49. Αστυνομία - μαφία 1-0

26 1 0
                                    

"Ποτέ τελειώνει;"

"Υπομονή , σε λίγο θα δούμε που έχει κρυμμένη τη Ρόζα"

"Αυτός είναι;"

"Ναι, βάλε μπρος σιγά σιγά"

ΡΟΖΑ

Υποτίθεται πως θα ήταν το τελευταίο βράδυ της ζωής μου. Πότε δεν περίμενα πως τα πράγματα θα εξελίσσονταν με αυτόν τον τρόπο...

Όταν τον άκουσα να μπαίνει στο σπίτι φοβήθηκα...φοβήθηκα πολύ...νόμισα πως δεν θα αποχαιρετουσα ποτέ κανέναν πριν τον θάνατο μου.

Όλα ήταν μέρος σχεδίου.

Flashback...

"Σήκω...θα φάμε μαζί"

"Δεν πεινάω"

"Σου είπα ότι θα φας θες δεν θες"

"Και εγώ σου είπα ότι δεν πεινάω"

"Δεν θέλω να σε χτυπήσω το τελευταίο βράδυ της ζωής σου, όμως με αναγκάζεις"

Αμέσως το χέρι του προσγειώθηκε στο μάγουλο μου. Κάθε σημείο του προσώπου μου και του σώματος μου έχει σημάδι. . .

"Θα φας μαζί μου. Έχουμε δρόμο μπροστά μας''

"Που θα με πας;"

"Αυτό δεν σε αφορά.."

"Άσε με τουλάχιστον να κάνω αυτό που θέλω το τελευταίο βράδυ της ζωής μου.."

"Σε μισή ώρα φεύγουμε, κάνε ότι είναι να κάνεις"

Με άφησε μόνη στο δωμάτιο. Είχα πάντα ένα σχέδιο στο μυαλό μου. Με απόλυτη ηρεμία και ησυχία έβαλα τα ρούχα που φορούσα την ημέρα που με απήγαγε, φόρεσα και μια παλιά ζακέτα που βρήκα στο δωμάτιο και περίμενα για λίγο.

Μόλις σιγουρευτηκα ότι υπήρχε απόλυτη ησυχία, έσυραν τις βιβλιοθήκες στην άκρη και με όση δύναμη μου είχε απομείνει άνοιξα το παράθυρο. Πάτησα στην βιβλιοθήκη και ήρθα στο ύψος του παραθύρου.

Μαύρο σκοτάδι έξω...το φεγγάρι φώτιζε το κατάμαυρο της νύχτας.

Πήρα ευτυχώς φακό μαζί μου. Δεν είχα τίποτα άλλο. Μόνο αυτή τη ζακέτα που ίσα με ζεσταινε από το κρύο. Πήδηξα από το παράθυρο. Ίσα που χτύπησα το χέρι μου. Βρήκα τη δύναμη και σηκώθηκα αθόρυβα. Περπατούσα στις μύτες των ποδιών μέχρι που απομακρύνθηκα από το σπίτι και άρχισα να τρέχω από τη μεριά του χωματόδρομου.

Άνοιξα το φακό και μπορούσα να δω προς τα πού πηγαίνω.

Δεν έβλεπα κανένα σπίτι κοντά. Ούτε άκουγα τίποτα. Το κρύο ήταν τσουχτερό και κρύωνα από ένα σημείο και μετά μόνο με τη ζακέτα.

Δεν έδωσα σημασία και συνέχισα να περπατώ μήπως βρω κάποιο σπίτι.

Ακούστηκε ο θάμνος, σαν να ήταν κάποιος εκεί.

"Ποιος είναι εκεί;" Ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.

Χωρίς απάντηση. Άρχισα να τρέχω μανιωδώς προς άγνωστη κατεύθυνση. Φοβόμουν. Αν με ξανά έπιανε;

Σταμάτησα μόνο όταν άκουσα τον γνωστό ήχο των αυτοκινήτων στην εθνική οδό. Αισθανομουν τόσο χαρούμενη που επιτέλους ξέφυγα. Έτρεξα προς το δρόμο.

Όχι...

Όχι...

Όχιιι...

Το κεφάλι μου βαρύ. Αιμορραγώ. Φωνές και σειρήνες πάνω από το κεφάλι μου.

Γνωστές φωνές...

Ο ΜαφιόζοςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora