29

430 66 15
                                    

Πιο πολύ τον ένιωσε να στρέφεται αργά και μετρημένα προς το μέρος της παρά τον είδε. Τότε, κατάλαβε δυο πράγματα μαζί: Το πρώτο ήταν το δυνατό της καρδιοχτύπι, όσο για το δεύτερο άκουγε στο όνομα του ζωγράφου που είχε εισχωρήσει πάλι σαν σίφουνας στη ζωή της. Συνειδητοποίησε με τρομακτική διαύγεια πως στα δύσκολα, όσο δηλαδή περίμενε τον Λύσανδρο να αποφασίσει, είχε καταφύγει στις αναμνήσεις της από εκείνον, διαμορφώνοντας με αυτές μια ισχυρή ασπίδα. Κι η γνώση της σκέψης της αυτής διόλου δεν την ευχαρίστησε, όσο κι αν ήταν υποχρεωμένη να την αποδεχτεί. «Ηλέκτρα, η Αριάδνη είναι η συνοδός της Όλιας, πιο συγκεκριμένα πρόκειται για μια άριστα εκπαιδευμένη επαγγελματία που τη βοηθάει με όλες τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας τις οποίες εκείνη δυσκολεύεται να διαχειριστεί». Η Ηλέκτρα θέλησε τότε να του γυρίσει την πλάτη και να φύγει, μα μόνο για μια στιγμή, κι αυτό επειδή η περιέργεια της είχε πάρει όπως ήταν λογικό το πάνω χέρι. «Πώς σε βρήκε; Μα τι ρωτάω εδώ που φτάσαμε; Τα ξέρω όλα Λύσανδρε, δεν βλέπω το λόγο να προσπαθήσω να σου κρύψω τις δικές μου πράξεις και κινήσεις. Μπήκα και στον προσωπικό σου λογαριασμό στο facebook δυο φορές και διάβασα πολλές από τις συνομιλίες σου μαζί της αφού δεν είχες τη σύνεση να τις διαγράψεις. Πλήρωσα ντετέκτιβ, ξέρω λοιπόν που πήγες να βρεις καταφύγιο αμέσως μετά την κηδεία του πατέρα σου». Τα όμορφα χαρακτηριστικά του τραβήχτηκαν και το πρόσωπο του παραμορφώθηκε από γνήσιο πόνο κι αληθινή κατάπληξη. «Δε μπορεί να έφτασες σε τέτοιο σημείο εσύ, είσαι ανώτερος άνθρωπος». Κάγχασε τότε η Ηλέκτρα στέλνοντας στο διάβολο την περίφημη ανωτερότητα της. «Μαζί σου δε μπορώ να φερθώ σωστά Λύσανδρε, τη μια στιγμή μου κρατούσες το χέρι ζωγραφίζοντας ένα όμορφο παρόν αλλά την αμέσως επόμενη έτρεχες ξοπίσω της. Πόσον καιρό το κάνεις αυτό πίσω από την πλάτη μου; Δε λέω, συνετέλεσε στην επανένωση σας και η Ιταλίδα με την ταινία της. Τυχαία αλήθεια σας επέλεξε άραγε και τους δύο»; «Δε θέλω να μιλάς έτσι για τη Ντονατέλλα, βλέπει τη ζωή της να της φεύγει μέσα από τα χέρια, και είναι τραγικά νέα Ηλέκτρα, και κάνει ό,τι μπορεί για να τη ζήσει στο έπακρο». Την είδε να συνοφρυώνεται ελαφρά και να δαγκώνει τα χείλη της. «Εντάξει, αυτό δεν έπρεπε να το ξεστομίσω, δε μου φταίει σε τίποτα η κοπέλα, και αν δεν είχα την αιμορραγία τότε θα ερχόμουν με χαρά μαζί σου για να τη γνωρίσω». Ο Λύσανδρος συγκατένευσε και πήρε στα χέρια τον καφέ του. Το βάρος που τον πλάκωνε για όλες αυτές τις μέρες είχε αρχίσει να μειώνεται απειροελάχιστα, ίσως επειδή τα πράγματα θα έπαιρναν πλέον οπωσδήποτε μια άλλη ρότα από σήμερα. «Θέλω να ξέρω αν κοιμήθηκες μαζί της, ορίστε, σου το ρωτάω πολιτισμένα». Η Ηλέκτρα έπιασε το δαχτυλίδι των αρραβώνων τους κι άρχισε να το περιστρέφει ελαφρά. «Μια φορά, σου το ορκίζομαι, μετά την κηδεία, όπως ακριβώς με κατηγόρησες. Πήγα να βρω το καταφύγιο μου». Η Ηλέκτρα έβρισε τον εαυτό της κι όχι εκείνον. Το ήξερε πως αυτό ανάμεσα στους δυο τους θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα, είχε μάλιστα καθυστερήσει για πάρα πολλά χρόνια. Δε θα έκλαιγε όμως μπροστά του. «Το δαχτυλίδι σου, το έδωσες σε αυτή, σωστά; Δε θέλω να μου πεις ψέματα». Ο Λύσανδρος σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος της. «Ναι, της το έδωσα. Δεν ήθελε να το πάρει. Κυλάει στο αίμα μου Ηλέκτρα, δεν έχει νόημα να το αρνούμαι πλέον. Αν εκείνη δεν εμφανιζόταν πάλι τόσο αναπάντεχα στη ζωή μου, θα έκανα τα πάντα για να τη χτίσω από κοινού μαζί σου. Είναι με κάποιον άλλο, μα δεν ξέρω γιατί δεν πήγε μαζί της στην Αμερική τώρα που τον χρειάζεται τόσο». Γέλασε πικρά η Ηλέκτρα κι αυθόρμητα τον χτύπησε στον ώμο. «Πόσο αφελής μπορεί να είσαι, αλήθεια δεν την ξέρεις την απάντηση; Από τη στιγμή που κοιμήθηκε μαζί σου πάει αυτός, έσβησε, χάθηκε σαν να μην υπήρξε ποτέ». Τα μάτια του Λύσανδρου άνοιξαν διάπλατα καταλαβαίνοντας επιτέλους τι προσπαθούσε να του πει εκείνη. «Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό που λες, ξέρω μονάχα πως ο άνθρωπος αυτός τη στήριξε πάρα πολύ από την πρώτη μέρα που τη γνώρισε». «Για να το λες έτσι θα είναι, αλλά η γυναίκα αυτή έχει πάθει εμμονή μαζί σου, όπως εμμονή μαζί της έχεις πάθει κι εσύ. Πίστεψα πως αυτό που σας συνέδεε θα έσπαζε κάποτε επειδή είχατε μείνει για πολύ καιρό μακριά ο ένας από τον άλλον μα γελάστηκα». Ο Λύσανδρος την κοίταξε με μάτια γεμάτα θλίψη, σχεδόν συντριβή. «Αυτό που συμβαίνει δε σου αξίζει και το ξέρω». Τότε πια ξέσπασε ο θυμός της Ηλέκτρας που άρπαξε ένα πορσελάνινο τασάκι από το πιο κοντινό της ράφι, και το πέταξε στον τοίχο. Το κεφάλι μιας λεοπάρδαλης αποκόπηκε πρώτο κι έγινε θρύψαλα. «Και βέβαια δε μου αξίζει, ο θεός μόνο γνωρίζει πόση υπομονή έκανα μαζί σου. Εκείνη σκεφτόσουν, εκείνη ονειρευόσουν τις φορές που έκανες έρωτα μαζί μου; Εκείνη λαχταρούσες να αφήσεις έγκυο»; Σήκωσε το χέρι της και τον χαστούκισε ηχηρά. Ο Λύσανδρος ανοιγόκλεισε τα μάτια χωρίς να βγάλει λέξη. «Όχι, ποτέ μου δεν το έκανα αυτό. Σου είπα την αλήθεια πριν από λίγο. Υπήρχαν χρόνια κι εποχές που το νόμιζα εφικτό να βρούμε την ευτυχία μαζί». Η Ηλέκτρα γέλασε πάλι κι ετοιμάστηκε να πιάσει ένα άλλο ισπανικό μπιμπελό., αλλά τότε τη σταμάτησε ο Λϋσανδρος. «Αυτό το πήρες στη Μαδρίτη, έφαγες τον κόσμο να το ψάχνεις, το ξέχασες»; «Να πας στο διάβολο Λϋσανδρε, κι ακόμη παραπέρα. Ό,τι υπάρχει εδώ μέσα είναι δικό μου. Εγώ όμως ήθελα εσύ να είσαι δικός μου, θα της χάριζα ό,τι έχω και δεν έχω αρκεί να είχα εσένα». Ο άνδρας έπιασε το κινητό του. «Τι θα κάνεις; Θα τρέξεις πίσω της; Θα πετάξεις στον μισό πλανήτη για να της πιάσεις το χέρι»; «Αυτό θαρρώ πως θα έπρεπε να το είχα κάνει από τότε που τη γνώρισα». «Αλλά δεν το τόλμησες, έπρεπε να σώσεις τον πατέρα σου και δεν υπήρχαν χρήματα». «Δεν εξαγόρασα τίποτα Ηλέκτρα, μου στάθηκες και σε ευχαρίστησα χίλιες φορές, κι όσο ζω θα εξακολουθώ να το κάνω». Άρχισε να πληκτρολογεί μια απάντηση για την Αριάδνη, δυσκολευόταν όμως να βρει τα σωστά γράμματα γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει. «Δεν ήθελα να με ευχαριστήσεις ούτε μια φορά. Αν παρουσιαζόταν μια ανάλογη ανάγκη το ίδιο ακριβώς θα έκανα και σήμερα. Μα τι ξέρεις εσύ από τέτοια; Την αγάπη σου θέλησα μόνο, μα πες μου κάτι, για να εξαργυρώσεις αυτό που έκανα για εσένα τότε με άφησες έγκυο»; Ο Λύσανδρος πέταξε κάτω το τηλέφωνο του. «Πώς το μπορείς να μιλάς έτσι; Ήταν να γίνει κι έγινε, για τόσο άθλιο με περνάς; Σου το λέω για Τρίτη φορά, ήθελα να το παλέψουμε, δεν υποκρίθηκα ποτέ. Αυτό που νιώθω για την Όλια όμως είναι κάτι διαφορετικό, βαθύ, ανόθευτο». Η Ηλέκτρα τότε, έστειλε το ισπανικό μπιμπελό να κάνει παρέα στο ήδη διαλυμένο τασάκι. Μετά, έβγαλε από το δάχτυλο της το δαχτυλίδι των αρραβώνων και του το πέταξε κατευθείαν στο πρόσωπο. Ήταν τέτοια η δύναμη του χτυπήματος που τον βρήκε στο μέτωπο. Το σημείο θα κοκκίνιζε μέσα σε πέντε λεπτά. Δεν προσπάθησε εκείνος καθόλου να προστατευτεί. «Αυτό εδώ δε μου ανήκει πια. Πάρε το και δώσε της το κι αυτό. Είσαι ελεύθερος, σε αποδεσμεύω από αυτό που νόμιζα πως θα μας ένωνε για πάντα. Δε μου χρωστάς τίποτα πλέον, είσαι ελεύθερος. Σήκω και φύγε, δε θέλω να σε βλέπω στα μάτια μου». Ο Λύσανδρος έσκυψε και μάζεψε από κάτω το δαχτυλίδι το οποίο κι έβαλε μετά στην τσέπη του. Είχε αρχίσει να έχει έναν πολύ δυνατό πονοκέφαλο αλλά το παυσίπονο θα έπρεπε να περιμένει πολύ ακόμη.

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now