H

217 34 10
                                    

Έχει περάσει ένας μήνας περίπου από τότε που είδα τους υπόλοιπους. Οι γονείς τους βάλανε μπάρες και τους απαγόρευσαν να μου μιλάνε είτε πρόσωπο με πρόσωπο είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Στο σχολείο όλοι με αποφεύγουν, κάνω παρέα μόνο με τον Jeongin ο οποίος είναι ο μόνος που δεν τιμωρήθηκε. Η κυρία Jiae κατανοεί την κατάσταση μου και μου δίνει περισσότερες βάρδιες στο ανθοπωλείο για να μην κάθομαι μόνος μου στο σπίτι τα σαββατοκύριακα. Κάθε μέρα περνάει αργά και βασανιστικά. Νιώθω υπερβολικά μόνος. Μου λείπουν οι φίλοι μου. Ηρεμία δεν βρίσκω ούτε στο σπίτι καθώς η γιαγιά μου είναι ακόμα απογοητευμένη μαζί μου, κάθε βράδυ την ακούω που κλαίει στο υπνοδωμάτιο όταν ο παππούς δεν έχει γυρίσει από το καφενείο ακόμη. Για καλή μου τύχη ο παππούς δεν ξέρει τίποτα αλλά έχει καταλάβει την ένταση που επικρατεί στο σπίτι και ας είναι βουβή.

Μετά από εκείνη την νύχτα άρχισα να παίρνω τα χάπια. Όνειρα δεν βλέπω πια. Κοιμάμαι λίγες ώρες. Το πρωί ξυπνάω με πονοκέφαλο και συνεπώς κοιμάμαι με αυτόν. Έχω κλάψει τόσες φορές στο μπάνιο που έχω χάσει το μέτρημα. Όσο και αν θέλω να συνεχίσω, να διώξω το αίσθημα της μοναξιάς, του πόνου δεν μπορώ. Δεν έχω άλλα δάκρυα. Και τώρα εκεί βρίσκομαι, πάλι κλειδωμένος στο μπάνιο. Αυτό γίνεται κάθε βράδυ, έχει γίνει συνήθεια. Κάθομαι πάνω από τον νιπτήρα και προσπαθώ να βγάλω τον πόνο μου όσο πιο ήσυχα μπορώ. Η πόρτα χτυπάει και εγώ απαντάω με το ζόρι όπως έχω συνηθίσει άλλωστε.

"Γιαγιά φύγε, είμαι καλά."

"Δεν ακούγεσαι και τόσο καλά. Βγες έξω." λέει μια γνώριμη γέρικη ανδρική φωνή.

Η ανάσα μου κόβεται. Όλες αυτές τις μέρες ο παππούς μου δεν μου έχει μιλήσει. Τον αποφεύγω μαζί με την γιαγιά. Σηκώνομαι απότομα και στέκομαι μπροστά από την πόρτα. Στηρίζω όλο το βάρος μου σε αυτή, παίρνω μια βαθιά ανάσα και με ότι δύναμη μου έχει απομείνει απαντώ στο κάλεσμα του.

"Είμαι καλά."

"Μικρέ άνοιξε την πόρτα σε παρακαλώ."

Δίχως άλλη επιλογή ξεκλειδώνω και ανοίγω στον παππού μου. Το βλέμμα του γεμάτο πόνο, μαρτυρεί τις πιο βαθιές του σκέψεις. Ξαφνικά με παίρνει αγκαλιά. Στον ώμο μου τρέχουν δάκρυα που δεν ανήκουν σε εμένα. Παγώνω. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου πλέκω τα χέρια μου γύρω του, τον αγκαλιάζω όσο πιο σφιχτά μπορώ. Σε αυτά τα 19 χρόνια που ζω μια φορά τον έχω δει να κλαίει. Ήταν στην κηδεία των γονιών μου. Άρχισα να τρέμω, λες να έμαθε? Λες να κατάλαβε?

Καληνύχτα || H.H.J || ΟλοκληρωμένοWhere stories live. Discover now