Κεφάλαιο 20

3.3K 344 24
                                    

Μετά από αρκετή ώρα είχα επιτέλους ξεσπάσει. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Πείρα μια βαθιά ανάσα και μου υποχέθηκα πως θα αφήσω πίσω όσα συνέβησαν με τον Πάρη μια για πάντα. Πρέπει όμως σε κάποιον να μιλήσω. Έπισα γρήγορα το τηλεφωνό μου και πείρα την Βιβή.
-Έλα μανάρι, μου απάντησε χαρούμενα.
-Έλα ζουζούνι. Τι κάνεις;
-Καλα. Εσύ; Τι λέει;
-Καλά. Είχε έρθει από εδώ ο Πάρης. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα ρε συ.
-Αλίκη μου σταμάτα. Ο Πάρης τελείωσε. Σου είχε πει να προχωρήσεις και προχώρισες. Που κολλάς; Είσαι με τον Θέμη τώρα και όλα καλά.
-Ναι έχεις δίκιο. Εσύ τι νέα;
"Βιβή!" Ακούγεται μια αντρική φωνή στο βάθος.
-Εεεε...Αλικάκι θα σε πάρω μετά. Έχω μια δουλειά.
-Ο Νίκος σε φωνάζει; Πότε πρόλαβες ρε θηρίο;
-Εεεεεεει... όχι εγώ. Αυτός. Σ' αφήνω. Τα λέμε μετά. Σ αγαπώ πολύ. Φιλιά. Μου είπε και μου το έκλεισε.

Αχ αυτό το κορίτσι. Δεν μου την γλιτώνει. Θα την ανακρίνω μετά. Άραγε τι να κάνει τώρα ο Θέμης; Ήδη μου λείπει. Κάτσε να τον πάρω.

-Μπα μπα! Νωρίς μας θυμήθηκες μικρή. Μου είπε γελώντας.
-Συγγνώμη αλλά κάποιοι από εμάς διαβάζουν. Του απάντησα με ειρωνία.
-Όσο για αυτό. Δεν έρχεσαι να διαβάσουμε παρέα; Δεν τα καταφέρνω μόνος μου.
-Αλήθεια; Γιατί νομίζω πως άμα έρθω δεν θα διαβάσεις καθόλου. Του είπα χαχανίζοντας.
-Θα το δούμε. Σε μια ώρα να είσαι εδώ. Αλλιώς θα έρθω να σε πάρω. Μου είπε παιχνιδιάρικα και το έκλεισε.
Αμέσως σηκώθηκα και έτρεξα στο μπάνιο.
-Σιγά καλέ. Θα πέσει το σπίτι. Που θα πας; Με ρωτάει η μαμά μου.
-Μια βόλτα θα πάω βρε μαμά. Βιάζομαι. Τα λέμε μετά. Της είπα και μπήκα στην μπανιέρα.
Λούστηκα γρήγορα και μπήκα στο δωμάτιο. Στέγνωσα τα μαλλιά μου και έπειτα από πολύ σκέψη φόρεσα ένα μαύρο κολλητό τζιν,μια ασπρόμαυρη ριγέ μπλούζα, μια κόκκινη μάλλινη ζακέτα που φτάνει μέχρι το γόνατο και τα λευκά μποτάκια μου. Έβαλα λίγη μάσκαρα και ήμουν έτοιμη.
-Φεύγω. Είπα στην μαμά μου καθώς έπερνα την τσάντα μου.
-Καλά να περάσεις μικρή. Χαιρετισμούς στον Θέμη. Μου είπε και μου έκλεισε το μάτι. Της έκανα μια γκριμάτσα και έφυγα βιαστικά.

Έφτασα στο σπίτι του Θέμη και χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε φορόντας μόνο μια φαρδιά γκρι φόρμα. Δεν υπάρχει καλύτερη υποδοχή από το να βλέπεις το σέξυ αγόρι σου να σε υποδέχεται χωρίς μπλούζα.
-Άργησες! Μου είπε σοβαρά.
-Εεεε... Τι να προλάβω να κάνω μέσα σε μια ώρα; Του είπα παίρνοντας την πιο γλυκιά φατσούλα.
-Με τέτοια φατσάρα μπορώ να σου θυμώσω; Με ρωτάει και κολλάει τα χείλη του πάνω στα δικά μου. Με πιάνει από την μέση και με τραβάει κοντά του. Χαϊδεύω απαλά το στέρνο του και δαγκώνει το κάτω χείλος μου κάνοντας το φιλί μας ακόμα πιο παθιασμένο. Όλη αυτή η κατάσταση πραγματικά με φτιάχνει. Και όχι μόνο εμένα. Πρέπει να το σταματήσω. Προσπαθώ να ξεκολλήσω από κοντά του.
-Θέμη...έχω... πρόβλημα... Πάνε... ντύσου. Του είπα μέσα από τα φιλιά μας και αρχίζει να απομακρύνεται.
-Ναι. Και γω. Πάμε για έκθεση; Με ρωτάει και κουνάω καταφατικά το κεφάλι. Ανεβαίνουμε την σκάλα και φτάνουμε στο δωμάτιό του. Φοράει την ζακέτα που του πείρα δώρο. Τι γλυκούλης!!!
-Είναι η αγαπημένη μου! Μου λέει και μου κλείνει το μάτι.
-Χαίρομαι. Του λέω και τον φιλάω απαλά στα χείλη.
-Λοιπόν. Έχω ένα θέμα στην περίληψη. Μπορείς να με βοηθήσεις; Με ρωτάει προσπαθώντας να ακουστεί σοβαρός.
-Ναι. Κάτσε. Του είπα γελώντας και κάθισε στην καρέκλα.

Ξεκίνησα να του λύνω ορισμένες απορρίες μέχρι που με διέκοψε.
-Εσύ έτσι θα είσαι; Με ρωτάει. Ήμουν σκημμένη επάνω στο γραφείο αφού δεν υπήρχε καρέκλα εδώ κοντά και βαριόμουν να πάρω.
-Ναι. Γιατί; Τον ρώτησα και με έπιασε από την μέση κάνοντας με να καθίσω πάνω του.
-Τώρα είσαι καλύτερα. Μου είπε πονηρά. Δεν μας κόβω να κάνουμε μάθημα σήμερα.
-Είσαι σίγουρος πως μπορείς να είσαι συγκεντρωμένος έτσι; Τον ρώτησα και κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
Συνέχισα να εξηγώ αλλά κάποια στιγμή με διακόπει και με φιλάει.
-Ξέρεις κάτι; Γάμα την έκθεση! Μου είπε και με φίλησε ακόμα πιο έντονα. Όλο μου το σώμα είχε ανατριχιάσει από ευχαρίστηση, ενώ ένιωθα κάτι σκληρό κοντά στα πόδια μου. Κάποιος χάρηκε πολύ που με είδε.
Να δω πως θα περάσει αυτό το παιδί. Όχι πως με χαλάει το φιλί. Ίσα ίσα.
Απλά φοβόμουν μηπως τον πιέσω να κάνει κάτι που δεν θέλει. Γιατί κακά τα ψέμματα έτοιμη είμαι.

Τότε ακούμε θόρυβο από κάτω. Αμέσως ξεκολλάω γρήγορα από πάνω του και κάθομαι στο κρεβάτι.
-Πρέπει να ήρθαν οι δικοί μου. Μου είπε και έγινα κόκκινη. Δεν θα αντέξω να τους γνωρίσω. Είναι νωρίς ακόμα. Μπαίνει μέσα στο δωμάτιο ο πατέρας του και κοιτάζει μια τον Θέμη μια εμένα. Πρέπει να ήμουν σαν πατζάρι.
-Μπαμπά να σου γνωρίσω την Αλίκη. Μου είπε και σηκώθηκα για τον χαιρετήσω. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και χαμογέλασε αμυδρά.
-Χάρηκα Αλίκη. Αλήθεια αν επιτρέπεται ποιός είναι ο βαθμός σου στο σχολείο; Με ρώτησε σοβαρα.
-Ρε μπαμπά. Του είπε ο Θέμης.
-Τελείωσα την Β λυκείου με 19,2. του απάντησα κοιτώντας το πάτωμα. Η κατάσταση ήταν πραγματικά πολύ άβολη.
-Μάλιστα. Εύγε κοπέλα μου. Θέμιστοκλή σε λίγο έρχεται η μητέρα σου. Είπε και έφυγε.
-Καλύτερα να φύγω! Ψέλλισα δειλά.
-Ευχάριστώ για σήμερα. Θα τα πούμε αύριο. Έχω κάτι τελευταίες απορίες. Μου είπε και μου χαμογέλασε γλυκά.
-Ναι. Του είπα και πήγαμε προς την πόρτα. Με φίλησε στο μάγουλο και έφυγα. Ήταν πραγματικά από τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου.

ΟΧΙ ΠΙΑ ΣΠΑΣΙΚΛΑΣWhere stories live. Discover now