IX

20 7 2
                                    

Οι κάτοικοι του Άντερχιλ συνέχιζαν την καθημερινότητα τους . Ένας βαθύς φόβος όμως κυρίευε μέρα με την μέρα τις καρδιές τους. Τα τελευταία γεγονότα μαθεύτηκαν σχετικά γρήγορα από όλους και πλέον όσοι περαστικοί περπατούσαν στους δρόμους του χωρίου απέφευγαν χαρακτηριστικά να διασταυρώνουν την διαδρομή τους από την πλευρά της εκκλησίας. Οι χτύποι από τα μαστορέματα και η φασαρία που προκαλούσαν οι εργάτες προσέφερε μια γαληνή. Όταν σταματούσαν όμως αυτές οι εργασίες , η σιωπή και η ησυχία που επικρατούσε ήταν αβάσταχτες. Όλοι θα κυκλοφορούσαν με ένα αίσθημα καχυποψίας και πολλοί απέφευγαν να πηγαίνουν στην εκκλησία για τις εβδομαδιαίες λειτουργίες. Το ηθικό είχε αρχίσει να βυθίζεται και αυτό που κάποτε θύμιζε ελπίδα στα μάτια των χωρικών κατέληγε να γίνεται η αιτία του χαμού μπροστά στα μάτια τους.

Στην κεντρική αίθουσα τώρα οι εθελοντές μάστορες δούλευαν ακατάπαυστα βλέποντας την πρόοδο της εργασίας να φτάνει σταθερά στην ολοκλήρωση της. Μια μέρα πριν τελειώσουν την εργασία ο Τζόρτζσον και ο Όακγουντ παρατηρούσαν ότι από τους έξι εθελοντές είχαν απομείνει πλέον οι τρεις. Κάθε μέρα ένας εθελοντής δεν παραβρισκόταν και όλοι υπέθεταν πως οι απόντες νοσούσαν ή είχαν άλλες πιο σημαντικές υποχρεώσεις. Άλλωστε ήταν εθελοντική δουλεία και όχι υποχρεωτική. Κάτι που παραξένευε τους δυο άντρες διότι κανένας χωρικός δεν θα εγκατέλειπε μια δουλεία στην μέση. Ήταν στην νοοτροπία αυτών των ανθρώπων να φέρνουν εις πέρας κάθε εργασία που αφορούσε το καλό του χωριού.

Αργά το απόγευμα όταν οι εθελοντές συμμάζευαν και καθάριζαν τα εργαλεία ο ιερέας τους πλησίασε. Αυτή την φορά τους ανέθεσε μια νέα εργασία. Οι τρεις άντρες άκουσαν με προσοχή για το νέο τους καθήκον. Έπρεπε να πάνε στο δάσος κοντά στο χωριό του Όβερχιλ όπου θα κατασκεύαζαν ένα καινούριο πριονιστήριο. Από εκεί θα κατασκεύαζαν δοκάρια και σανίδες για την ανακατασκευή του προαυλίου της εκκλησίας. Το πριονιστήριο του Άντερχιλ δεν θα μπορούσε να αναλάβει την εργασία αυτή καθώς δούλευε πυρετωδώς για άλλες κατασκευές για την αποβάθρα. Στις επόμενες μέρες θα ετοίμαζαν και άλλους άντρες και γυναίκες που θα επιθυμούσαν να εργαστούν στο δάσος. Θα κατασκευαζόταν και κατάλυμα όπου θα μπορούσαν να ζουν. Η εργασία αυτή την φορά θα ήταν με αμοιβή για κάθε άτομο και για κάθε μέρα που θα βρίσκονταν εκεί. Τους παρότρυνε να καλέσουν όσα άτομα είχαν ανάγκη για κάποιο παραπάνω εισόδημα. Τους έδωσε τρεις μέρες για τις προετοιμασίες της νέας εργασίας και μετά τους απέσυρε.

Οι Επίλεκτοι του Πλάακχ.Onde histórias criam vida. Descubra agora