Το πρωί την βρήκε με μάτια κόκκινα, πρησμένα από την αϋπνία. Δεν μπόρεσε να ηρεμήσει όλο το βράδυ. Στριφογυρνώντας στο κρεβάτι τα λόγια του ηχούσαν ακόμα στα αυτιά της και η σκηνή επαναλαμβανόταν μπροστά στα μάτια της, σαν ζωντανός εφιάλτης.
Δεν περίμενε να της φερθεί τόσο χυδαία, ενώ εκείνη δεν του είχε δώσει κανένα δικαίωμα. Μπορεί να πάλευε με τον εαυτό της προκειμένου να μην ενδώσει στις επιθυμίες της, αλλά δεν του το είχε δείξει ποτέ, δεν τον είχε αφήσει να δει πόσο τον ήθελε.
Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως θα αντιμετώπιζε με θάρρος όποιο εμπόδιο και να συναντούσε. Αυτός όμως ήταν πέρα από τις δυνάμεις της. Έπρεπε να το βάλει στα πόδια, όσο ήταν νωρίς.
Και τα πράγματα θα χειροτέρευαν σύντομα με ένα μόνο τηλεφώνημα...
" Ναι "
" Καλημέρα και σε εσένα Έλλη ". Η Έλλη άνοιξε τα μάτια και τέθηκε σε επιφυλακή ακούγοντας την εκνευρισμένη φωνή της μητέρας της. Δεν την πήρε για καλό.
" Καλημέρα μαμά " είπε αλλάζοντας αμέσως στάση.
" Τι κάνεις όλες αυτές τις μέρες ; Τόσο απασχολημένη είσαι που δεν μπορείς να πάρεις ούτε ένα τηλέφωνο ; "
" Ναι, η αλήθεια είναι πως με τη διαθήκη είχα πολλά τρεχάματα "
" Ελπίζω και με την ανακαίνιση το ίδιο "
Πετάχτηκε από το κρεβάτι με τα μάτια γουρλωμένα. " Ποια ανακαίνιση ; "ρώτησε όλο αγωνία.
" Του Παρθενώνα ! Του αρχοντικού φυσικά ! Πότε περίμενες να μου το πεις ; "
" Ποιος στο είπε ; " είπε απότομα.
" Με πήρε τηλέφωνο ο κύριος Αρβανιτάκης ! Σιγά μη το μάθαινα ποτέ από εσένα ! " είπε η μάνα της με νεύρο.
" Και εκείνος που το έμαθε ; "
" Από τον δικηγόρο αυτού του Δομάζου ! Ξέρεις ότι θα το πήγαινε νομικά το θέμα επειδή δεν συναίνεσες σε κάτι τόσο απλό ; "
" Τι έκανε λέει ; ". Τώρα περπάταγε πάνω κάτω στο δωμάτιο νευρικά. Τι είχε στο μυαλό του;
" Αυτό που ακούς ! Να 'ναι καλά ο Δημοσθένης που με πήρε τηλέφωνο για να αποτρέψω αυτή τη καταστροφή ! " συνέχισε εκείνη υστερικά.
" Μαμά η ανακαίνιση δεν θα γίνει. Δεν υπάρχει κανένας εδώ για να επιβλέπει τις εργασίες ! " διαμαρτυρήθηκε η Έλλη έντονα. Φυσικά και ο Αρβανιτάκης θα τηλεφωνούσε στην μάνα της, αφού γνωρίζονταν από παλιά.