Η ΚΑΤΑΡΑ

71 8 0
                                    

«Καταστράφηκαν όλα. Όλα! δεν μπορώ να το πιστέψω»

Ο Μάξιμος καθόταν σε μια πολυθρόνα και ο γέροντας δίπλα του. Δεν μπορούσε να πει τίποτα. Τίποτα που να μπορούσε να τον παρηγορήσει τίποτα που να μπορούσε να παρηγορήσει και τον ίδιο του τον εαυτό. Τέτοια καταστροφή δεν είχε ξανά συμβεί στο παλάτι. Ότι είχαν χτίσει οι γονείς της, έγιναν ένα με το χώμα. Πήγε στο παράθυρο, αυτό το θέαμα τον ανατρίχιασε, στο βάθος είδε μια μορφή με άσπρα ρούχα που δεν ήταν κάποιο άλλο πέρα από την Λαιήλα. Από πίσω της ήταν ένα μπουλούκι κόσμου που την ακολουθούσε. Σταμάτησε ακριβώς έξω από την καλύβα του και φώναζε. Φώναζε το όνομα του Μάξιμου. Νόμιζε ότι τα πνευμόνια της θα σπάσουν από τις τόσες φωνές ο Μάξιμος σηκώθηκε από την θέση του και πήγε στο παράθυρο, σοκαρίστηκε με το θέαμα μια κοπέλα να ουρλιάζει με υστερία κρατώντας στο χέρι της ένα μαχαίρι και από πίσω της άνθρωποι να την ακολουθούν.

Βγήκε από την καλύβα όπως πρόσταζε μαζί με τον γέροντα στάθηκε μπροστά της έτοιμος να δεχτεί τα πάντα.

«Γιατί Μάξιμε; γιατί μου το έκανες αυτό; Γιατί με έκανες να πεθαίνω αργά χωρίς να είσαι διπλά μου τι σου έκανα και με πόνεσες έτσι; Γιατί με άφησες να πεθαίνω μονή μου;»

«Η συνείδηση μου δεν άντεχε να σε κοιτά στα ματιά μετά από αυτό που σου έκανα. Πάντα σε αγαπούσα και πάντα θα σε αγαπάω. Αλλά δεν το άντεχα αυτό το βάρος»

«Και με άφησες να πεθαίνω μονή μου μέρα με την μέρα; και τώρα δες! Όλα καταστράφηκαν!! Ήρθε η ώρα όμως να βάλω ένα τέλος σε όλα!»

Σήκωσε το μαχαίρι που κρατούσε ψηλά, ο Μάξιμος έτρεξε προς το μέρος της αλλά ίδια το είχε ήδη προσγειώσει στα σώθηκα της. Μια κόκκινη κηλίδα αίματος εμφανίστηκε στο άσπρο κουρελιασμένο νυχτικό της το σώμα της προσγειώθηκε στο βρεγμένο από την βροχή γρασίδι.

«ΟΧΙ!!» Της φώναξε αλλά ήταν ήδη αργά.

Πήγε από πάνω της, προσπαθώντας να βγάλει το μαχαίρι από το σώμα της ενώ ο γέροντας έτρεξε στην καλύβα να φέρει τα γιατρικά του φάρμακα. Το αίμα έτρεχε σαν το νερό, πίεζε την πληγή μόλις της έβγαλε το μαχαίρι για να μην έχει άλλη αιμορραγία.

«Όχι Λαιήλα σε παρακαλώ μίλα μου μην με εγκαταλείπεις όχι Λαιήλα θα ζήσεις μην το κάνεις»

Ο γέροντας προσπαθούσε απεγνωσμένα να κλείσει την πληγή με τα γιατρικά του άλλα ήταν ήδη αργά.

«Συγνώμη αν ποτέ μου σε στεναχώρησα.» του είπε

«Όχι μωρό μου όχι δεν με στεναχώρησες ποτέ. Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη.»

«Σ'αγαπάω» τα ματιά της έκλεισαν και το άψυχο κορμί της έγειρε.

«Λαιήλα; ΛΑΙΗΛΑ! Όχι μωρό μου όχι ξύπνα Λαιήλα ΟΧΙΙΙΙΙΙ!!!!» Έφερε το άψυχο κορμί της πάνω του. Έκλαιγε δυνατά. Ο κόσμος όπου ήταν γύρο τους έκλαιγε και αυτός μαζί του,

«Μάξιμε, έφυγε.» του είπε ο γέροντας ακουμπώντας τον στον ώμο του.

«Όχι δεν έφυγε. Δεν έφυγε»

«Μάξιμε γιε μου έφυγε. Προσπάθησε να το αντέξεις»

«Όχι γέροντα δεν έφυγε. Απλά κοιμάται. Σε παρακαλώ αγάπη μου...»

Δεν άκουγε όμως, δεν του απαντούσε. Ένιωσε την ανάγκη να την φιλήσει στα άψυχα χείλη της έτσι όπως την φίλησε τότε, στην βόλτα τους με τα άλογα κάτω από την μηλιά.

«Μάξιμε, κοίτα» Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε γύρο του.

Η βροχή σταμάτησε τα σύννεφα έφευγαν με ηλιγκιόδη ταχύτητα και ο ήλιος έκανε την εμφάνιση του αγγίζοντας το άψυχο πρόσωπο της.

Τα πάντα γύρο, το κάστρο και η καμένη γη άρχιζαν να περνούν ζωή. Τα καμένα δέντρα πήραν ξανά ζωή μεγάλα δυνατά γεμάτα καρπούς και ανθούς. Το κάστρο με έναν μαγικό τρόπο άρχιζε να ξανά παίρνει και αυτό ζωή, ο κόσμος που ήταν μαζεμένος εκεί έτριβε τα μάτια του από αυτό που έβλεπαν από μόνο του άρχιζε να χτίζετε από την αρχή. Έτσι όπως ήταν πριν, αλλά πιο εντυπωσιακό.

Στα μαλλιά της αγαπημένης του δημιουργήθηκε ένα στεφάνι από γαρδένιες.

Την κοιτούσαν όλοι με αγωνιά.

Τα μάτια της άνοιξαν. Η πληγή της είχε εξαφανιστεί από το σώμα της.

«Μωρό μου; Λαιήλα μου;» το χαμόγελο εμφανίστηκε πάλι στα χείλη του.

«Μάξιμε;»

Την σήκωσε στην αγκαλιά του

« Σ'αγαπάω βασίλισσα μου.».

«Και εγώ βασιλιά μου.»

Έδωσαν ένα φιλί παθιασμένο, ένα φιλί υπόσχεσης ότι θα ήταν για πάντα μαζί ένα φιλί παντοτινής αγάπης.

Ο κόσμος γύρο τους ζητωκραύγαζαν, χαιρόντουσαν που είδαν ξανά τα δικά τους πρόσωπα να ζωντανεύουν από τις στάχτες τους.

«Έτσι ήταν λοιπόν.» είπε ο γέροντας

Γύρισαν και οι δυο και τον κοίταξαν.

«Τι εννοείς γέροντα;» είπε ο Μάξιμος.»

«Η βασίλισσα μας είχε καταραστεί τον εαυτό της, όταν θα βρισκόταν ξανά η αληθινή της αγάπη αφότου πέθαινε, να μπορούσε να την επαναφέρει με ένα φιλί, αυτό της αληθινής αγάπης. Το αίμα που κύλησε ήταν το αίμα της κατάρας όπου και λύθηκε Ξέπλυνε την αδικία, την αμαρτία, τον θάνατο και τον φόβο.»

Ο Μάξιμος κοίταξε την γυναίκα του, τώρα πλέον υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δεν θα την ξανά αφήσει ποτέ. Την πήρε από το χέρι και προχώρησαν μαζί με το μπουλούκι ανθρώπων στο παλάτι. Να ξεκινήσουν μια νέα αρχή.  

ΓΑΛΑΖΟΑΙΜΑΤΗWhere stories live. Discover now