XIII

22 6 3
                                        

Είχε πια νυχτώσει , ο ουρανός ήταν ξάστερος και το φεγγάρι έλαμπε σαν χρυσαφί μαργαριτάρι. Η λάμψη του διαγραμμιζόταν από τον ορίζοντα μέχρι την παραλία του χωρίου ανακλώντας το χλωμό χρυσαφένιο χρώμα. Σαν προβολέας που εστίαζε σε ένα μακάβριο σκηνικό που έμελλε να ξεκινήσει ανυπόμονα. Οι σκιές από τα σπίτια διαγράφονταν πάνω στα σοκάκια και τους χωματόδρομους του μελαγχολικού Άντερχιλ. Οι απαλοί ήχοι του παφλασμού της θάλασσας που έγλυφαν την γκρίζα παραλία συνόδευαν την ατμόσφαιρα. Κάπου κάπου ακουγόταν κάποιος ανήσυχος κοπρίτης να γαβγίζει σπάζοντας την ηρεμία της νύχτας. Τα σπιτάκια δεν έφεγγαν κανένα φως, προδίδοντας έτσι την ηρεμία και τον λήθαργο των κατοίκων. Τέτοια εντύπωση ήθελαν να δώσουν όσοι περίμεναν δίπλα στις πόρτες τους οπλισμένοι. Γυναίκες και άντρες, νεαροί και νεαρές ξαγρυπνούσαν και ανέμεναν κάποια κίνηση στα στενά του χωριού. Αυτό που τους κρατούσε ξύπνιους αυτήν την μακάβρια, ήσυχη βραδιά ήταν ο χαμός συγγενών, φίλων και συντοπιτών τους. Άλλοι απλά ήθελαν να συνεφέρουν τους αγαπημένους τους από μια αρρώστια που τους ήταν άγνωστη και ανεξήγητη. Όλοι τους περίμεναν την παράλογη συνάθροιση στην εκκλησία. Όλοι τους ήθελαν να μάθουν τι διαδραματιζόταν εκεί όσο αυτοί κοιμόντουσαν τα βράδια. Η περιέργεια τους όμως θα λυνόταν με έναν πολύ τραγικό τρόπο.

Οι τρεις άντρες , ο Φιλ Σμιθ , ο Κ. Κέβιν Γουίλνγκτον και ο Τζόρτζσον είχαν στήσει καρτέρι στο σπίτι του Φιλ. Οπλισμένοι και οι τρεις με εργαλεία, ματσέτες, βαριοπούλες και μουσκέτα. Ο Κ. Κέβιν κοιτούσε το ρολόι τσέπης του , οι δείκτες έδειχναν μια η ώρα και δεκαπέντε λεπτά , ο Τζόρτζσον με τον Φιλ είχαν ανάψει από ένα τσιγάρο και μιλούσαν χαμηλόφωνα για τις εργασίες που έπρεπε να τελειώσουν στα ταλαιπωρημένα από την καταιγίδα σπίτια τους. Το φως του φεγγαριού εισέβαλε από τα παράθυρα , ήταν τόσο έντονο που επέτρεπε να δει κάποιος χωρίς δυσκολία. Έτσι οι άντρες βάλθηκαν να καθαρίζουν τα μουσκέτα τους για να περάσει η ώρα. Η ώρα περνούσε αβάσταχτα και αργά , δεν υπήρχε καμία κίνηση. Τώρα οι τρεις άντρες βουβοί κάθονταν και αναλογίζονταν. Κάποιος τις παλιότερες εποχές ανάκαμψης του χωριού. Κάποιος άλλος τις ελπίδες που είχε για τον τόπο αυτό και κάποιος άλλος προσπαθούσε να θυμηθεί από πού είχε ξεκινήσει όλο αυτό. Δεν είχε σημασία πια, βρίσκονταν σε μια κατάσταση από την οποία δεν υπήρχε επιστροφή. Ασυνείδητα ήξεραν πως αυτή ίσως και να ήταν η τελευταία τους βραδιά. Ο Φιλ δεν άντεχε άλλο αυτήν την σιωπή και έτσι σηκώθηκε και γέμισε τρία ποτήρια με ουίσκι, τα σέρβιρε στους άντρες. Ήταν κάτι που χρειαζόταν και οι τρεις τους , κάτι για να μπερδέψουν λίγο τις λυπητερές σκέψεις τους.

Οι Επίλεκτοι του Πλάακχ.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora