|•Πρόλογος•|

351 37 129
                                    

Ένα ποτάμι, ένα σκοτεινό δάσος και ένα κορίτσι μόνο του να αναρωτιέται πως έφτασε εδώ και το πως βγαίνει. Δεν μπορούσε να κινηθεί, τα άκρα τις είχαν μουδιάσει, το σώμα της δεν υπακούει στις εντολές της κυρίας του.
Μια αχτίδα ρίχνει λίγο από το φως της παρουσιάζοντας ένα κτήριο, όχι όμως συνηθισμένο. Το χρώμα του είναι λευκό και φτιαγμένο εξολοκλήρου από μάρμαρο, ενώ οι κολόνες του είναι φαρδιές και λιτές. Η σκεπή είναι τριγωνική και στο κέντρο της αναπαριστά μια πολεμική σύγκρουση. Το κορίτσι δεν μπορούσε να δει καθαρά τα πρόσωπα μα μπορούσε να αναγνωρίσει πως το ένα από τα όντα στην μαρμάρινη τοιχογραφία είχε φτερά, ενώ το άλλο έμοιαζε αλλόκοτο σαν δαίμονα.

Από το παράξενο κτήριο μια σκιά ξεπροβάλλει. Το κορίτσι γονατίζει, το δάσος την τραβάει προς τα κάτω. Μια οικεία αίσθηση περιβάλλει το κορμί της και απεγνωσμένα περιμένει να δει το πρόσωπο του αγνώστου ιδιοκτήτη. Την θέση της σκιάς παίρνει ένα σώμα, όμως τα χαρακτηριστικά του δεν φαίνονται. Στις κολόνες του ναού σχηματίζεται ένα σύμβολο, δύο βελάκια το ένα δίπλα στο άλλο δείχνοντας προς αντίθετες κατευθύνσεις και χιλιάδες λαμπερά μάτια την κοιτούσαν απειλειτικά μέσα από τις σκοτεινές πτέρυγες του ναού.

Παρόλο που όλα έμοιαζαν εχθρικά, εκείνη δεν ένιωσε ούτε στιγμή φόβο. Αυτή η παρουσία της ανδρικής φιγούρας μπροστά της την εμπόδιζε να αισθανθεί το οτιδήποτε. Ξεκίνησε να την πλησιάζει αργά και σταθερά αλλά το πρόσωπο του ήταν ακόμα θολό. Όσο και να προσπάθησε να το διακρίνει δεν μπορούσε να δει τίποτα.

My secret identity Where stories live. Discover now