ΕΙΣΑΓΩΓΗ

207 21 5
                                    

Άλλη μια συνηθισμένη μέρα για την Έλεν. Πολλές ώρες δουλειάς και αυτές αργούσαν να περάσουν κάθε τρεις και λίγο κοιτούσε το ρολόι της μεγάλης σάλας για να δει τι ώρα έχει πάει. Ακόμα δώδεκα το βράδυ σε δύο ώρες θα σχολούσε, σήμερα είχε τα γενέθλια της και δεν ήθελε να τα περάσει στην δουλειά ήθελε απλά να είναι σε ένα βουνό και να κοιτάει τα άστρα. Δεν ήταν όμως εφικτό αυτό γιατί έπρεπε να δουλέψει. Ευτυχώς την επομένη διακαιόταν να πάρει το ρεπό που τόσο λαχταρούσε έτσι ώστε να απολαύσει μια μέρα μόνη της στο σπίτι της, να βάλει την μουσική της, να πιει το κρασάκι της στην αυλή και να μην την νοιάζει τίποτα.

Από τότε που θυμάται τον εαυτό της, η ζωή της ήταν μια δουλειά. Δεν είχε απολαύσεις ούτε ξενοιασιά από την τρυφερή της ηλικία των 12 ετών, εκεί στο μοναστήρι των καλογριών στην Ρουμανία όπου μεγάλωσε. Την είχαν εγκαταλείψει σε ένα καλάθι μπροστά από την μεγάλη πόρτα του μοναστηριού.

Μια καλόγρια το βρήκε το πρωί όταν άνοιξε τις πόρτες για να πάει τα πρόβατα για βοσκή. Ποτέ κανένας από τότε δεν την αναζήτησε. Όσες έρευνες και αν έγιναν είναι άγνωστα τα στοιχεία της. Άγνωστοι οι γονείς.

Από τότε έπρεπε να δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στους κήπους, στα αμπέλια, και στις φάρμες. Να αρμέξει τις κατσίκες και τις αγελάδες να βάλει το γάλα στην πλάτη της και να το μεταφέρει στα μαγειρεία να το αποστειρώσει. Αφότου τελείωνε τις εξωτερικές δουλειές της έμενε στα μαγειρεία να βοηθήσει τις καλόγριες να μαγειρέψουν το φαγητό της ημέρας. Διότι το βραδινό τους ήταν μόνο ελιές και ψωμί.

Καθάριζε πατάτες, καρότα, χορταρικά και ζαρζαβατικά και μετά το τέλος του μεσημεριανού φαγητού έπλενε τα πιάτα σχολαστικά στην μεγάλη γούρνα με σαπούνι και νερό. Μετά, τα τακτοποιούσε στην θέση τους καθάριζε την τραπεζαρία και μετά έπρεπε να διαβάσει για τα μαθήματα που είχε αναλάβει μια δασκάλα καλόγρια στο μοναστήρι ώστε να τις μάθει τα βασικά. Γλώσσα, αριθμητική και κάθε Κυριακή βοηθούσε στο ψαλτήρι μαζί με τις υπόλοιπες καλόγριες για την Κυριακάτικη λειτουργία όπου κόσμος ερχόταν για να κοινωνήσει και να πάρει την θεία κοινωνία κατάκοπη, έκανε τα βράδια την προσευχή της πέφτοντας στο κρεβάτι της να κοιμηθεί ώστε το πρωί να ξεκινήσει ξανά την νέα της μέρα.


Όλο αυτό γινόταν κάθε μέρα για πολλά χρόνια μέχρι που έφτασε στην ηλικία των 18 ετών και έπρεπε να φύγει από το μοναστήρι. Ήταν για αυτήν ένα νέο ξεκίνημα στην ζωή της μόνη της παρόλο που η ηγουμένη της είχε κρατήσει μερικά χρήματα για τα πρώτα της βήματα στην ζωή των ανθρώπων ξεκίνησε για την πρωτεύουσα αναζητώντας για δουλεία, βρήκε για αρχή σε μια πανσιόν που ζητούσαν καμαριέρα για τα το καθαρισμό των δωματίων και θα της παρείχαν και ένα μικρό δωματιάκι σε μια μικρή αποθήκη και ένα πιάτο φαΐ. Δεν την χαλούσε, παρόλο που ήταν πολύ μικρό το δωμάτιο της χωρούσε ίσα ίσα το μικρό λυγερό κορμάκι της και το φαγητό της ήταν ένα μπαγιάτικο ψωμί και αποφάγια από το πρωινό των πελατών. Δεν παραπονιόταν όμως, ήξερε ότι θα ερχόντουσαν καλύτερες μέρες που της έδινε ελπίδες να προχωρήσει παρακάτω.

ΓΑΛΑΖΟΑΙΜΑΤΗWhere stories live. Discover now