" Καλά Χριστούγεννα κύριε Γιάννη!"
" Έλλη μου! Καλά Χριστούγεννα και σε εσένα κορίτσι μου! " απάντησε εκείνος φιλώντας την σταυρωτά.
" Καλά Χριστούγεννα μπαμπά ". Ήταν η σειρά του Λεωνίδα να ευχηθεί.
" Γιε μου! " του απάντησε σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά του " καλά Χριστούγεννα παιδί μου ".
Η Έλλη στεκόταν παραδίπλα συγκινημένη από την εικόνα πατέρα γιου. Η αλήθεια είναι πως είχε ζηλέψει από την αρχή την σχέση του Λεωνίδα με τους γονείς του. Μακάρι να έβγαζε και η δικής της σχέση με την μητέρα της τον ίδιο συναισθηματισμό.
" Σας φέραμε γλυκά! " είπε όταν οι δύο άντρες χαιρετήθηκαν.
" Μα, δεν ήταν ανάγκη! Δώστα μου να τα πάω στην κουζίνα. Μαίρη, ήρθαν τα παιδιά! " .
Η Μαίρη βγήκε φουριόζα από την κουζίνα. Φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο και μια κόκκινη φούστα μέχρι το γόνατο, ενώ μια ποδιά κάλυπτε τα ρούχα της. " Παιδιά μου! " έσκουξε και πέταξε την πετσέτα που κρατούσε.
" Καλά Χριστούγεννα μητέρα! "
" Επίσης παιδιά μου! " απάντησε εκείνη αγκαλιάζοντάς τους " Καθίστε, καθίστε, ήρθατε νωρίς σε λίγο θα φτάσουν και οι υπόλοιποι! ".
Η Έλλη δεν μπορούσε να αποφασίσει. Τι ήταν χειρότερο; το γεγονός ότι η μητέρας της θα γινόταν μητριά του μέλλοντα συζύγου της ή το ότι θα παντρευόταν τον σύντομα ετεροθαλή αδερφό της; Αλλά όχι. Η οικογένειά της ήταν υποτίθεται προοδευτική. Για αυτό η μητέρα της έλειπε βράδυ παρά βράδυ όταν ήταν ακόμα δημοτικό. Γι'αυτό περνούσε όλο της το καλοκαίρι στην Πάρο. Για να λένε πως είναι μοντέρνα οικογένεια...
" Δεν θες να σε βοηθήσω με την κουζίνα; "
" Είσαι τρελή; Δεν θα αγγίξεις τίποτα σήμερα " απάντησε εκείνη με μια αποτυχημένη απόπειρα χιούμορ " Καθίστε! Τι θέλετε να πιείτε; "
" Ουίσκι για μένα " είπε ο Λεωνίδας.
" Θα διαλέξω αργότερα εγώ " απάντησε εκείνη με τη σειρά της.
" Γιάννη! Βάλε ένα ουίσκι στον Λεωνίδα μας! " τσίριξε η Μαίρη.
Προβλέπεται μεγάλη βραδιά σκέφτηκε η Έλλη...
*~*~*~*~*~*
Είχε πάει μόλις δέκα και όλοι οι καλεσμένοι είχαν γεμίσει το μεγάλο σαλόνι. Οι συζητήσεις εξελίσσονταν ζωηρές και τα γέλια έδιναν μια ευχάριστη νότα στην ατμόσφαιρα. Τα έντονα χρώματα ξεπηδούσαν από κάθε γωνιά του χώρου. Φώναζαν γιορτές, ενώ η μυρωδιά του καμένου ξύλου σε συνδυασμό από το θεσπέσιο άρωμα που ανέβλυζε από την κουζίνα δεν σου άφηνε περιθώριο να μην χαμογελάσεις.