4. Εμφύλιος για φίλο

68 3 0
                                    

- Είσαι ηλίθιος; Απαντά μου!
- Δε φταίω ρε Αντώνιο
- Φταις ηλίθιε! Πόσες φορές σου έχω πει να το μαζεύεις  το σιδερικό όταν είμαστε έξω;
- Νταξει ρε φίλε, είπα συγγνώμη
- Με ένα συγγνώμη νομίζεις θα σε αφήσουν ελεύθερο;
- Αφού δεν του έκανα κάτι του ηλίθιου ήρθε η αστυνομία και κρύφτηκε το μαλακισμενο πίσω από τους μπάτσους
- Ηλίθιε! Δεν μπορώ να σε εμπιστεύομαι τώρα πια!
- Περίμενε ρε Αντώνιο
- Θα σε αφήσω να σαπίσεις ρε ηλίθιε!
- Δεν φταίω εγώ
- Αλλά;; Ο Λουίς που είπε στο τηλέφωνο ότι εσύ κρατούσες το όπλο
- Αυτός ο βλαμμένος με απείλησε ότι θα μας καρφώσει

Το χέρι του προσγειώθηκε στο μάγουλο του Αλφόνσο.

                             ***

- Λες να τον αφήσουν ελεύθερο;
- Χέστηκα , Λουίς, ας τον χώσουν και μέσα , εγώ όφειλα να του πω αυτά που του είπα και τώρα... Ας υποστεί τις συνέπειες.
- Πως μπορείς να λες κάτι τέτοιο; Αφήσαμε τον φίλο μας αβοήθητο από πείσμα.
- Ας πρόσεχε το όπλο του. Δεν του φταίμε να τον ακούμε να απολογείται
- Ειλικρινά δεν σε αντέχω. Δεν σε καταλαβαίνω, τώρα θα έπρεπε να μην είμαστε καθόλου εγωιστές και πεισματάρηδες. Θα έπρεπε να είμαστε ενωμένοι και να προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να γλυτώσει το κρατητήριο ο Αλφόνσο.
- Κάτσε και βρες μόνος σου τρόπο. Πρώτη φορά μπλέκουμε με αστυνομία εξαιτίας του ηλίθιου , που τον θεωρείς ακόμα φίλο σου
- Είναι Αντώνιο , και δικός σου φίλος είναι.
- Δεν έχω φίλους που δεν μπορώ να τους έχω εμπιστοσύνη.
- Α ναι ε;
- Μάλιστα,
- Τότε κάτσε στη μιζέρια, εγώ θα βρω τρόπο να γλυτώσει ο φίλος ΜΟΥ τη φυλακή! Και θα έπρεπε να ξέρεις πως είναι να μπαίνεις φυλακή! Αλλά εσύ προτιμάς τον εγωισμό σου.
- Και γιατί θα έπρεπε να ξέρω;
- Γιατί εκεί ψώφησε ο πατέρας σου μπάσταρδε!
- Τον πατέρα μου Άστον εκεί που είναι , μην τον ξαναπιάσεις στο στόμα σου.
- Α μπα! Εσύ χαιρόσουν που πέθανε από κρύο και υποσιτισμό.
- Ναι , γιατί αν θυμάσαι μου στέρησε κάτι πολύτιμο για εμένα!
- Ε βέβαια , αφού πάντα  ετρεχες στην μανούλα σου, μαμάκια, πως να μην την είχες για πολύτιμη.
- Για τη μάνα μου δεν θα ξαναπείς λέξη.
Τα χέρια του Αντώνιο είχαν περικυκλώσει το λαιμό του Λουίς. Είχαν σφίξει το λαιμό του και το πρόσωπο του  , είχε σχηματίσει έναν μορφασμό πόνου και ασφυξίας.

- Άσε με να πάρω ανάσα
- Θα σε κάνω να μετανιώσεις τη στιγμή που γεννήθηκες , μπάσταρδε!
- Άσε με παπάρα

Με ένα χαστούκι , ο Λουίς έπεσε στο πάτωμα με ματωμένο στόμα. Τσακώθηκαν άγρια. Ο Αντώνιο μπορεί να χαιρόταν για το που βρίσκεται τώρα ο πατέρας του όμως δεν σήκωνε ποτέ κουβέντα από άλλους για εκείνον ή την πολυαγαπημένη του μητέρα.

Ο ΜαφιόζοςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang