III

42 8 3
                                    

Οι εργασίες στο μικρό χωριουδάκι του Άντερχιλ προχωρούσαν αργά αλλά σταθερά. Πέρασαν σχεδόν τρεις μήνες και οι χωρικοί μαζί με τους ψαράδες της πόλης είχαν κατασκευάσει μιαν οικία για τον καθένα. Με την σειρά τους οι ψαράδες μετέφεραν τις οικογένειες τους στο νέο τους σπιτικό. Οι ντόπιοι φαίνονταν χαρούμενοι με τον ερχομό των καινούριων συντοπιτών τους μιας και το χωριουδάκι τους απέκτησε ξανά ζωή. Η μέρα περνούσε γεμάτη εργασία ιδρώτα και εξάντληση, κάθε βράδυ συγκεντρώνονταν γύρω από μεγάλα συμπόσια και ευχαριστιόνταν το ζεστό φαγητό τους. Οι παλαιότεροι μάθαιναν στους νέους τον τρόπο ζωής τους και οι νεότεροι βοηθούσαν με τις δύσκολες και κοπιαστικές δουλειές της καθημερινότητας. Την σπουδή των μικρότερων ανέλαβε ο ιερέας του χωρίου καθώς ήταν σπουδαγμένος άνθρωπος. Οι γυναίκες πρόσεχαν τα νήπια ή φρόντιζαν τους κήπους με τα σπαρτά και το νοικοκυριό. Οι άνδρες έβγαζαν την τροφή με το ψάρεμα και περνούσαν το περισσότερο χρόνο τους ανοικοδομώντας τις οικίες . Η θάλασσα προσέφερε απλόχερα την ομορφιά και τα αγαθά της στους χωρικούς του Άντερχιλ. Όλοι ήταν χαρούμενοι με την πλέον καλοκάγαθη ζωή τους. Αυτός ο ρυθμός που είχαν πάρει τα πράγματα ήταν αρκετά καλός για να είναι αληθινός, συλλογίζονταν κάποιοι από τους ψαράδες την ώρα που τραβούσαν τα δίχτυα τους από την θάλασσα. Το προαίσθημα τους αυτό δεν τους εξαπατούσε. Τα γεγονότα  θα έπαιρναν άλλη στροφή.

Τις τελευταίες μέρες πριν κλείσει ο τέταρτος μήνας της διαμονής των ψαράδων στο χωριό του Άντερχιλ έγινε κάτι το αναπάντεχο. Ένα υπέροχο απόγευμα όταν οι άνδρες τελείωσαν με το ψάρεμα και μάζευαν τα δίχτυα τους, τρεις παλιοί τους συνάδελφοι από την Σμολ Τάουν τους βρήκαν στην προβλήτα με σακίδια στην πλάτη. Τα νέα που έφερναν αυτοί οι τρεις άνδρες δεν ήταν σίγουρα ευχάριστα. Οι εταιρίες πλέον αγοράστηκαν από έναν πλούσιο επενδυτή και τα μέτρα που είχε λάβει απέναντι στους εργαζόμενους ήταν σκληρότερα από τα προηγούμενα. Η εργασία πληρωνόταν με ψίχουλα κάτι που δεν μπορούσαν να αντέξουν οι περισσότεροι. Οι συνθήκες στην πόλη επίσης άλλαξαν και οι πολίτες ξεκίνησαν να καταφεύγουν για άλλες πόλεις. Μόνο όσοι δεν είχαν που να καταφύγουν κατέληγαν να ανέχονται τις αλλαγές που γίνονταν σε βάρος τους. Οι τρεις ψαράδες βρίσκονταν στο κατώφλι των χωρικών του Άντερχιλ με την ελπίδα ότι θα τους δέχονταν.

Σε ένα σύντομο συμβούλιο οι χωρικοί αποφάσισαν να δεχτούν τους ψαράδες και με την έγκριση του ιερέα μπορούσαν πλέον να εγκατασταθούν στο χωριό. Η ενσωμάτωση τους έγινε σε πολύ μικρό διάστημα και έτσι και αυτοί ανέλαβαν καθήκοντα και εργασίες στην ανοικοδόμηση του χωρίου. Μοιράστηκαν τις γνώσεις πάνω στις εργασίες που ήξερε να κάνει ο καθένας ξεχωριστά. Αυτό βοήθησε στην ανάπτυξη και στην επέκταση του μικρού χωριού. Οι μέρες περνούσαν και οι νέοι χωρικοί έκτιζαν τα δικά τους σπίτια ενώ οι παλαιότεροι ασχολούνταν κυρίως με το ψάρεμα και τις κατασκευές.

Οι Επίλεκτοι του Πλάακχ.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora