Κεφάλαιο 20

471 49 6
                                    

«Φίλιππε» του είπε επίμονα.
«Όχι Σάντρα... στο είπα πολλές φορές»
«Είναι διαταγή... δεν μπορείς να αρνηθείς» του είπε απειλητικά.
«Πήρες την εκδίκηση σου Σάντρα... τι άλλο θέλεις; Γιατί να το κανεις αυτό στον εαυτό σου; Δεν είσαι για αυτά»
«Ποιος το λέει;»
«Σάντρα σύνελθε... δεν θα σε πάω εκεί... εξάλλου και εγώ τελείωσα με αυτά»
«Πηγαίνεις όμως» του είπα και γύρισε να την κοιτάξεις.
«Πως;; Με παρακολουθείς;» Της είπε θυμωμένα.
«Όχι ακριβώς... αλλά πρέπει να ξέρεις ότι δεν θα μου ξανά πεις ψέματα»
«Ωραία λοιπόν... να σε πάω... να δω τι θα καταλάβεις... ένα κορίτσι δεκαεπτά χρονων είσαι.. τι μπορεί να ξέρεις και να καταλάβεις από την νύχτα»
«Πιο πολλά από όσα φαντάζεσαι»
«Θα περάσω να σε πάρω το βράδυ» της είπε και έφυγε...
Τι θα έκανε μαζί της; Όσο και αν ήθελε να λέει στον εαυτό του και σε εκείνη ότι όλα αυτά τα έκανε από αντίδραση κάθε μέρα που περνούσε τρύπωνε όλο και πιο βαθιά μέσα σου η ιδέα πως όντως τα εννοούσε... Και αν όντως τα εννοούσε σίγουρα όλο αυτό δεν θα είχε καλή κατάληξη...
Το βράδυ την πήγε εκεί που της υποσχέθηκε και για κακή του τύχη η νεαρή κοπέλα έδειχνε πολύ εντυπωσιασμένη... μα πως; Ήταν μόνο δεκαεπτά; Τι της άρεσε; Μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο την άφησε να εργαστεί σε ένα από τα παράνομα μαγαζιά που είχε ένας γνωστός του... Δεν το ήθελε... ναρκωτικά τσιγάρα και χαρτιά... Αυτά ήταν τα μαγαζιά του.... Η Σάντρα δεν έδειχνε να ενοχλείται κάνοντας την σερβιτόρα και ακούγοντας προκλητικά κομπλιμέντα από τους άντρες που σύχναζαν εκεί συχνά...
Αυτό ήταν η αιτία να τσακώνεται πολλές φορές με τον Φίλιππο αλλά πάντα γινόταν ότι ήθελε εκείνη...
Τι πλάσματα είναι όμως οι γυναίκες; Αν τους μπει κάτι στο μυαλό δεν βγαίνει με τίποτα... και θα περνάει αυτό που εκείνες θέλουν...
«Σ αρέσει τώρα αυτό που κανεις;» Την ρώτησε μια μέρα...
«Ξεφεύγω από την βαρετή μου πραγματικότητα.... ξεχνιέμαι»
«Ωραίο τρόπο βρίσκεις να ξεχνιέσαι»
«Τι πρόβλημα έχεις Φίλιππε; Σε ενοχλώ;»
«Όχι... άλλον θα ενοχλείς... και με παίρνεις και εμένα στον λαιμό σου»
«Τι λες;»
«Τι λέω; Ξέρεις που ήταν ο Αγγελος λίγες ώρες πριν πεθάνει;»
«Σου είπα να μην ξανά πεις αυτό το όνομα... δεν υπάρχει πια για εμένα»
«Ξέρεις που ήταν;»
«Στο σπίτι σου υποθέτω... έτσι είπε τουλάχιστον»
«Τι έκανε εκεί; Ξέρεις;»
«Που να ξέρω; Εκεί ήμουν;»
«Ήξερε... Σάντρα... ήξερε ότι κάτι θα γινόταν... ήξερε ότι ο πατέρας σου είχε μάθει τα πάντα»
Για λίγο έπεσε σιωπή.
«Πως;»
«Η μητριά σου φρόντισε να τον ενημερώσει... του είχε πει ότι ο Χρήστος τα ήξερε όλα και ότι δεν θα επέτρεπε ποτε την σχέση τους.... για αυτό ήρθε σε εμένα»
«Για συμπαράσταση;»
«Για να μου πει πως αν ποτε του συμβεί κάτι πάντα να είμαι δίπλα σου και να σε προσέχω.... του έδωσα τον λόγο μου.... Τον λόγο της τιμής μου.... και δεν με αφήνεις ούτε αυτό να έχω από εκείνον... ήταν το τελευταίο πράγμα που μου ζήτησε και με αυτά που κανεις εγώ δεν μπορώ να τηρήσω τον λόγο μου»
«Ας μην τον έδινες...θα συνεχίσω και χωρις εσένα... ξεχνα τον Άγγελο Φίλιππε .... πέθανε... η Αλεξάνδρα πέθανε... τώρα έχεις μπροστά σου την Σάντρα... αν δεν σου αρέσει δεν σε κρατάει τίποτα κοντά μου... είσαι ελεύθερος να φύγεις»
«Πολύ καλά λοιπόν» της είπε και της γύρισε την πλάτη.
Έφυγε και δεν κοίταξε πίσω του... Έτσι και αλλιώς ότι και να έλεγε δεν είχε αποτέλεσμα... δεν άκουγε... Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο... για αυτό έφυγε... την άφησε.... και το μετάνιωσε....

Μια έβδομα αργότερα βρέθηκε ξανά μπροστά της...
«Συλλυπητήρια» της είπε και εκείνη έδωσε ένα άψυχο χαμόγελο...
Η γιαγιά της είχε πεθάνει το προηγούμενο βράδυ... Στεναχωρήθηκε πολύ αλλά δεν το έδειξε... Μόνο εκείνη νοιάστηκε... και τώρα έχασε το μοναδικό άτομο που νοιαζόταν για εκείνη.... Ήταν πια ελεύθερη να κάνει τα δικά της βήματα....
Την επόμενη μέρα ο Φίλιππος ήταν ξανά στο πατρικό της..
«Δεν περίμενα να σε ξανά δω» του είπε.
«Ήθελα να έρθω... να σε δω... πως είσαι;»
«Όπως με άφησες»
«Τι κανεις;»
«Πακεταρω αυτά που θέλω να πάρω μαζί μου... πούλησα την έπαυλη... από αύριο δεν θα ανήκει στους Καρμάνους»
«Γιατί;»
«Καινούργια ζωή σωστά; Δεν θέλω τίποτα να μου θυμίζει την παλιά... θα βρω ένα άλλο σπίτι πιο μικρό... θα είναι δικό μου»
«Μπορώ να σε βοηθήσω αν θες»
«Εσυ δεν με άφησες μια εβδομάδα πριν;»
«Με βαριά καρδιά... δεν ήθελα... αλλά δεν μπορούσα να σε βλέπω έτσι»
«Καλά θα κανεις να με συνηθίσεις»
«Όσο και να θέλω δεν μπορώ να σε αφήσω... για αυτό πες μου τι πρέπει να κάνω»
«Να μην προσπαθείς να με αλλάξεις... και να βοηθήσεις με τις κούτες»
Μετέφεραν τις κούτες στο αυτοκίνητο και μετά παρέδωσε τα κλειδιά της έπαυλης σην Ποπη ώστε να τα παραδώσει αύριο στους νέους ιδιοκτήτες...
«Που θα Μείνεις τώρα;»
«Σε ένα ξενοδοχείο... μέχρι να δω τι θα κάνω με το σπίτι»
«Ούτε να το σκέφτεσαι.... σπίτι μου» της είπε και πήρε τα κλειδιά από τα χέρια της...
«Δεν είσαι σε θέση να μου δίνεις διαταγές»
«Μια σου και μια μου... εγώ δεν θα προσπαθήσω να σε αλλάξω και εσυ θα μείνεις μαζί μου για όσο χρειαστεί»
«Οκ σύμφωνοι... αλλά εγώ οδηγώ»
«Αυτό δεν είναι μέσα στην συμφωνία» της είπε και κάθισε στην θέση του οδηγού....
Προσπάθησε... δεν τα κατάφερε... δεν μπορούσε να την αφήσει μόνη... Ένιωθε ότι είχε υποχρέωση απέναντι της... απέναντι στον Άγγελο ... έπρεπε να την προστατεύσει.... Ακόμα και αν έπρεπε να δεχτεί ότι και αν έκανε.... θα το έκανε... με κάθε τίμημα.... θα ήταν μαζί της... Ακόμα και μέχρι την κόλαση

Και Το Όνομα Αυτής: Αλεξάνδρα Donde viven las historias. Descúbrelo ahora