37

391 63 1
                                    

Εκείνο το απόγευμα της δευτέρας βρήκε την Ηλέκτρα να ψάχνει μέσα στη ντουλάπα της για τα ρούχα που θα φορούσε. Πριν από λίγες ώρες της είχε τηλεφωνήσει ο πατέρας της. Ο τόνος του δεν ήταν πράος όπως συνήθως, αλλά ελαφρώς επιτακτικός ως κι αυταρχικός. Αφού τη ρώτησε αν ήταν καλά, της ζήτησε να πάει και να τον βρει στο γραφείο του στις εφτά ακριβώς. Η Ηλέκτρα που καθόλου δεν της άρεσε να της μιλάει κανείς έτσι προσπάθησε να μάθει κάτι για όλο αυτό μα τίποτα δεν της είπε. Ήταν βέβαιη πάντως από τη στιγμή που έκλεισε το τηλέφωνο πως δεν ήταν για καλό,. Τηλεφώνησε λοιπόν στην Αμαλία και διερευνητικά της είπε για το τηλεφώνημα του βουλευτή, ούτε κι από εκείνη όμως έλαβε κάποια απάντηση, στοιχημάτιζε όμως ό,τι είχε και δεν είχε πως η μητέρα της γνώριζε καλά όλα όσα θα της έλεγε ο βουλευτής. Το ίδιο πρωί, είχε πάει στο σπίτι του Αντώνη γιατί ήταν αποφασισμένη να κρατήσει τον λόγο της και να τον βοηθούσε όσο πιο πολύ μπορούσε με τη συνέντευξη που θα παραχωρούσε εκείνος στην ακαδημαικό. Ήταν αγχωμένος αν και προσπαθούσε να της το κρύψει. Η Ηλέκτρα που το κατάλαβε, έβαλε στην άκρη τον δεικτικό της τόνο, και τον τράβηξε στον καναπέ του σαλονιού. Εκεί, σαν να ήταν δασκάλα, άρχισε να τον εξετάζει πιάνοντας διαδοχικά όλες τις ερωτήσεις που υπήρχαν στη λίστα της Λίζας Δεσίπρη. Ευτυχώς εκείνος ήταν αρκετά καλά διαβασμένος, αλλά η Ηλέκτρα είχε αρκετές παρατηρήσεις να του κάνει. Μαζί κάθισαν κι άρχισαν να σημειώνουν με στυλό όλα όσα έπρεπε. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, αυθόρμητα του είχε δώσει ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, τον σόκαρε τόσο που δεν πρόφτασε καν να αντιδράσει για να της το ανταποδώσει. Γύρισε στο σπίτι της, και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βάλει τις χειρόγραφες σημειώσεις της πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Ήθελε να συγκρίνει τις απαντήσεις του Αντώνη με αυτές, αύριο που θα προβαλλόταν η εκπομπή. Δεν ήθελε να πάει πουθενά αλλού, μα τα σχέδια της χάλασαν. Τελικά αποφάσισε να ντυθεί συντηρητικά, με πουκάμισο και μπλε ταγέρ αφού οπωσδήποτε κάτι επίσημο θα άκουγε από τα χείλη του πατέρα της, αλλιώς γιατί δεν την καλούσε απλά στο σπίτι για δείπνο; Το κουδούνι της άρχισε να χτυπάει όταν έκλεινε το γλυκό ροζ κραγιόν της. Έβρισε. Ποιος ήταν, δεν είχε χρόνο για επισκέψεις τώρα... Πήγε τρέχοντας κι άνοιξε, χάνοντας τα τελείως όταν είδε τον Λύσανδρο να στέκεται μπροστά της. «Τι κάνεις εδώ»; «Καλησπέρα, ήρθα να σε πάρω, δε χρειάζεται να οδηγήσεις». Η Ηλέκτρα μπερδεύτηκε αλλά τον άφησε να μπει στο σπίτι. Ο Λύσανδρος κάθισε στην άκρη ενός καναπέ. «Να πάμε πού; Έχω δουλειά Λύσανδρε, δεν προλαβαίνω τώρα να ασχοληθώ μαζί σου». Εκείνος πήρε στο χέρι του το χαρτί με τις σημειώσεις πριν προλάβει να τον σταματήσει. «Την ίδια δουλειά έχουμε Ηλέκτρα, στο γραφείο του πατέρα σου δεν ετοιμαζόσουν να πας; Μου τηλεφώνησε κι εμένα για να συμμετέχω στην κουβέντα αυτή, οι τρεις μας θα την κάνουμε». Εκείνη αναψοκοκκίνισε. «Δεν είναι δυνατό, καθόλου δε μου αρέσει αυτό». Ο άνδρας ανασήκωσε τους ώμους. «Από πότε κρατάς σημειώσεις για τη ζωγραφική της αναγέννησης και τους ιρλανδικούς θρύλους»; Η Ηλέκτρα έτρεξε και του πήρε το χαρτί μέσα από τα χέρια. «Αυτό δε θα πρέπει να σε αφορά. Δώσε μου μια στιγμή, πάω να πάρω την τσάντα μου». Τον προσπέρασε κι όταν την πήρε, έριξε μέσα το χαρτάκι. Μα πώς είχε τολμήσει εκείνος να το αγγίξει; «Είδα και έναν παλιό σου γνώριμο στην κηδεία της Νέλλης, για τον Αντώνη Αναστασίου μιλάω, χρόνια είχα να τον δω, καθόλου δεν άλλαξε». Ο Λύσανδρος σηκώθηκε και την κοίταξε κατάματα τη στιγμή που κούμπωνε τα δερμάτινα γάντια της. «Και λοιπόν; Ελεύθερος άνθρωπος είναι από όσο ξέρω, πάει όπου θέλει». «Καλά αλλά τι δουλειά είχε να έρθει στην κηδεία της Νέλλης Ζαφειρίου; Δε νομίζω να την είχε συναντήσει ποτέ του»... «Ούτε το ξέρω αλλά ούτε και θέλω να το μάθω. Μπορούμε να φύγουμε σε παρακαλώ»; Θέλω να τελειώσει σύντομα όλο αυτό». Εκείνος πήγε προς την πόρτα και την άνοιξε περιμένοντας τη. «Ναι, θα φύγουμε αμέσως, όμως γιατί είσαι τόσο αναστατωμένη»; «Γιατί δε μου αρέσει να μου αλλάζουν το πρόγραμμα χωρίς να μου εξηγούν το λόγο». Βγήκε έξω. Ήθελε να τον ρωτήσει πως είχε περάσει τις τελευταίες μέρες αλλά δεν το έκανε. Μπήκε μόνο στο αυτοκίνητο της και τον άφησε να οδηγήσει μέσα στην κίνηση της πόλης μέχρι το γραφείο του πατέρα της. Όπως ήταν αναμενόμενο, το σαλονάκι του βουλευτή ήταν γεμάτο κόσμο, ο γραμματέας του όμως αφού τους καλησπέρισε, τους καθησύχασε λέγοντας τους πως ήταν ενήμερος για την κατάσταση και πως θα τον έβλεπαν ακριβώς στις εφτά. Κι έτσι κι έγινε, αφού τα τελευταία ραντεβού μετατέθηκαν χρονικά. Όταν τους κάλεσε εκείνος να μπουν, ήταν οι μόνοι που είχαν μείνει στο σαλόνι και το ρολόι έδειχνε εφτά ακριβώς. Οι υπόλοιποι άνθρωποι θα επέστρεφαν εκεί λίγο αργότερα, καμία διαμαρτυρία δεν ακούστηκε. Ο πρώην καθηγητής, μόλις τους είδε να μπαίνουν, τους χαμογέλασε μα χωρίς ιδιαίτερη αβρότητα και τους πλησίασε για να τους χαιρετίσει με χειραψία και τους δυο. «Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε, καθίστε». Αυτό κι έκαναν, κρατώντας πάντα κάποια απόσταση ο ένας από τον άλλο, πράγμα που δε διέφυγε της προσοχής του βουλευτή. Πήρε κι εκείνος τη θέση του πίσω από το γραφείο του και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τους ρωτήσει για την υγεία του μωρού, αφού προηγουμένως τους πρόσφερε κάτι να πιουν. Δέχτηκαν λίγο μεταλλικό νερό και οι δυο κι εκείνος ζήτησε από τον γραμματέα του να το φέρει. Μετά, άνοιξε επιτέλους το στόμα του να μιλήσει: «Ποτέ μου δεν το συνηθίζω να ενεργώ έτσι, ειδικά όταν πρόκειται για την ίδια μου την οικογένεια. Όμως εσείς οι δυο δε μου αφήσατε άλλη επιλογή, θα μπω στο θέμα λοιπόν αφού σας θεωρώ ώριμους και κατασταλαγμένους ανθρώπους και τους δυο. Νόμιζα πως το είχατε αποφασίσει να σταθείτε ο ένας πλάι στον άλλον στη ζωή, αφού η γνωριμία σας δεν είναι φρέσκια, κι αυτά που σας δένουν είναι πολλά από παλιά. Ο ερχομός του μωρού που θα αποτελέσει ευλογία, έλεγα πως θα σας ένωνε κι άλλο, μα έκανα λάθος». Πήγε να τον διακόψει η Ηλέκτρα μα την κατακεραύνωσε με μια ματιά κάνοντας τη να νιώσει πάλι μικρό παιδί. «Ο Λύσανδρος μου ζήτησε βοήθεια πριν από λίγο καιρό, είχε μια θαυμάσια ιδέα την οποία αποφάσισα να στηρίξω με όλες μου τις δυνάμεις που δεν είναι λίγες. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καθόλου καλά, κι εσείς οι δυο αρχίσατε να καβγαδίζετε σαν να είστε έφηβοι. Ομολογώ πως λυπήθηκα πολύ πληροφορούμενος τα καμώματα σας αυτά, κι απογοητεύτηκα επίσης. Για αυτό και σας κάλεσα εδώ σήμερα». Ήρθε ο γραμματέας με το νερό, κι εκείνος σταμάτησε για ένα λεπτό. Οι άλλοι δυο ένιωθαν όλο και χειρότερα. Μόνο όταν έφυγε εκείνος άρχισε πάλι να τους μιλάει, αδιαφορώντας για το γεγονός πως είχαν αρχίσει να ενοχλούνται έντονα. «Δε με απασχολεί αν θα τα βρείτε τελικά ή όχι, γιατί η ζωή είναι δική σας και με το ζόρι και τα ψέματα δε γίνεται τίποτα. Σκάνδαλα όμως και κατακραυγές δε θα αφήσω να ξεσπάσουν. Είναι καιρός να αναλάβετε τις ευθύνες σας. Το παιδί που θα έρθει θα πρέπει να έχει και τους δυο του γονείς, ανεξάρτητα από το αν εκείνοι θα βαδίσουν μαζί στη ζωή ή όχι. Αμέσως μετά τα χριστούγεννα που δεν είναι και πολύ μακριά πλέον, εσείς οι δυο θα παντρευτείτε με πολιτικό γάμο». Ήπιε κι εκείνος λίγο νερό αλλά συνέχισε να τους βομβαρδίζει ανελέητα, αν και διόλου δεν ύψωνε τον τόνο της φωνής του. «Όταν θα γεννηθεί, θα έχει το επώνυμο που πρέπει. Από εδώ και πέρα θα είστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, αν δεν τα βρείτε στην πορεία, τότε θα χωρίσετε αφού περάσει όμως πρώτα ένα εύλογο διάστημα. Εγώ από την πλευρά μου, δεσμεύομαι να σας στηρίξω όσο μπορώ από κάθε άποψη και τους δυο, δε θα επιτρέψω όμως να βάλει κανένας στο στόμα του την οικογένεια μας». Επιτέλους σταμάτησε. Πρώτη μίλησε η Ηλέκτρα. «Το κατάλαβα από την αρχή σχεδόν πως εδώ ήθελες να καταλήξεις πατέρα μου. Προσωπικά σου ζητάω συγγνώμη για την ανώριμη συμπεριφορά μου. Δε θα επαναληφθεί, θέλω να γεννηθεί υγιές το παιδί και θα φροντίσω έτσι να γίνει. Επίσης θέλω να πάρει το επώνυμο του πατέρα του γιατί αυτό είναι και το σωστό. Ποτέ πια δε θα σε απασχολήσει η προσωπική μου ζωή, ούτε και η σχέση μου με τον Λύσανδρο. Ο γάμος θα γίνει, κι ας είναι και λευκός, κι ας διαρκέσει λίγο». Βάλθηκε πάλι να πίνει, παίζοντας με τα γάντια της. Κάποτε θα σκότωνε για να γίνει αυτή η κουβέντα κάτω από άλλες συνθήκες. Όσο για τον Λύσανδρο, είχε σκυθρωπιάσει πολύ και ήταν φανερό πως με δυσκολία κρατιόταν να μην εκδηλώσει έντονα την οργή του από σεβασμό προς τον πατέρα της Ηλέκτρας. Εκείνος κάρφωσε τα μάτια του πάνω του, αναγκάζοντας τον να τον κοιτάξει κατάματα.

Για τα μάτια της ΌλιαςWhere stories live. Discover now