Οι συγκυρίες τα έφεραν έτσι ώστε να καταφέρει η Όλια να κάνει ακριβώς αυτό που της είχε πει ο Λύσανδρος πριν την αφήσει στο σπίτι της. Αμέσως μόλις μπήκε της τηλεφώνησε ο Ορέστης για να την ενημερώσει πως θα αργούσε πολύ να τελειώσει τη δουλειά επειδή χρειαζόταν τη βοήθεια του ο ίδιος πάντα συνάδελφος. Η Όλια ήταν τόσο μουδιασμένη από το σοκ των αποκαλύψεων του Λύσανδρου που άκουσε σχεδόν τον εαυτό της να του απαντάει πως σκόπευε να ξαπλώσει νωρίς και πως θα ήταν προτιμότερο αφού ήταν έτσι τα πράγματα να πήγαινε στο σπίτι του ο Ορέστης αντί για το δικό της εκείνο το βράδυ. Πριν τον αποχαιρετίσει ωστόσο, τον ευχαρίστησε που είχε μπει στη ζωή της: «Είσαι ό,τι πιο αληθινό έχω γνωρίσει, ό,τι πιο ανόθευτο κι αυθεντικό, σου χρωστάω και το ξέρω, το μόνο που σου ζητάω είναι λίγος χρόνος».
Ο Ορέστης τη διαβεβαίωσε πως όλα ήταν εντάξει ανάμεσα τους και την άφησε να ξεκουραστεί. Η Όλια φόρεσε ένα μακρύ κι άνετο ροζ νυχτικό μαζί με μια ρόμπα και μετά πήγε κι αγκάλιασε την άρπα της. Δεν έπαιξε τίποτα, μόνο άγγιζε κάθε τόσο απαλά τις χορδές. Τα πάντα είχαν γίνει ένα κατάμαυρο σκοτεινό κουβάρι μέσα στο μυαλό της, το οποίο απειλούσε να τη ρουφήξει ολόκληρη. Οι κουβέντες του Λύσανδρου, οι πράξεις της Νέλης... Περασμένες δώδεκα μπόρεσε να ξεκολλήσει από την άρπα της για να χωθεί στο μαλακό της κρεβάτι. Το κορμί της πονούσε ειδικά τα μπράτσα και τα γόνατα της εξαιτίας του αθέλητου σφιξίματος τους. Το κινητό της το είχε βάλει στη δόνηση αμέσως μετά την τελευταία της συνομιλία με τον Ορέστη, κι έτσι το ξέχασε κυριολεκτικά ως το επόμενο πρωί.
Ξύπνησε γύρω στις εννιά και μόνο τότε το αναζήτησε για να δει τι ώρα ήταν. Σάστισε συνειδητοποιώντας πως είχε ξεχάσει εντελώς την επικοινωνία της με τον υπόλοιπο κόσμο. Την είχαν καλέσει τόσο η μητέρα της όσο και η Ντονατέλλα, η οποία αφού δεν την είχε βρει, της είχε στείλει τελικά ένα e-mail. Η Όλια γέμισε με νερό την καφετιέρα και διάλεξε ένα κλειστό βάζο με καφέ φίλτρου που μοσχοβολούσε γιασεμί και περγαμόντο. Μόλις έριξε στη σωστή εσοχή μια καλή ποσότητα, άνοιξε από το τηλέφωνο της το e-mail.
«Αχ Όλια, είμαι χαρούμενη, ο Λύσανδρος μου έφτιαξε ένα προσχέδιο με φωτογραφίες κι αποσπάσματα από την ποιητική μου συλλογή. Νομίζω πως θα τον πείσω να έρθει ως εδώ, κι έχω την ελπίδα να μπορέσω να κάνω το ίδιο και με εσένα. Μπορείς αν θέλεις να πάρεις μαζί σου τη συνοδό σου με το τόσο ωραίο αρχαίο ελληνικό όνομα, ή κάποια άλλη φίλη σου, ή και καμία. Εμείς θα έρθουμε να σε πάρουμε από το αεροδρόμιο, τι λες; Θα ήταν βολικό να μας επισκεφθείς σε δύο εβδομάδες; Στο σπίτι μας θα μείνεις αδιαπραγμάτευτα, αχ πες το ναι, μπορείς να έρθεις με το αγόρι σου επίσης, η πρόσκληση είναι ανοιχτή για εσένα κι οποιοδήποτε πρόσωπο επιλέξεις να πάρεις μαζί σου, πες το ναι, να γνωριστούμε κι από κοντά επιτέλους»!
YOU ARE READING
Για τα μάτια της Όλιας
RomanceΓια τη γλυκιά και όμορφη Όλια, που δεν είχε δει ποτέ της τα χρώματα και τις αποχρώσεις τους, όλα ταυτίζονταν με λέξεις, συναισθήματα, πλούσιους ήχους και χάδια. Ειδικά τα συναισθήματα ήταν για εκείνη τα πάντα και τα βίωνε ιδιαίτερα έντονα, χωρίς αυτ...