Η Όλια διάβαζε σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, προσπαθώντας έτσι να αφήσει αδρανές το μυαλό της και να μην του επιτρέψει να κάνει τις τρελές του διαδρομές προς κάθε παράξενη κατεύθυνση. Από τη στιγμή που την είχε αφήσει στο αεροδρόμιο η Αριάδνη έτοιμη να απογειωθεί, για τα πρώτα πέντε λεπτά είχε νιώσει να απειλείται από έναν φόνο σχεδόν ενοχικό μέσα στη λογική του βάση. Η αεροσυνοδός όμως που κάτι διάβασε στο βλέμμα της, ήρθε να καθίσει δίπλα της χαμογελώντας και της πρόσφερε μια παγωμένη πορτοκαλάδα. Η Όλια την είχε απολαύσει πιάνοντας ταυτοχρόνως την κουβέντα με τη νέα κοπέλα που άρχισε κομψά και χαριτωμένα να της μιλάει για διάφορα θέματα της επικαιρότητας αποσπώντας της εντέχνως την προσοχή από ο,τιδήποτε θα μπορούσε να την επηρεάσει αρνητικά. Λίγα λεπτά μετά την απογείωση, συνειδητοποίησε φανερά απορημένη πως ο πανικός δεν την είχε φτάσει ακόμη. Κι έτσι, παρακάλεσε τη Λίλλη να της φέρει άλλη μια παγωμένη πορτοκαλάδα, κι έβγαλε από τη χειραποσκευή που ήταν τοποθετημένη στο ράφι κοντά της το ντοσιέ της Νέλλης. Αντί να σκέφτεται την τόσο δεινή κατάσταση της μητέρας της λοιπόν, βρήκε τη σελίδα στην οποία είχε μείνει κι άρχισε να διαβάζει από εκείνο το σημείο και μετά. Κάθε τόσο σταματούσε για να ξεκουράσει για λίγο τα χέρια της και την πλάτη της που πιάνονταν εύκολα εξαιτίας της ακινησίας, αλλά αμέσως μόλις ένιωθε καλύτερα, πήγαινε παρακάτω. Μια ώρα πριν φτάσει στο αεροδρόμιο, ήρθε ξανά δίπλα της η αεροσυνοδός, που την ενημέρωσε πως κάποιος την περίμενε ήδη εκεί για να τη βοηθήσει να μεταβεί στο ξενοδοχείο της. Ήταν μια κοπέλα επίσης εκπαιδευμένη όπως περίπου και η Αριάδνη που είχε κληθεί ακριβώς για τον σκοπό αυτό. Η Όλια την ευχαρίστησε με χαμόγελο κι εκείνη της υποσχέθηκε πως θα ερχόταν να τη βοηθήσει να κατέβει από το αεροπλάνο όταν θα ερχόταν η ώρα. Δε διάβασε άλλο, άλλωστε όλα αυτά που είχε μόλις μάθει ήταν πάρα πολλά για να τα χωνέψει μέσα σε λίγες ώρες. Δυο σημεία ήταν αυτά που δεν έλεγαν να φύγουν στιγμή από το μυαλό της, το πρώτο αφορούσε στο γεγονός πως η θετή της μητέρα είχε συναντήσει τη βιολογική. Πώς τα είχαν καταφέρει; Όχι δηλαδή πως δεν της είχε δώσει την απάντηση η Νέλλη μα και πάλι, πώς είχαν νιώσει; Κι αυτό το μενταγιόν, το μόνο δικό της αντικείμενο που να βρισκόταν; Και γιατί δεν της το είχε αναφέρει ούτε μια φορά η Νέλλη; Γέλασε πικρά μέσα στη μοναξιά της, τι σκεφτόταν τώρα; Τα μυστικά της μητέρας της κόντευαν να θεωρηθούν αναρίθμητα... Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα στεκόταν για πάρα πολύ καιρό από τώρα και στο εξής δεν ήταν άλλο από την τόσο σημαντική πληροφορία πως είχε αδέρφια. Κι αυτά τα αδέρφια τα είχε στερηθεί για ανεπίτρεπτα μεγάλο χρονικό διάστημα. Θα της αποκάλυπτε κάπου παρακάτω τα ονόματα τους η Νέλλη; Κι αν όχι, θα ήταν δυνατό να τα εντοπίσει με δική της πρωτοβουλία η ίδια; Επιτρεπόταν άραγε; Κι αν ναι τότε θα ήθελαν εκείνα να τη δουν; Το μήνυμα που ακούστηκε από το μικρόφωνο στα ελληνικά και στα αγγλικά τη συνέφερε. Είχε αρχίσει να προτρέχει κατά τη συνήθεια της κι αυτό δεν ήταν δυνατό να το συνεχίσει, γιατί αν το έκανε για πολύ τότε θα κινδύνευε να τρελαθεί, ανεξαρτήτως από την έκβαση της υγείας της Νέλλης. Έτσι, τακτοποίησε τα λίγα πράγματα που είχε βγάλει από την τσάντα της βάζοντας από πάνω και το κλειστό ντοσιέ, ήπιε λίγο από το εμφιαλωμένο νερό της, και βάλθηκε μετά να περιμένει να νιώσει την τροχοδρόμηση του αεροσκάφους. Δεν άργησε να συμβεί κι αυτό. Η ίδια πάντα αεροσυνοδός τη ρώτησε αν θα την πείραζε να κατέβουν τελευταίες από το αεροπλάνο για να μπορέσει εκείνη στο μεταξύ να βοηθήσει και κάποιους άλλους επιβάτες οι οποίοι και θα μπορούσαν να χρειαστούν κάτι. Η Όλια τη διαβεβαίωσε πως δεν είχε κανένα πρόβλημα με αυτό. Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να ξεμουδιάσει περπατώντας λίγο. Όσο περίμενε τον κόσμο να λιγοστέψει, σκέφτηκε τον Ορέστη που της κρατούσε σφιχτά το χέρι την τελευταία φορά που βρισκόταν εκεί ακριβώς. Το τσίμπημα στην καρδιά της ήταν αδιαμφισβήτητο, δε συγκρινόταν όμως καθόλου με εκείνο που τη συγκλόνιζε στη θύμιση του Λύσανδρου. Μήπως θα έπρεπε να του στείλει κάποιο μήνυμα από το ξενοδοχείο έστω για να του πει τι είχε προκύψει και πόσο μακριά του βρισκόταν εκείνη την ώρα; Δεν είχε τον χρόνο να το αποφασίσει, το χέρι της αεροσυνοδού είχε ήδη αγγίξει απαλά μα σίγουρα το δικό της. Την ακολούθησε πρόθυμα κι όταν πάτησε στο αεροδρόμιο και βρέθηκε να ακούει τις διάφορες φωνές των ανθρώπων να ανακατεύονται μεταξύ τους καθώς χαιρετιόνταν, απόδιωξε με αποφασιστικότητα το κύμα της μοναξιάς που την έλουσε σαν κρύο νερό. Ετοιμάστηκε να ρωτήσει την κοπέλα που τη συνόδευε για να πάρει τη βαλίτσα της κάτι σχετικό με τη νέα συνοδό που θα είχε αλλά δεν πρόλαβε, κι αυτό επειδή μια απίστευτα νεανική και όμορφη φωνή έφτασε στα αφτιά της από πολύ κοντά: «Γεια σου, είσαι η Όλια Ζαφειρίου, έτσι δεν είναι; Μου έστειλαν μια φωτογραφία σου για να σε αναγνωρίσω ευκολότερα. Εγώ είμαι η Τζίλντα Γουίλσον, χαίρω πολύ». Η αεροσυνοδός τη βοήθησε να της σφίξει το χέρι. «Εγώ είμαι πράγματι, ακούγεσαι τόσο νέα»... «Δεν είμαι και τόσο στην πραγματικότητα αλλά σε ευχαριστώ. Έχω μιλήσει με τη συνάδελφο μου στην Ελλάδα, Αριάδνη νομίζω τη λένε, εκείνη με αναζήτησε». Η Όλια χαμογέλασε. Πόσο πολύτιμη θα της ήταν πάντα η Αριάδνη... «Σωστά πολύ σωστά, ιδέα δεν είχα για το πόσο γρήγορα μπορούσε να κινηθεί». Η Λίλλη, της έδωσε τη βαλίτσα της ρωτώντας τη αν θα μπορούσε να τη βοηθήσει με ο,τιδήποτε άλλο, κι όταν η Όλια την ευχαρίστησε, τη χαιρέτισε και πήγε να ξεκουραστεί, αρνούμενη να δεχτεί από εκείνη έστω και το πιο μικρό χρηματικό ποσό. Η Τζίλντα της έτεινε τότε το μπράτσο της. «Είμαστε έτοιμες να φύγουμε από εδώ, έτσι δεν είναι»; Ήταν ωραίο για την Όλια να επιστρέφει στα αγγλικά για να τα φρεσκάρει.
YOU ARE READING
Για τα μάτια της Όλιας
RomanceΓια τη γλυκιά και όμορφη Όλια, που δεν είχε δει ποτέ της τα χρώματα και τις αποχρώσεις τους, όλα ταυτίζονταν με λέξεις, συναισθήματα, πλούσιους ήχους και χάδια. Ειδικά τα συναισθήματα ήταν για εκείνη τα πάντα και τα βίωνε ιδιαίτερα έντονα, χωρίς αυτ...