Εκείνο το βράδυ μετά από την δουλειά της έπεσε να κοιμηθεί. Δεν μπορούσε όμως, είχε πάρα πολύ ζεστή μέσα στο δωμάτιο, άνοιξε την μπαλκονόπορτα της να μπει λίγη δροσιά δεν μπορούσε να βολευτεί την μια σκεπαζόταν την άλλη πετούσε τα σκεπάσματα της και έμενε ξεσκεπαστεί με ένα ελαφρύ νυχτικό δεν την έπερνε ο ύπνος με τίποτα. Είχε ένα κακό προαίσθημα ότι κάτι θα συμβεί. Αχ βρε Έλεν γιατί βάζεις το κακό πάντα στον νου σου. Τι μπορεί να συμβεί δηλαδή; δεν μπορείς να χαλαρώσεις λίγο; Ίσως να φταίει και η υπερένταση που είχε από την δουλειά. Έπρεπε όμως να κοιμηθεί γιατί τις προηγούμενες μέρες πάλι δεν τα κατάφερε αυτοί εφιάλτες και τα όνειρα την τάραζαν κάθε βραδύ και την άφηναν άυπνη. Μόνο ένα όνειρο ήταν αυτό που την έκανε σπάνια να κοιμάται γλυκά. Η παρουσία αυτού του αγνώστου άντρα που την επισκεπτόταν. Την έπερνε αγκαλιά, της μίλαγε γλυκά. Τα φιλιά του την υπνώτιζαν και την βύθιζαν σε ένα γλυκό ύπνο, μόνο τότε μπορούσε να πει ότι κοιμόταν γλυκά.
Με τις σκέψεις αυτές κατάφερε να βυθιστεί σε ένα όνειρο. Αγκαλιά μαζί του πάνω στο άλογο να καλπάζουν σε πεδιάδες, λίμνες και όμορφα δάση το άγγιγμα του ήταν τρυφερό δυνατό. Φορούσε ένα στέμμα στο κεφάλι του που έλαμπε στο φως του ήλιου. Τα μάτια του ήταν στο χρώμα του μελιού εκείνου του ώριμου μελιού που στάζει από τις κερήθρες φρέσκο αγνό, νόστιμο.
Ξύπνησε απότομα χαλώντας το όμορφο αυτόν ύπνο από την κάψα που ένιωθε σε όλο της το σώμα. Είχε ιδρώσει άλλα αυτό που είδε όταν ξύπνησε, δεν θα το πίστευε κάνεις. Ένας άνθρωπος στεκόταν πάνω της με κεφάλι λύκου, δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν έβγαινε η φωνή από το φόβο που ένιωσε όταν είδε τα κόκκινα μάτια του να την κοιτάνε με λαιμαργία και μίσος. Έκανε να φωνάξει αλλά αυτός με το χέρι του και τα τεράστια νύχια που ήταν μαύρα της έκλεισε το στόμα πριν καν βγει η φωνή της.
«Ξύπνησες πριγκηπέσσα; τελεία! Θα είναι πιο επώδυνος ο θάνατος σου.» Προσπάθησε να φύγει άλλα την είχαν ήδη δέσει με σκοινιά στης άκρες του κρεβατιού χεριά και ποδιά. Άλλος ένας στεκόταν στα πόδια της ανάμεσα γυμνός έβλεπε τα απόκρυφα σημεία του έτοιμα να εισχωρήσουν στον εσωτερικό της κόσμο. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ήταν παραδομένη να δεχτεί τον πόνο και τον θάνατο μαζί.
Ώσπου ξαφνικά, είδες δυο χέρια να εκτοξεύουν τα άθλια πλάσματα μακριά της. Ο ένας πίσω από τον άλλον. Ίσως να έπεσαν και κάτω από το μπαλκόνι. Έκλεισε τα μάτια της δεν ήθελε να βλέπει άλλο, φωνές γύρο της και πράγματα να σπάνε ήταν το μόνο που άκουγε. Φοβόταν τόσο πολύ που παρακαλούσε όλο αυτό να ήταν ακόμα ένας εφιάλτης από τους πολλούς που έβλεπε. Ξαφνικά επικράτησε ησυχία.
YOU ARE READING
ΓΑΛΑΖΟΑΙΜΑΤΗ
RomanceΗ Έλεν ήταν ένα συνηθισμένο κορίτσι που μεγάλωσε σε ένα μοναστήρι στην Ρουμανία. Στα 18 της έπρεπε να φύγει για να βγει στον κόσμο των ανθρώπων να δουλέψει. Στα 23 γενέθλια της είναι πλέον στην θέση της ρεσεψιονίστ σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο στο κέν...