Κεφάλαιο 16

3.4K 361 26
                                    

Κάπως έτσι πέρασαν τέσσερις μέρες χωρίς να δώσω σημεία ζωής. Δεν μπορώ να γαμάω την ψυχολογία μου κάθε φορά για έναν ανώριμο σπασίκλα. Είμαι 17 και δίνω Πανελλαδικές. Αν θέλω λοιπόν να πιάσω 18.500 μόρια και να περάσω Νομική Θεσσαλονίκης πρέπει να διαβάσω. Να διαβάσω σκληρά. Δεν έχω χρόνο για ηλίθια συναισθήματα και χαζές καταστάσεις. Φυσικά αυτό δεν σταμάτησε τα παιδιά που μου τηλεφωνούσαν καθημερινά για να βγούμε ούτε τον Θέμη που συνεχώς ήθελε να με δει. Εγώ όμως συνέχιζα να λέω δικαιολογίες. Έτσι πέρασα την παραμονή των Χριστουγέννων οικογενειακά στο σπίτι της γιαγιά μου. Ήταν γεμάτο κόσμο. Για της θείες μου ψίλωσα, ομόρφυνα, αδυνάτησα αλλά για μένα απλά ζούσα περιμένοντας την φοιτητική ζωή μακριά από όλους και απο όλα. Με καινούριους ανθρώπους και εμπειρίες, σε μια εντελώς διαφορετική και τεράστια πολύ.

-Αλίκη θα γίνεις ένα με το σπίτι σε λίγο. Ξέρεις πόσο καιρό έχουμε να βγούμε; μου φώναζε η Βιβή από το τηλέφωνο.
-Έλα ρε Βιβίκο. Έχω διάβασμα.
-Αααα όχι κουκλίτσα μου. Δεν θα ξαναζήσω εγώ το ίδιο σκηνικό, επειδή ο άλλος είναι ανώριμος. Δεν ακούω κουβέντα. Αρκετά σε άκουσα τόσες μέρες. Ντύσου καλά και έρχομαι για ταινία. Μην σε δω με φόρμες ή πυτζάμες πέθανες κακομοίρα μου. μου είπε η Βιβή και το έκλεισε απότομα.

Η μητέρα μου μένει στην γιαγιά μου από χθες, αφού η νοσοκόμα που την πρόσεχε πείρε άδεια. Ο αδερφός μου πήγε διακοπές με την κοπέλα του και έτσι το σπίτι είναι άδειο. Άνοιξα την ντουλάπα μου και φόρεσα ένα τζιν σορτσάκι και ένα λευκό T-shirt. Πήγα στο ψυγείο και ήπια λίγο κρασί για να αντέξω την γκρίνια της Βιβής.
Ακούστηκε το κουδούνι και σηκώθηκα βαριεστημένα.
Μόλις άνοιξα την πόρτα η Λίλα έπεσε με φόρα πάνω μου αγκαλιάζοντάς με.
-Αλικάκι μου! Πόσο μου έλειψες! Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας έξω; Έχεις κάνει μαύρους κύκλους από το διάβασμα. Χαλάρωσε λίγο! μου είπε, ενώ η υπόλοιπη παρέα βολεύτηκε στον καναπέ. Ευτυχώς για μένα ο Θέμης δεν έχει έρθει.
-Άσ'την καλέ να πάρουμε και μεις σειρά! της είπε η Ξένια ξεκολλώντας την Λίλα από πάνω μου.
- Αφού, δεν βγαίνεις έξω, ήρθαμε εμείς μέσα. μου είπε ο Νίκος ζουλώντας με στο μάγουλο.
-Ευχαριστώ ρε παιδιά. Δεν ήταν ανάγκη. είπα αλλά με διέκοψε η Ξένια.
-Ήταν και μεγάλη μάλιστα. Ρίζες κοντεύεις να βγάλεις εδώ μέσα!
-Τουλάχιστον ντύθηκες σαν άνθρωπος. Πάλι καλά! Πάνε βάλε μια ζακέτα γιατί θα κρυώσεις και εγώ πάω να σερβίρω το κρασί. μου είπε η Βιβή και κούνησα το κεφάλι.

Μόλις μπήκα στο δωμάτιο είδα τον Θέμη να με περιμένει καθισμένο στο κρεβάτι. Τσίριξα και έκλεισα γρήγορα την πόρτα.
-Τι κάνεις εδώ παιδάκι μου μεσ' στα σκοτάδια; Πας καλά; Έμφραγμα θα πάθω! του είπα καθώς άναβα το φως.
- Συγγνώμη! μου είπε καθώς κοίταγε το πάτωμα.
Πήγα και κάθισα δίπλα του. Γύρισε το κεφάλι του δειλά. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, ενώ οι μαύροι κύκλοι ήταν εμφανής.
-Από πότε έχεις να κοιμηθείς; τον ρώτησα και δεν απάντησε. Απέφευγε να με κοιτάξει στα μάτια έχοντας στραμμένο το βλέμμα του στο κενό.
Απάντησέ μου, του είπα αυστηρά.
-Εδώ και τρεις μέρες δεν έχω κλείσει μάτι.
-Πρέπει να κοιμηθείς.
-Γιατί με αποφεύγεις; με ρώτησε και πάγωσα.
-Τι... Τι εννοείς; του απάντησα και σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι κωλλόντας το μέτωπό του στον τοίχο. Τα μάτια του ήταν κλειστά σαν να προσπαθούσε να εξουσιάσει τα συναισθήματά του, χωρίς αποτέλεσμα.
-Όλη μου την ζωή ζούσα σαν κυνηγημένος. Κάθε χρόνο άλλαζα και πόλη λόγω τον γονιών μου. Δεν μπορούσα να κάνω φίλους, να δημιουργήσω δεσμούς, γιατί κάθε χρόνο έφευγα. Δεν άντεχα να χάνω ανθρώπους. Άρχισα να κλείνομαι στον εαυτό μου. Δεν ήξερα τι θα πει ζωή πριν σε γνωρίσω. Θυμάσαι που σε ρώτησα αν έχεις νιώσει πως όλοι θέλουν κάτι από σένα; Ε λοιπόν εγώ το ζω κάθε μέρα. Γεννήθηκα παιδί στρατιωτικών και πρέπει να είμαι καλός μαθητής, πειθαρχημένος, χωρίς φόβους, δυνατός και φυσικά να γίνω και γω στρατιωτικός όπως οι γονείς μου, ο παππούς μου, ο προπάππους μου. Δεν υπάρχουν θέλω στην ζωή μου. Μόνο πρέπει. Όταν γύρισα από την εκδρομή τσακώθηκα με τους γονείς μου για την εμφάνησή μου. Αλλά δεν με ένοιαζε. Ένιωθα για πρώτη φορά έφηβος. Για πρώτη φορά εγώ. Μια βδομάδα μετά το αποδέχτηκαν. Σήμερα τους ανακοίνωσα πως δεν θέλω να γίνω στρατιωτικός. Τσακωθήκαμε άγρια. Δεν με ένοιαζε. Ήμουν ελεύθερος. Για πρώτη φορά ελεύθερος να αποφασίσω εγώ για το μέλλον μου. Και αυτό το χρωστάω σε σένα.

Λέγοντας αυτά φάνηκε να ηρεμεί. Γύρισε για να με κοιτάξει ανακουφισμένος που τα έβγαλε από μέσα του. Εγώ είχα μείνει σοκαρισμένη μη μπορόντας να αντιδράσω.
-Μόνος σου τα κατάφερες. Δεν μου χρωστάς τίποτα. του είπα ήρεμα.
-Χάρις εσένα τα κατάφερα. Με έσωσες Αλίκη. Με έσωσες από μια ζωή γεμάτη λάθη και απωθημένα. μου είπε και ήρθε προς το μέρος μου.
-Τα παιδιά θα ανησυχούν. Πάμε μέσα. του είπα και μου κράτησε σφιχτά το χέρι.
-Συγγνώμη που γίνομαι τόσο κάφρος μερικές φορές. Δεν είχα ποτέ φίλους. Δεν καταλαβαίνω τα λάθη μου. Δεν ήθελα να σε πληγώσω. Ποτέ μου δεν θέλησα να σε πληγώσω. Ξαφνικά νιώθω τόσα νέα συναισθήματα που τρομάζω. Σε παρακαλώ συχώρεσέ με. Σε έχω τόσο ανάγκη. μου είπε ήρεμα κοιτώντας με βαθιά στα μάτια.
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και ένα μεγάλο χαμόγελο άρχιζε να φωτίζει το πρόσωπό του. Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε με έσφιξε στην αγκαλιά του λέγοντάς μου συνέχεια "Ευχαριστώ '.
Πήγαμε προς το σαλόνι και όλοι μας κοίταγαν περίεργα. Η Βιβή έβαλε ταινία και καθίσαμε όλοι στον μεγάλο γωνιακό καναπέ. Ευτυχώς που τα παιδιά είχαν διαλέξει κωμωδία και δεν θα έπεφτα συνέχεια πάνω στον Θέμη. Εκείνος όμως δεν πτοήθηκε και πέρασε το χέρι του γύρω από το κεφάλι μου ενώ με το άλλο μου χάιδευε απαλά τις αρθρώσεις. Καθ όλη την διάρκεια της ταινίας παρατήρησα κλεφτές ματιές ανάμεσα στην Βιβή και τον Νίκο. 'Κάτι παίζει" σκέφτηκα χαρούμενα.

Το βράδυ κύλησε υπέροχα παίζοντας παιχνίδια και συζητώντας διάφορα θέματα. Κάπου στις τρεις είχαν φύγει όλοι εκτός από τον Θέμη και την Βιβή.
-Εγώ πάω μέσα, μας είπε η Βιβή και έτρεξε στο δωμάτιό μου.
-Πλάκα είχε σήμερα. του είπα δήθεν αδιάφορα.
-Ναι αρκετά. ψήσου να πάμε για καφέ αύριο. Θα πω και τους υπόλοιπους, μου είπε καθώς πηγαίναμε προς την πόρτα.
-ΟΚ. Θα το κανονίσουμε, του είπα και πήγα να τον φιλήσω στο μάγουλο αλλά εκείνος με αγκαλιάζει απότομα. Αρχίζει να με σφίγγει πιο πολύ πάνω του σαν να μην πιστεύει ότι υπάρχω.
-Μην απομακρυνθείς ξανά. μου ψιθύρισε στο αυτί και με άφησε απρόθυμα.
Καληνύχτα Αλίκη. συνέχισε και με φίλησε στο μάγουλο.
-Καληνύχτα. του είπα καθώς τον είδα να φεύγει.

Γυρνώντας είδα την Βιβή ακουμπισμένη στον τοίχο να κοιτάει προς το μέρος μου.
-Μιλάμε για μεγάλη καψούρα, μου είπε χασκογελώντας.
-Την δική μου ή την δική σου; την ρώτησα πονηρά και τα έχασε.

ΟΧΙ ΠΙΑ ΣΠΑΣΙΚΛΑΣWo Geschichten leben. Entdecke jetzt