Προλογος

56 4 17
                                    

~ Η Μαρίνα και η δυστυχία της ~

Μοναξιά.
Ήταν ενα συναίσθημα που βάραινε καθημερινά το στήθος της Μαρίνας. Εκτός απο κάποιους γνωστούς που αυτο καλούνταν φίλοι της, δεν είχε κάποιο άτομο για να βασιστεί και να πει τα εσώψυχα της. Η οικογένεια της ζούσε σε αλλη χώρα, μακριά της, αν και εκείνη ούτως ή άλλως είχε κόψει σχέσεις μαζι τους. Την συντηρούσαν μόνο οικονομικά. Το μόνο που είχε να αγαπάει ήταν κάτι σελίδες με γράμματα. Το γράψιμο την είχε κανει να ξεφύγει λιγο απο την μουντή καθημερινότητα που ζούσε διαρκώς. Έγραφε άλλοτε ποιήματα, τραγικές ιστορίες και άλλωτε χαρούμενες. Είχε προσπαθήσει κάποτε να τις εκδόσει, αλλα είχαν χαρακτηριστεί απο τους «ειδικούς» βαρετές και καθόλου πρότοτυπες. Αν και μόνο εκείνη ήξερε, ότι είχαν οι περισσότερες μια δόση απο την δίκη της ζωή. Μήπως όντως η ζωή της δεν άξιζε; Μήπως ήταν όντως βαρετή;
Δεν της άρεσε να κανει τέτοιες σκέψεις, αλλα δεν μπορούσε πλέον παρα να αναρωτηθεί. Όλοι νοιάζονταν για τον εαυτό τους μεσα σε αυτην την απρόσωπη κοινωνία. Οι «φίλοι» της δεν σταματούσαν να μιλάνε για τα κατορθώματα τους και για την εξαιρετική τους δουλειά. Συχνά, όταν έβγαιναν εξω, έλεγαν στην Μαρίνα νοσταλγικά:
«Αχ Μαρίνα μου να είχες μια δουλειά σαν την δικιά μου. Θα ήσουν πανευτυχής.» Εκείνη μόνο συμφωνούσε, μιας και βαθιά το ήξερε ότι δεν θα είχε επιτυχία στην ζωή της. Όταν ήταν μικρή και έγραφε ιστορίες, όλοι την θαύμαζαν για την εύγλωττη έκφραση της και για την φαντασία της. Όταν όμως τους ανακοίνωσε στα δεκαοχτώ ότι θέλει να ασχοληθεί με το γράψιμο κάποιοι  την χλεύασαν και την απέτρεψαν. Άλλοι έλεγαν να ακολουθήσει το όνειρο της και είδε που κατέληξε τωρα.
Σε ενα απόλυτο τίποτα.
Αυτές οι σκέψεις καταλάμβαναν συχνά την Μαρίνα και της έτρωγαν τα σωθικά της.
Ηθελε να βρει κάτι ενδιαφέρον ώστε να μπορέσει επιτέλους να πει ότι άξιζε αυτή η ζωή.
Μπερδεμένη, σηκώθηκε μηχανικά απο το κρεβάτι της και έκλεισε το ξυπνητήρι που χτυπούσε επανειλημμένα. Αποτι φαίνεται δεν είχε κοιμηθεί ούτε σημερα. Αφού φόρεσε τα καλα της ρούχα και βάφτηκε ελαφρώς, ευχήθηκε να πάει καλα η συνέντευξη που είχε κανονισμένη σε μια ωρα.
Ειναι η τελευταία μου ελπίδα. Αναλογίστηκε.
Είχε κανει συμφωνία με τον εαυτό της ότι θα άφηνε την χώρα που την ανάθρεψε και τόσο αγαπούσε για να βρει εργασία κάπου αλλου στον τομέα που τόσο καρτερουσε να δουλέψει. Κλείδωσε το μικρό της διαμέρισμα και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο της.
Παλι καλα που η οικογένεια μου ακόμα με στηρίζει οικονομικά, παρόλο που σπάνια τους μιλάω. Σκέφτηκε, καθώς έβαλε μπρος το αυτοκίνητο της. Η εμπειρία της στον επαγγελματικό χώρο δεν είχε τόση επιτυχία τα τελευταία χρόνια.
Χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλα της πάνω στο τιμόνι του αυτοκινήτου καθώς έφτανε στο ξενοδοχείο οπου ήταν κανονισμενη η συνέντευξη. Πάρκαρε και αφού έδωσε τα στοιχεία της και τον λόγο που βρίσκονταν στην ρεσεψιόν, ανέβηκε με αποφασιστικότητα στον δευτερο όροφο οπου διεξάγονταν η συνέντευξη. Κάθισε σε μια απο τις καρέκλες που βρίσκονταν εξω, καθώς μια κυρία της είπε να περιμένει.
«Ξέρεις,» της αποκρίθηκε, « Ειναι τεράστια ευκαιρία να δουλέψεις για το περιοδικό. Ήταν το όνειρο του γιου μου να έρθει και να δουλέψει κάποτε εκεί.» Η Μαρίνα γυρισε να κοιτάξει την ταλαιπωρημένη γυναίκα που δουλεύε στο ξενοδοχείο.

Life And Death Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin