Η δίκη του κόρη με τον γιο μιας μαγείρισσας... όχι αυτό δεν μπορούσε να το δεχτεί.
«Φέρε μου εδώ την Αλεξάνδρα» είπε σκληρά.
«Τι θα κανεις; Εντάξει νέα είναι ερωτεύτηκε»
«Φέρε μου εδώ την κόρη μου» διέταξε και εκείνη έφυγε έντρομη.
Ήταν απίστευτο αυτό που έκανε αυτός ο άνθρωπος...Από εκεί που ήταν γλυκός και τρυφερός ξαφνικά έγινε άγριος σκληρός... άψυχος... Μα πως μπόρει ένας άνθρωπος να έχει δυο τελείως διαφορετικά πρόσωπα;
Κατέβαινε τις σκάλες για να βρει την Αλεξάνδρα όταν την είδε να βγαίνει από υην κουζίνα κρατώντας ένα λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι της.
«Σε θέλει ο πατέρας σου» της είπε μόνο και εκείνη την κοίταξε με ένα άγριο βλέμμα.
Αδιαφόρησε και ανέβηκε τις σκάλες. Πήγε όμως στο δωμάτιο της πρώτα... άφησε το λουλούδι της στο βάζο που είχε και τα υπόλοιπα πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε στον πατέρα της. Δεν την φώναζε ποτε... θα πρέπει να ήταν κάτι παρα πολύ σημαντικό για να την φωνάξει καο ειδικά στην βιβλιοθήκη... Έπρεπε να είναι προετοιμασμένη.
Χτύπησε την πόρτα και μόλις άκουσε την φωνή του πατέρα της να λέει το γνωστό «περάστε» μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
«Με ζήτησες;»
«Κάθισε» της είπε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε... δεν έπεσε να καταλάβει η Αλεξάνδρα ότι εκείνος ήξερε.
«Σε ακούω» του είπε ψυχρά.
«Πήρα μα απόφαση»
«Και εγω τι σχέση έχω; Έχεις πάψει να μου δίνεις σημασία από τότε που πέθανε η.... "μαμα"» είπε τονίζοντας την ειρωνία της στην τελευταία λέξη.
«Δεν σου επιτρέπω»
«Δεν με νοιάζει.... η αλήθεια πάντα είναι σκληρή και πονάει πολύ... πολύ περισσότερο από το ψέμα»
Η Αλεξάνδρα όταν ήταν μαζί του έβγαζε και εκείνη τον άλλο της εαυτό.. τον σκληρό... τον άψυχο... Όσο και αν έθαβε βαθιά μέσα της αυτό το πρόσωπο δεν μπορούσε να το κρύψει.. αυτή ήταν... Δεν θα άλλαζε τώρα.
«Σκασμός... αναιδέστατη... Άκουσε με καλά... Σε δυο μέρες φεύγεις... θα πας εσώκλειστη σε ένα σχολείο της Αμερικής γιατί με τους καθηγητές εδώ δεν βλέπω πρόοδο και η κουβέντα λήγει εδώ»

Και Το Όνομα Αυτής: Αλεξάνδρα Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin