Η ΑΦΙΞΗ

58 12 0
                                    

Είναι τόσο όμορφη σήμερα. Ήθελα να την σφίξω στην αγκαλιά μου και να την φιλήσω με πάθος. Σκέφτηκε και αναστέναξε ένας αγκάθι στην ψυχή του τον έκανε να πονέσει πολύ μα πως ήταν δυνατόν; Πως γίνεται να ερωτεύτηκε την κόρη του καλύτερου του φίλου και έπειτα βασίλισσα; Τον φόβιζε εκείνη η μέρα που θα εγκατέλειπε τον θρόνο του δεν τον ήθελε κατά βάθος. Δεν ήθελε να υποβιβαστεί μετά από τόση προσπάθεια που έκανε για να φτιάξει την κατάσταση μετά από τόσα χρόνια. Έπρεπε να δράσει άμεσα πριν χάσει την θέση του από το κορίτσι. Οι σκέψεις αυτές τον έκαναν να περπατά ανάμεσά στα δρομάκια του λαβύρινθου φτιαγμένο από πράσινο. Πάντα όταν έπρεπε να σκεφτεί περπατούσε με τις ώρες ψάχνοντας για την λύση στο πρόβλημα που υπερτερούσε και όταν έφτανε στην έξοδο το έβρισκε πάντα. Έκανε πολλές φορές την διαδρομή αυτή και λύση δεν βρήκε ποτέ.

Ένα σύρσιμο ανάμεσά στους θάμνους τον έκανε να ξυπνήσει από τις σκέψεις του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Έβγαλε το σπαθί του για προστασία. Ξαφνικά ένας Wolfer εμφανίστηκε μπροστά του. Ακολούθησαν και άλλοι τον περικύκλωσαν ήταν παγιδευμένος. Ήταν σε ετοιμότητα να τους διαλύσει με το ξίφος του δεν έπρεπε όμως να κάνει φασαρία για να χαλάσει την γιορτινή βραδιά που ήταν αφιερωμένη σε εκείνη. Η μορφή αυτού του απαίσιου λύκου έγινε ανθρώπινη όπως και τον υπολοίπων. Με σάρκα και οστά.

«Καλησπέρα μεγαλειότατε. Ή μάλλον πρώην μεγαλειότατε.»

Έτεινε το σπαθί μου προς το μέρος του.

«Τι θες εσύ εδώ;»

«Αχ τι ωραία γιορτή που είναι αυτή κρίμα που δεν μας καλέσατε θα περνούσαμε υπέροχα»

«Το σπαθί μου σας προσκαλεί να το δοκιμάσετε μόλις το ακόνισα»

«Όπα μεγαλειότατε. Βλέπεις δεν ήρθαμε με σκοπό το πόλεμο ήρθαμε εν ειρήνη. Ένα πουλάκι μας είπε ότι η βασίλισσα γύρισε»

«Αυτό το πουλάκι μπορεί να ψεύδεται να ξέρεις. Έχεις πολύ μεγάλο θράσος να κάνεις τόσο δρόμο μέχρι εδώ. Πάρε τα κοπρόσκυλα σου και φύγε»

«Πίστεψε με αξίζει τον κόπο. Δεν μου λες μεγαλειότατε υπάρχει κάτι που να θες τόσο πολύ και να μην θες να το μοιραστείς με κανένα; γιατί, πίστεψε με σαν λύκος ξέρω πως σκέφτεστε εσείς οι άνθρωποι. Έχει περάσει πολλές φορές από το μυαλό σου αυτή η σκέψη»

«Αυτό δεν σε αφορά. Και σας προτείνω να φύγετε πριν σας ξεκάνω»

«Με αφορά πίστεψε με όπως άφορα και σένα. Έχω να σου κάνω μια πρόταση»

«Δεν δέχομαι προτάσεις από γουρούνια με κεφάλια λύκων »

«Θα σου αρέσει γιατί όπως και να χει και εμείς την δουλειά μας κάνουμε...λοιπόν, ο πόλεμος θα σταματήσει κάνοντας ειρήνη αυτό θέλετε. Αλλά, θέλουμε και εμείς κάτι άλλο.»

«Τι άλλο;»

«Το κορίτσι! Έτσι λοιπόν και εγώ θα είμαι καλυμμένος και εσύ δεν θα χάσεις τον θρόνο σου και όλα θα έρθουν όπως ήταν πριν...ειρηνικά...» με ιλιγγιώδη ταχύτητα προχώρησε από πίσω του και του ψιθύριζε στο αφτί.

«Σκέψου μεγαλειότατε. Στέφετε το κορίτσι βασίλισσα και εσύ αναγκαστικά αφήνεις τον θρόνο και υποβιβάζεσαι, γίνεσαι το τσιράκι της και ο δούλος της! Σε κάνει ότι θέλει... και εκεί που διέταζες, διατάζει αυτή. Αχ! Πόσο άσχημο είναι να σε υποβιβάζουν όταν έχεις κάνει τόσα πολλά για αυτή την θέση όπου βρίσκεσαι. Και ξαφνικά, ΜΠΟΥΜ! Γκρεμίζονται όλα.»

Γύρισε να τον κοίταξε και έτεινα το σπαθί του πάνω του.

«Αν λέω αν, πω ναι θα εξαφανιστείτε από προσώπου γης και δεν θα ξανά ακούσει ποτέ κάνεις για σας;»

«Σου δίνω τον λόγο μου. Το μόνο που μένει, είναι η υπογραφή με το αίμα σου σκέψου το.»

Του έδωσε μια περγαμηνή με τους όρους και τους κανονισμούς της συμφωνίας. Του έδωσε και ένα μικρό μαχαιράκι με κοφτερή λεπίδα. Δεν σκεφτικέ πολύ ήταν τόσο θολωμένο το μυαλό του για εξουσία που δεν ήθελε να το σκεφτεί και πολύ, το αίμα του έσταξε στην περγαμηνή πάνω... η καταδίκη της Λαίηλας μόλις έφτασε.
Το πρόσωπο του τέρατος φωτιστικέ από χαρά. Του πήρε την περγαμηνή από το χέρι την κοίταξε και γέλασε σατανικά.

«Σε δυο μέρες μεγαλειότατε θα είμαστε εδώ ξανά στο απομακρυσμένο δάσος. Έχεις τον χρόνο να προετοιμάσεις το έδαφος.»

Εξαφανίστικαν από προσώπου γης. Σαν να μην ήταν πότε εδώ. Τι έκανα; καταδίκασα την γυναικά που αγαπάω σε αιώνιο πόνο... και όλα αυτά για την δόξα. Πρέπει να την βρω να της μιλήσω... πως θα της το πω όμως; δεν θα θέλει να με ξανά δει πότε στην ζωή της και θα έχει δίκιο... την καταδίκασα.

Έπρεπε να της μιλήσει πριν είναι αργά.

Έτρεξε στην αίθουσα χώρου, την είδε να κάθετε στο θρόνο. Πήγε κοντά της.

«Ει που ήσουν σε έψαχνα παντού»

«Εδώ είμαι τώρα μαζί σου.»

«Θα ήθελα να σε ρωτήσω, θα ήθελες να πάμε μαζί για ιππασία αύριο;»

«Ε, ε ναι φυσικά.»

«Είσαι καλά; δείχνεις χλομιασμένος λες και είδες φάντασμα»

«Όχι όχι καλά είμαι» της χαμογέλασε. Οι λέξεις δεν έβγαιναν να της πει αυτό που έκανε. 

ΓΑΛΑΖΟΑΙΜΑΤΗWo Geschichten leben. Entdecke jetzt