Μία ώρα αργότερα η Όλια ήταν καθισμένη στη βεράντα του σπιτιού της. Ένα γλυκό μυρωμένο αεράκι της ανακάτευε τα μαλλιά φέρνοντας κοντά της φθινοπωρινές μυρωδιές από τις γλάστρες με τα λουλούδια που γέμιζαν το μπαλκόνι. Η κοπέλα που φρόντιζε το σπίτι της, της είχε δείξει τον τρόπο να τα ποτίζει και να τα περιποιείται το καθένα όπως έπρεπε. Της το είχε πει η Αριάδνη όταν είχε πάει να την πάρει από την καφετέρια πως ο Λύσανδρος τις κοιτούσε με την άκρη του ματιού του, προσθέτοντας πως φαινόταν απίστευτα θλιμμένος κι ανήσυχος. Η Όλια ανασήκωσε τους ώμους με προσποιητή αδιαφορία ζητώντας της να τη βοηθήσει να επιστρέψει στο σπίτι. Κι εκεί, σαν για να ξεχαστεί, ανέβηκε με την Αριάδνη στην κρεβατοκάμαρα της κι άνοιξε τη ντουλάπα με τα φορέματα της. Την έβαλε να διαλέξει ένα που θεωρούσε πως θα ήταν κατάλληλο για το αυριανό της ραντεβού κι εκείνη της έδωσε μια κρεμάστρα με ένα ωραίο φουστάνι, που έφτανε λίγο κάτω από το γόνατο φτιαγμένο από πράσινο μετάξι. Μετά αφού βεβαιώθηκε πως η Όλια δε θα χρειαζόταν άμεσα τίποτα άλλο την αποχαιρέτισε κι έφυγε αρνούμενη να πάρει τα χρήματα που προσπάθησε να της δώσει:
«Μου δίνεις ήδη αρκετά για τον μήνα, θα τα πούμε αύριο, θα περάσω να σε πάρω».
Πήρε το κινητό της και κοίταξε την ώρα. Κόντευε οχτώ. Την ψυχή της την ένιωθε βαριά και είχε αρχίσει να αγχώνεται για τα πάντα. Ήξερε πως δεν έπρεπε να είχε φερθεί έτσι στον Ορέστη, ήταν αδύνατο από τη μια να τον απομακρύνει κι από την άλλη να στρέφεται σε αυτόν για στήριξη και παρηγοριά. Ούτε και στη Νέλλη είχε συμπεριφερθεί σωστά όμως, είχε πολλά να αντιμετωπίσει και η Όλια της φόρτωνε κι άλλα. Καθώς της τηλεφωνούσε ωστόσο αναρωτήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή της ποιοι να ήταν οι βιολογικοί της γονείς. Τίναξε νευρικά το κεφάλι της, τι ήταν αυτά που σκεφτόταν; Η Νέλλη της απάντησε αμέσως:
-Πού είσαι μάτια μου; Θα σε είχα πάρει τηλέφωνο πολύ νωρίτερα εγώ αλλά έμαθα από τον Ορέστη πως είχες βγει. Η Όλια κατάπιε σκληρά για να μην κλάψει.
-Συγγνώμη, χίλια συγγνώμη μαμά μου, έκανα λάθος αλλά δε θα το επαναλάβω. Θέλω να περνάς την κάθε σου μέρα εκεί που πραγματικά θέλεις να είσαι. Έχεις τον λόγο μου πως θα είμαι πάντα στο πλευρό σου. Φέρθηκα εγωιστικά κι αυτό δε θα ξαναγίνει. Η Νέλλη καθάρισε τον λαιμό της.
-Ξέχνα το, είχες δίκιο να μου μιλήσεις έτσι. Ας γίνει το γκαλά και βλέπουμε. Κάποιες φορές φέρομαι κι εγώ ανόητα, σαν να μην καταλαβαίνω ποιο είναι το σημαντικότερο αγαθό της ζωής. Σε αγαπάω πάρα πολύ Όλια μου, και ποτέ δε θα σου κρατήσω κακία ό,τι κι αν μου πεις, και σήμερα δεν είπες τίποτα κακό. Η Όλια χαμογέλασε και σηκώθηκε να μπει μέσα στο σπίτι. Ο αέρας είχε αρχίσει να ψυχραίνει ελαφρά.
YOU ARE READING
Για τα μάτια της Όλιας
RomanceΓια τη γλυκιά και όμορφη Όλια, που δεν είχε δει ποτέ της τα χρώματα και τις αποχρώσεις τους, όλα ταυτίζονταν με λέξεις, συναισθήματα, πλούσιους ήχους και χάδια. Ειδικά τα συναισθήματα ήταν για εκείνη τα πάντα και τα βίωνε ιδιαίτερα έντονα, χωρίς αυτ...