34

433 62 3
                                    

Αφού φάνηκε πως για λίγο τουλάχιστον δε θα είχε να πει τίποτα άλλο κανείς από τους τρεις ξεκίνησαν να ανέβουν στον πάνω όροφο. Ο Ορέστης κρατήθηκε με δυσκολία για να μην πιάσει πάλι την Όλια από το ελεύθερο χέρι της, από τη στιγμή που δεν το ήθελε, δε θα επέμενε για την ώρα. Μπήκαν οι τρεις τους στον ανελκυστήρα κι ο Λύσανδρος άρχισε να μιλάει ήσυχα, κοιτώντας όμως αποκλειστικά και μόνο τη γυναίκα: «Μόλις μίλησα με τον γιατρό της, αυτή τη στιγμή ετοιμάζεται το πιστοποιητικό θανάτου, δεν υπάρχει αμφιβολία για την αιτία, η Σουζέτ είχε απόλυτο δίκιο όταν σου μίλησε για ανακοπή». Η Όλια κούνησε το κεφάλι της. «Ήθελε να αποτεφρωθεί μα αυτό δεν επιτρέπεται». Τώρα κούνησαν και οι δυο τα κεφάλια τους καταφατικά αλλά της απάντησε ο Ορέστης που προσπαθούσε πάντα να συνέλθει από το σοκ. «Αυτό την είχα ακούσει κι εγώ να το λέει πολλές φορές». «Όσες φορές κι αν το είχε πει, δε μπορεί να γίνει, έτσι δεν είναι Όλια»; Ο Λύσανδρος την οδήγησε έξω από τον ανελκυστήρα. Η μουσική που ακουγόταν από το ηχείο τους ενόχλησε πολύ και τους τρεις αφού ήταν άκαιρη και γελοία για τα αφτιά τους. «Ναι, η Νέλλη θα ταφεί χριστιανικά όπως πρέπει, πίσω στην Ελλάδα. Αυτό δε χωράει συζήτηση». Προχώρησαν στον μακρύ διάδρομο. Ο Λύσανδρος ήταν τόσο ενοχλημένος από την παρουσία του Ορέστη εκεί, που με το ζόρι συγκρατιόταν να μην αρχίσει να του ρίχνει δολοφονικές ματιές, πιο πολύ από σεβασμό για το πρόβλημα της Όλιας δεν το έκανε μάλιστα παρά επειδή τον ενδιέφερε να κρατήσει τα προσχήματα. Ο γιατρός που εκείνη την ώρα μιλούσε με μια γραμματέα, την άφησε και πήγε βιαστικά προς το μέρος τους, Έπιασε στα γαντοφορεμένα του χέρια εκείνα της Όλιας και τα έσφιξε, αρχίζοντας να της λέει ευγενικά και παρηγορητικά λόγια: «Ζωή σε εσένα Όλια, να ζήσεις να τη θυμάσαι, πάντα μέσα σου θα μένει ζωντανή όσο θα τη μνημονεύεις, κι όσο θα της επιτρέπεις να σε συντροφεύει σε κάθε σου βήμα, μικρό ή μεγάλο». Η κοπέλα τον ευχαρίστησε ανταποδίδοντας του τη χειραψία. Δεν το ήξερε, αλλά ανθρώπινα και μόνο, το καλοσυνάτο βλέμμα του γιατρού πλανήθηκε διαδοχικά στους δυο άνδρες που είχαν βρεθεί εκεί για να τη στηρίξουν και να τη βοηθήσουν τώρα στα δύσκολα, κάνοντας το ταξίδι από την Ελλάδα ο ένας μετά τον άλλον. «Δεν την έδωσε τη μάχη όπως θα έπρεπε, το ξέρεις αυτό, το γιατί το ξέρει μόνο εκείνη, δεν έχει νόημα να ψάχνεις εσύ για απαντήσεις που ενδεχομένως θα σε πληγώσουν ανεπανόρθωτα». «Αχ γιατρέ, σας ευχαριστώ τόσο πολύ, να ξέρατε πόσο εκτιμάω τον τρόπο που μου φερθήκατε από την πρώτη στιγμή, καθώς κι όσα λόγια μου λέτε τώρα». «Δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το καθήκον μου». «Θα μπορούσα να τη δω»; Οι τρεις άνδρες αντάλλαξαν βλέμματα και η Όλια δεν άργησε να το καταλάβει. «Δεν τη βρίσκετε καλή αυτή την ιδέα, σωστά»; «Η αλήθεια είναι πως όχι. Να υποθέσω πως η Νέλλη θα κηδευτεί στην Αθήνα»; «Ναι γιατρέ, εκεί πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της, στην Ελλάδα γεννήθηκε, κι άλλωστε, θέλω να την έχω κοντά μου». Ο γιατρός συγκατένευσε. «Δε μπορώ να πω πως διαφωνώ με την απόφαση σου αυτή. Θα παραμείνει εδώ λοιπόν, μέχρι να γίνουν όλες οι ρυθμίσεις που πρέπει, προκειμένου να μεταφερθεί η Νέλλη στην Αθήνα αμέσως μόλις θα είστε έτοιμοι να ταξιδέψετε κι εσείς για εκεί. Μην ανησυχείτε για τίποτα, θα είμαι στο γραφείο μου, στείλτε τη Σουζέτ να με καλέσει αν αντιμετωπίσετε πρόβλημα με ο,τιδήποτε. Τώρα θα έρθει εδώ να σας βοηθήσει με ό,τι χρειάζεστε». Τους άφησε κι έφυγε σφίγγοντας για άλλη μια φορά τα χέρια της Όλιας. «Θαυμάσιος άνθρωπος αυτός ο επιστήμονας». Ο Ορέστης είχε μιλήσει σιγανά, αρχίζοντας να κοιτάει κάτι στην οθόνη του τηλεφώνου του. «Εδώ δε μπορώ να διαφωνήσω Ορέστη». Κάτι πήγε να προσθέσει ακόμη ο Λύσανδρος στην κουβέντα του αυτή αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί έκανε την εμφάνιση της η Σουζέτ που έσπευσε να αγκαλιάσει απαλά την Όλια. Ήταν φανερό πως δεν είχε μείνει ανεπηρέαστη μετά από το τραγικό αυτό γεγονός. «Συλλυπητήρια, δε θα σας ξεχάσω ποτέ, ούτε εσένα ούτε κι εκείνη. Έχω βιώσει τόσες πολλές φορές το ίδιο ακριβώς πράγμα δουλεύοντας εδώ μέσα αλλά αυτό εδώ είναι κάτι αλλιώτικο». Κοίταξε τον Λύσανδρο που εξακολουθούσε να κρατάει πάντα την Όλια και μετά την πήρε διακριτικά από το χέρι. Η Όλια την ακολούθησε πρόθυμα. Έκαναν μαζί μερικά βήματα και μετά σταμάτησαν. Τότε, η Σουζέτ, κάτι έβγαλε από μια τσέπη της και το έκλεισε γύρω από το χέρι της Όλιας σχηματίζοντας μια γροθιά που δε μπορούσε όμως να κλείσει καλά. «Τι είναι αυτό»; «Δε γνωρίζω καλή μου, μου το έδωσε η μητέρα σου λίγο μετά την αναχώρηση σου την προηγούμενη φορά, και με παρακάλεσε να σου το δώσω η ίδια είτε να σου το στείλω αν δεν πήγαινε κάτι καλά και χανόταν. Δεν έχω ιδέα τι περιέχει το δέμα αλλά σίγουρα θα είναι κάτι σημαντικό για τη μητέρα σου. Ήταν απολύτως ψύχραιμη όταν μου το έδωσε». Η καρδιά της Όλιας χτύπησε δυνατά. Ευχαρίστησε τη Σουζέτ, και το έβαλε με προσοχή σε μια άδεια θήκη της τσάντας της. Θα το άνοιγε με την πρώτη ευκαιρία. Μετά, επέστρεψε μαζί της στους δυο άλλους που περίμεναν υπομονετικά, παραμένοντας βουβοί. Η νοσοκόμα δεν ήξερε σε ποιον να την εμπιστευτεί γιατί και των δυο τα χέρια τεντώθηκαν προς το μέρος της Όλιας. Έτσι, βρέθηκαν να την κρατάνε από το ένα χέρι ο καθένας. Αν ένιωσε άβολα δεν τους το είπε, δεν υπήρχε χώρος μέσα της για τέτοια πράγματα, οι εγωισμοί έπρεπε να δώσουν τη θέση τους σε άλλα ζητήματα, πιο επιτακτικά και πρακτικά. «Θα πρέπει να πάω με κάποιον να συμπληρώσουμε τα απαιτούμενα χαρτιά για να είμαστε εντάξει, κι αυτό θα το κάνω μαζί σου Λύσανδρε». «Ναι, βέβαια, πάμε αμέσως, ξέρω που είναι το γραφείο». Ο Ορέστης της άφησε το χέρι. Η μελαγχολία του γινόταν όλο και χειρότερη μα τι να της έλεγε; «Μόλις επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο, θα αρχίσουμε να ελέγχουμε την πληρότητα στις διαθέσιμες πτήσεις για να δούμε πότε θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Από την ώρα της αναχώρησης μας θα εξαρτηθεί και η μεταφορά της Νέλλης εκεί». «Αυτό θα το αναλάβω εγώ Όλια, ήδη έχω μπει στην ιστοσελίδα, θα σου πω τι υπάρχει όταν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο. «Ευχαριστώ πολύ Ορέστη, πάμε Λύσανδρε, δεν έχουμε λόγο να καθυστερούμε άλλο, ας γίνει ό,τι είναι να γίνει. Θέλω το καλύτερο για τη Νέλλη μου ακόμα και τώρα». Έστριψαν στον διάδρομο και χάθηκαν από τα μάτια του Ορέστη. Τότε εκείνος, εξουθενωμένος κι ανήμπορος ακόμη να αντιδράσει, κάθισε στο σαλόνι της αναμονής με το κινητό του στο χέρι. Είχε λάβει ένα μήνυμα κι ήθελε να το διαβάσει απλά και μόνο για να περάσει η ώρα αφού δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει μέχρι να σταθεροποιηθεί το ίντερνετ στο τηλέφωνο του για να ελέγξει τις πτήσεις. Ούτε που το πίστευε πως η Νέλλη είχε φύγει για πάντα. Τον εκτιμούσε τόσο, είχε νιώσει από την πρώτη κιόλας στιγμή την αγάπη του για την Όλια... Ποτέ δε θα τους ξαναμιλούσε, ποτέ δε θα τους έδινε συμβουλές... Η απώλεια της θα γινόταν αναμφίβολα αισθητή και στον χώρο των φιλανθρωπικών και των πολιτιστικών εκδηλώσεων, ο κύκλος της γυναίκας αυτής ήταν ευρύτατος κι οπωσδήποτε υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι που θα ήταν καλό να ενημερωθούν για το πότε θα κηδευόταν, μόνο που αυτά δε θα μπορούσε εύκολα να τα κάνει όλα μόνη της η Όλια, θα αναλάμβανε εκείνος να οργανώσει τα πάντα όσο καλύτερα μπορούσε, κι ας έλεγε ό,τι ήθελε ο Λύσανδρος που την είχε θυμηθεί μετά από όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά πού ήταν ο Λύσανδρος όταν είχε γίνει η τόσο δυσάρεστη διάγνωση της Νέλλης; «Πώς είσαι Ορέστη;, Ξέρω πως η Νέλλη έφυγε, μου το έστειλε σε μήνυμα πριν από λίγο η Όλια, τι είπαν οι γιατροί; Εκείνη πώς την είδες; Πες μου όσα περισσότερα μπορείς, μα κυρίως, κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς για να τη βοηθήσεις». Το μήνυμα ήταν βεβαίως από την Αριάδνη. Πώς να την αντιμετώπιζε; Τι θα ήταν σωστότερο να της πει; Εκείνη ούτε κι αυτή τη φορά είχε προδώσει την Όλια για το χατίρι του, μα του είχε πει πως τον είχε ερωτευθεί... «Είναι ψύχραιμη Αριάδνη, κρατιέται. Έπρεπε να δεις την έκφραση του άλλου όταν με είδε μπροστά του. Την κρατάει λες και μπορώ να απλώσω το χέρι και να του την πάρω. Η Νέλλη έκανε ανακοπή. Αυτή τη στιγμή τους περιμένω, ετοιμάζουν όλα τα χαρτιά, ενώ εγώ ελέγχω τις πτήσεις. Όπως καταλαβαίνεις, η κηδεία θα γίνει στην Ελλάδα. Θα σου πω πότε γυρίζουμε για να δεις τι θα μπορέσεις να κάνεις κι εσύ με το γραφείο τελετών αν θέλεις». «Και βέβαια θέλω, σε παρακαλώ, προσπάθησε να μην κάνεις ακόμη δυσκολότερα τα πράγματα Ορέστη... Και μη με κακίζεις, και να ξέρεις πως... Πως... Τέλος πάντων, θέλω να είσαι καλά, και να προσέχεις πολύ τον εαυτό σου». Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Ήταν παραπάνω από φανερό πως η Αριάδνη δεν ήταν καλά εκείνη την ώρα, αλλιώς, ποτέ δε θα άφηνε να αποτυπωθεί γραπτά οποιαδήποτε ένδειξη των συναισθημάτων της. «Αν σε κάκισα ήταν μόνο για λίγες στιγμές Αριάδνη, κι αν σε παίδεψα γυρεύοντας σου βοήθεια, ήταν επειδή δεν είχα που αλλού να στραφώ. Η γνώμη μου για εσένα δεν αλλάζει, είσαι εξαίρετη και σπάνια. Κοίτα να ηρεμήσεις, θα σου τηλεφωνήσω αμέσως μόλις θα έχω κάτι νεότερο να σου πω. Πιες κι ένα ποτήρι με ρόφημα κανέλλας και για εμένα, το έχω μεγάλη ανάγκη τώρα, δεν είναι εύκολο πράγμα η άτιμη η απόρριψη, όσο γλυκά κι αν έρθει».

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now