Μακάρι να την είχαν σκοτώσει. Ο θάνατος θα ήταν πιο υποφερτός γιατί δεν τον καταλαβαίνεις. Παρακαλούσε να την σκοτώσουν δεν άντεχε το σώμα της όλα αυτά που δεχόταν. Το εάν χτύπημα μετά το άλλο από το δερμάτινο μαστίγιο δημιουργούσαν μια κάψα στο σώμα της. Ένιωθε τις πληγές της να τσούζουν να αιμορραγούν να υποφέρουν. Όπως υπέφερε και η ψυχή της. Εκεί, πίσω από την κλειστή πόρτα το μαστίγιο προσγινόταν χωρίς σταματημό στο γυμνό κορμί της.
Στην αρχή στρίγκλιζε, φώναζε, έβγαζε όλο της το πόνο τόσο που η φωνή της έπαψε να βγαίνει πια το χειρότερο όμως δεν ήταν αυτό, το χειρότερο ήταν όταν ξεσπούσαν τις σεξουαλικές τους ορέξεις πάνω της με το ποιον χυδαίο τρόπο με τον πιο απάνθρωπο με τρόπο, τερατίσιο και βάναυσο. Κάθε μέρα. Κάθε ώρα.
Την πετούσαν σαν το σακί στο κελί της μετά από όλο αυτό το βάσανο σαν σκουπίδι με εάν μανδύα σκισμένο και σαπισμένο γεμάτο κηλίδες από αίμα από το ξύλο που είχε δεχτεί από αυτά τα πλάσματα της κόλασης. Φοβόταν. Το μέρος ήταν σκοτεινό, κρύο, υγρό γεμάτο ποντίκια που έτρωγαν τις πληγές της. Την ταΐζαν σάπια φαγητά και μετά ξανά από την αρχή. Χωρίς σταματημό.
Παρακαλούσε τον θεό να την λυπηθεί. Να την σώσει από αυτό το μαρτύριο που περνούσε. Είχε την αίσθηση του χρόνου, δεν ήξερε τι γίνεται αν είναι μέρα ή νύχτα προ πάντων έχασε την πιστή της στους ανθρώπους γιατί να μου το κάνουν αυτό; γιατί της το έκανε αυτό το πράγμα ο άνθρωπος που αγαπούσε με όλη της την καρδιά; γιατί με πρόδωσε έτσι; γιατί; εάν μεγάλο γιατί παρέμεινε στο μυαλό της και στην ψυχή της. Έκλεισε τα ματιά και ονειρευόταν την αγκαλιά του, τα τρυφερά φιλιά του τις υποσχέσεις που έδινε ο ένας στον άλλον ότι θα ήταν μαζί για πάντα.
Τι του έκανα; γιατί; γιατί θεέ μου;
Άκουσε φωνές στο βάθος του διάδρομου. Τι γινόταν; δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί, ένιωθε όμως ότι δεν ήταν για καλό. Έκλεισε τα ματιά της και απλά περίμενε το τέλος.
Ξαφνικά, ένας δυνατός ήχος την έκανε να ανοίξει τα ματόκλαδα της ελάχιστα, ένας άνθρωπος προσπαθούσε να σπάσει την πόρτα της φυλακής της. Και τα κατάφερε. Έκανε προσπάθειες να εστιάσει στο πρόσωπο του, να δει ποιος είναι.
Έμοιαζε με τον Μάξιμο αλλά δεν ήταν σίγουρη.
Μόλις έσπασε την πόρτα μπήκε μέσα την έλυσε από τις αλυσίδες και την σήκωσε στην αγκαλιά του. Ναι, τώρα επιβεβαιώθηκε αυτός ήταν. Ο σωτήρας της. Αυτός που την καταδίκασε, αυτός που την έσωσε για ακόμα μια φορά.
DU LIEST GERADE
ΓΑΛΑΖΟΑΙΜΑΤΗ
RomantikΗ Έλεν ήταν ένα συνηθισμένο κορίτσι που μεγάλωσε σε ένα μοναστήρι στην Ρουμανία. Στα 18 της έπρεπε να φύγει για να βγει στον κόσμο των ανθρώπων να δουλέψει. Στα 23 γενέθλια της είναι πλέον στην θέση της ρεσεψιονίστ σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο στο κέν...