~ 2 ώρες νωρίτερα ~
Η Ντέπη είχε φύγει εδώ και ώρα. Όσο και να την παρακαλούσε να μείνει για μεσημεριανό μαζί της, εκείνη επέμενε πως είχε δουλειές να τακτοποιήσει. Μπορεί να αναρωτήθηκε τι είδους δουλειές τακτοποιούνται την Κυριακή , αλλά δεν ήταν αδιάκριτη για να ρωτήσει. Εξάλλου μπορεί να ήταν προσωπικό.
Έτσι έμεινε πάλι μόνη της. Η αίσθηση της μοναξιάς ωστόσο δεν την πείραζε πλέον. Γιατί κάτι μέσα της της έλεγε πως ήταν παροδική. Χαμογέλασε σε αυτή τη σκέψη. Πως ηταν δυνατόν να νιώθει τόσο ευδιάθετη και αισιόδοξη, όταν η λογική έλεγε το άκρως αντίθετο; Όταν είχε πάρει τη σημαντικότερη απόφαση στη ζωή της;
Θα έβρισκε τον Γιώργο. Θα τον έπιανε και θα τον ακολουθούσε οπου και αν πήγαινε. Θα ηταν πάντα μαζί του, μέχρι να την βαρεθεί, και αν αυτό δεν γινόταν ποτέ, θα ηταν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα σε όλον τον πλανήτη. Είχε διαλέξει εκείνον. Μόνο εκείνον.
Έπιασε τον εαυτό της να χορεύει, ενω παράλληλα τραγουδούσε ένα χαρούμενο σκοπό. Ένιωθε σαν δεκαπεντάχρονο κοριτσόπουλο. "Τελείως ανάρμοστο για μια γυναίκα 25 χρονών". Γέλασε, ανέμελα όταν κατάλαβε πως το είχε πει δυνατά.
Θα πήγαινε τώρα να τον βρει. Τώρα που η απόφαση ηταν ζεστή. Το είχε αποφασίσει! Έτρεξε να βρει το κινητό και αμέσως κάλεσε τον αριθμό του. Δυστυχώς όμως ήταν κατελλημενος. Έκλεισε το τηλέφωνο απογοητευμένη και έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι.
Ξαφνικα το τηλέφωνο δονήθηκε δίπλα της. Από την λαχτάρα της να το σηκώσει, το έριξε καταλάθος στο πάτωμα. Η πτώση συνοδεύτηκε με ένα δυνατό θόρυβο και εκείνη έκλεισε τα μάτια της σφιχτά δαγκώνοντας τα χείλη της. Οτάν άκουσε τον ήχο κλήσης της να συνεχίζεται, έσπευσε να το σηκώσει.
" Παρακαλώ " είπε ευδιάθετα.
" Αγάπη μου..."
Το χαμόγελο έσβησε με μιας από τα χείλη της, όταν άκουσε την φωνή του Λεωνίδα. Αυτό που την τρόμαξε περισσότερο όμως ήταν ο λιγμός που του ξέφυγε πρωτού εκείνη απαντήσει.
" Λεωνίδα τι εγίνε; Είσαι καλά; Πες μου ότι δεν συνέβει τίποτα " ρώτησε με την αγωνία μέσα της να κλιμακώνεται συνεχώς.
" Η μάνα μου... Έφυγε...".
*~*~*~*~*~*
" Θέλω να μιλήσουμε " είπε και η φωνή της δεν φανέρωνε τίποτε το καλό.
Εκείνος έσφιξε τα δόντια και ίσιωσε την πλάτη του. Από την στάση της είχε καταλάβει πως δεν είχε έρθει για καλό. Το γεγονός ότι του είχε ακόμα γυρισμένη την πλάτη, τον προβλημάτιζε ακόμα περισσότερο και το μόνο που αναρωτιόταν ήταν τι μπορεί να είχε γίνει.