Το γυμνό κορμί του έκαιγε δίπλα στο δικό της. Τα δάχτυλά του άφηναν το δέρμα της μουδιασμένο στο σημείο που την άγγιζαν. Και αυτό το συναίσθημα ευτυχίας στο κάτω μέρος της κοιλιάς της, της υπενθύμιζε πως αυτό ήταν που ήθελε πάντα.
Άκουγε τις ανάσες του. Μέτραγε τους χτύπους της καρδιάς του. Κοίταζε το κοιμησμένο του πρόσωπο και έβρισκε την γαλήνη που αναζητούσε. Τίποτα δεν μπορούσε να τους χωρίσει. Κατάλαβε πως η αγάπη τους ξεπερνούσε κάθε συμβιβασμό. Ήθελε να είναι μαζί του και όλες οι δικαιολογίες της φαίνονταν φτηνές πλέον.
Τη στιγμή της κορύφωσης φώναξε το όνομά του με όλη της τη δύναμη. Ήθελε όντως να συνειδητοποιησει πως εκείνος ήταν εκεί μαζί της. Εκείνος την είχε γεμίσει με τόση ηδονή. Όταν ξάπλωσε δίπλα της, τον έσφιξε στην αγκαλιά της " Μη φύγεις " του ψιθύρισε. " Ποτέ " της απάντησε φιλώντας την. Ήξεραν και οι δύο πως μια νέα ζωή θα ξεκινούσε από αύριο. Αλλά δεν τους ένοιαζε. Γιατί θα τη ξεκινούσαν μαζί.
Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε το πρόσωπό του. Και η γαλήνη που συνάντησε έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει. " Σ ' αγαπώ" του ψιθύρισε και παραδόθηκε στην ευτυχία της.
*~*~*~*~*~*
Ξύπνησε με ένα χαμόγελο στα χείλη. Το φως του ήλιου έπαιζε με τα μάτια της και εκείνη πειραγμένη άλλαξε πλευρό. Όλο της το κορμί πονούσε και δεν της πήρε πολύ ώρα να θυμηθεί γιατί.
Τα μάτια της αυτή τη φορά άνοιξαν διάπλατα, ψάχνοντάς τον δίπλα της. Όταν δεν τον βρήκαν το σώμα της την ανάγκασε να ανασηκωθεί και να κοιτάξει αγχωμένη τριγύρω. Μόνο όταν εντόπισε το άσπρο του πουκάμισο η καρδιά της ηρέμησε.
Οι αισθήσεις της επανήλθαν στο φυσιολογικό και η μύτη της εντόπισε τη μυρωδιά φρέσκου καφέ. Σειρά είχε η κοιλιά της που κλωτσούσε από την πείνα. Σηκώθηκε όλο προθυμία, παρόλο τον πόνο που ένιωθε, ακολουθώντας τη γλυκιά μυρωδιά.
Διέσχισε τον διάδρομο αργά σαν να ήταν μαγεμένη. Προσπερνούσε παλιές φωτογραφίες που είχαν ξεμείνει από την μετακόμιση. Εκείνη παιδί με τον παππού της, εκείνη και η μητέρα της την Ανάσταση, η μητέρα της γύρω στα 20, εκείνη και ο Λεωνίδας πριν από ένα χρόνο. Ήτανε λες και ο διάδρομος αυτός αντιπροσώπευε τη ζωή που άφηνε πίσω της και εκείνη η ανοιχτή πόρτα στο τέλος του το μέλλον της.
Πόσα άλλαξαν μέσα σε έξι μήνες; Πώς τα έφερε έτσι η ζωή; Αν της έλεγε κανείς πως θα έβρισκε τον απόλυτο και ανεπανάληπτο έρωτα έξι χρόνια πριν τότε που νόμιζε πως είχε χάσει κάθε ελπίδα δεν θα τον πίστευε. Αλλά θα έκανε λάθος. Γιατί τον βρήκε. Ήταν εδώ μέσα σε αυτό το σπίτι μέσα σε αυτό το δωμάτιο στο τέλος του διάδρομου.