Ένας συνετός νους θα αποχωρούσε με την πρώτη ευκαιρία μετά από όλα όσα γίνονταν στο χωριό του Άντερχιλ. Οι επιπλοκές όμως που προκαλούσαν οι σκληρές καιρικές συνθήκες ήταν αρκετές για να τους κρατήσουν κλειδωμένους στα κρύα τοιχώματα των φτωχικών τους. Κάτω από το φως μιας λάμπας υγραερίου κάποιοι έβλεπαν τις οικογένειες τους να προσπαθούν να ζεσταθούν κάτω από τις κουβέρτες, συλλογίζονταν πως θα αποδράσουν το γρηγορότερο δυνατόν και που θα έβρισκαν καταφύγιο. Τα μακάβρια γεγονότα δηλητηρίαζαν τις ελάχιστες ευχάριστες στιγμές που έβρισκαν στο χωριό αυτοί οι άνθρωποι. Ο θάνατος των δυο ηλικιωμένων κατέβαλε το ηθικό των χωρικών και ήταν αρκετή αιτία για να εγκαταλείψουν το Άντερχιλ στο οποίο εναπόθεσαν τόση ενέργεια και ελπίδες. Η μοίρα τους άγνωστη, κάθε μέρα ξημέρωνε βροχερή και ξέπλενε τις προσπάθειες και τις φιλοδοξίες τους . Μέσα σε όλη αυτήν την μελαγχολία κάποιοι αναρωτιόνταν για τους ανθρώπους και τους συγγενείς που έφυγαν στο δάσος για τις εργασίες. Πολύ πιθανόν να μην γνώριζαν για τα δρώμενα που λάμβαναν μέρος στον τόπο τους. Με τον ερχομό τους όμως έπρεπε να γίνει μια συνέλευση και να αποφασίσουν το μέλλον τους. Η εντύπωση των περισσότερων ήταν αυτή, μα δεν γνώριζαν ότι από το δάσος θα γυρνούσε ένα σμήνος κενών ανθρώπων που η συνείδηση τους είχε καταβληθεί από μια ανώτερη και βλάσφημη συνείδηση.
Ήταν η έκτη μέρα αφού η καταιγίδα κόπασε για τα καλά, η βροχή είχε σταματήσει. Οι χωρικοί αφοσιώθηκαν αμέσως με την καθαριότητα και την αντικατάσταση των φθορών. Μερικοί κάτοικοι παρατήρησαν πως σε μερικά σπίτια επικρατούσε νεκρική σιγή. Καμιά ψυχή δεν εμφανίστηκε να ασχοληθεί με τις επισκευές. Έτσι οι πιο περίεργοι ανακάλυψαν την μακάβρια μοίρα τους. Οι νοικοκυραίοι και οι οικογένειες τους ήταν άφαντοι , οι οικίες των οποίων βρίσκονταν βουτηγμένες στο ίδιο τους το αίμα. Ξέσπασε τρόμος και πανικός, προκαλώντας μερικούς να ετοιμάσουν όσα υπάρχοντα μπορούσαν και να εγκαταλείψουν. Χωρίς δεύτερη σκέψη άφηναν τα σπίτια τους σε όποια κατάσταση και κίνησαν για την πόλη. Η αντίδραση τους αυτή και η αποφασιστικότητα ήταν κατάλοιπο της υπομονής που έκαναν τόσο καιρό. Οι αίτιες ήταν πολλές αλλά αυτή ήταν η τελική αφορμή που τους ανάγκαζε να δράσουν αντίστοιχα. Το μόνο που μπορούσε να τους σταματήσει ήταν κάποιο θαύμα . Κάτι που έγινε την κατάλληλη στιγμή.
Ακούστηκε ανάμεσα από την σχισμή των δυο βουνών. Το κρώξιμο ενός κορακιού σήμανε την επιστροφή των κατοίκων που γύριζαν από το δάσος. Φαίνονταν εξουθενωμένοι και ταλαιπωρημένοι, τα ρούχα κουρελιασμένα κρέμονταν πάνω τους. Με οδηγό τον ιερέα πλησίαζαν την κατοικημένη περιοχή του χωριού. Ο Τζόρτζσον έτρεξε τότε προς το σπίτι του Φιλ να του ανακοινώσει τον ερχομό τους. Ο Φιλ αφοσιωμένος επισκεύαζε μια πτέρυγα του σπιτιού του που υπέκυψε από την ισχυρή πλημμύρα. Οι δυο τους βγήκαν βιαστικά για να συναντήσουν τον σύντροφο τους Όακγουντ που είχε φύγει για να εργαστεί στο δάσος. Αυτό που παρατήρησαν όμως ήταν πως ο φίλος τους πλέον βρισκόταν σε μια περίεργη κατάσταση. Αδιαφορώντας για το καλωσόρισμα τους κατευθύνθηκε αμέσως προς το σπίτι του. Το ύφος που είχε δεν θύμιζε καθόλου τον παλιό του εαυτό. Χλωμός και με αργά βήματα μπήκε στο σπίτι χωρίς καν να ανταλλάξει κουβέντα με την σύζυγο του. Οι δυο σύντροφοι αμέσως παρατήρησαν ότι το δέρμα του είχε χλομιάσει και το πρόσωπο του είχε μόνιμα αποτυπωμένη μια αποχαυνωμένη έκφραση υπνωτισμένου. Το πιο ανατριχιαστικό ήταν πως όσοι κάτοικοι επέστρεψαν από το δάσος είχαν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά και αποχώρησαν όλοι στις οικίες τους. Οι περισσότεροι κάτοικοι που είχαν παραμείνει δεν φάνηκαν να παρατηρούν αυτές τις λεπτομέρειες, καθώς βιάστηκαν να μιλήσουν με τον ιερέα και να του αναφέρουν τις παράξενες εξαφανίσεις των δύσμοιρων κατοίκων. Μέσα στο πλήθος ακολούθησαν και ο Φιλ με τον Τζόρτζσον. Ο ιερέας κρατώντας τα λουριά ενός αλόγου που έσερνε ένα κάρο γεμάτο κορμούς κατευθυνόταν προς το προαύλιο της εκκλησίας. Από πίσω του οι χωρικοί τον βομβάρδιζαν με περιστατικά και ερωτήσεις , άλλοι απλά περίμεναν τη σειρά τους μέσα στην οχλαγωγία να εκδηλώσουν τις ανησυχίες τους. Ο ιερέας όμως παρουσίαζε απάθεια για τα λεγόμενα των χωρικών φτάνοντας προς την καγκελωτή πόρτα του προαυλίου της εκκλησίας. Σταμάτησε για μια στιγμή και απλά κοίταξε το πλήθος αδιάφορα. Τότε οι δυο σύντροφοι παρατήρησαν την αισθητή αλλαγή στο δέρμα του προσώπου του. Τα μάτια του είχαν αλλάξει και αυτά χρώμα προς το ανοιχτό γαλάζιο. Έβγαλε τα κλειδιά από το ράσο του και έσκυψε να ξεκλειδώσει την κλειδαριά. Η ενέργεια του αυτή εξαγρίωσε μερικούς χωρικούς έτσι που ένας από αυτούς τον άρπαξε από το στήθος και τον κράτησε σφιχτά στα κάγκελα της εξωτερικής πόρτας.
YOU ARE READING
Οι Επίλεκτοι του Πλάακχ.
Science FictionΤο πέρασμα του χρόνου αφήνει παντού το στίγμα του, διαβρώνοντας τα πάντα στο πέρασμα του. Εξαίρεση δεν αποτελεί το μικρό χωριουδάκι του Άντερχιλ το οποίο διαβρώθηκε όχι μόνο από τον χρόνο, αλλά από μια σειρά αλλόκοτων και δυσοίωνων γεγονότων. Τα γεγ...