Κεφάλαιο 17°

1.7K 204 25
                                    

"Δε θέλω να φύγω ποτέ από εδώ..."
Ξημερωνε...
Ο Ορέστης καθόταν στη θέση του οδηγου, κι εκείνη έχοντας τα πόδια της δεξιά και αριστερά , ξάπλωνε γυμνή επάνω του.
Είχε χάσει κάθε δύναμη του κορμιού της αλλά ένιωθε γεμάτη..

Ο Ορέστης άναβε και έσβηνε για ώρες...
Δεν χορταινε το κορμί της...
Δεν άντεχε να πάρει τα χέρι τα χέρια του από πάνω της...
Μα ούτε άντεχε να της πει ότι ήταν η τελευταία τους βραδιά...
Η πρώτη, και τελευταία...

"Δεν μιλάς... Σε φοβάμαι όταν δε μιλάς..." Η Εύα πέρασε το δάχτυλο της πάνω από το γυμνό του στήθος μα εκείνος κοιτούσε το κενό.
Άπλωσε διστακτικά τα χέρια της στο πρόσωπο του και ανεβάζοντας το δικό της, τον ανάγκασε να τη κοιτάξει.
"Μη με αφήνεις στις σιωπές.. οι σιωπές σου πονάνε..." του είπε απαλά και τον φίλησε...

Ο Ορέστης άπλωσε το χέρι προς τα πίσω , άρπαξε τη μπλούζα του και την έβαλε στη πλάτη της.
Τέτοιος ήταν... Καμιά φορά οι σιωπηλές του πράξεις ήταν μεγαλύτερες από κάθε λέξη που δημιουργήθηκε από ανθρώπου γλώσσα εκεί έξω..
"Ορέστη; Ορκίσου μου ότι αύριο δε θα φύγεις μακριά μου πάλι. Ορκίσου μου ότι δε θα απομακρυνθείς από εμένα.. δε θα το αντέξω. Όχι πάλι. Όχι ξανά..."

"Αν απομακρυνομουν, θα με περιμενες;" είπε αξαφνα μιλώντας για πρώτη φορά ύστερα από σχεδόν μισή ώρα σιωπής.
Η Εύα χρησιμοποίησε άψογα τη τεχνική του, και σώπασε. Άπλωσε τα χέρια της πίσω από το κεφάλι του και τον ώθησε στο στήθος της. Τον άφησε να ακούσει την καρδιά της που αμέσως μόλις μίλησε χτύπησε κόκκινο και του έδωσε τη βουβή απάντηση της...

*******

Όπως ακριβώς και τότε έτσι και τώρα, πατούσε το γκάζι χωρίς να υπολογίζει τίποτα.
Σαν να γύρισε ο χρόνος πίσω και τη κορόιδευε μέσα στα μούτρα , η Εύα ξαναζουσε την ίδια ακριβώς ένταση.
Τα ίδια ακριβώς συναισθήματα τρόμου...
Μόνο που αυτή τη φορά, η ψυχή της ήταν διαλυμένη. Όχι από το φόβο του γκρεμού η του θανάτου, μα από εκείνον...

Σιωπή...
Ήξερε πόσο τη πονούσε η σιωπή του...
Άλλαζε τις ταχύτητες σαν τρελός, έχοντας καρφωμενο το βλέμμα στο δρόμο.
Μόνο που αν τον κοίταζες προσεκτικά, το βλέμμα του έδειχνε χαμένο.
Έμοιαζε σαν τα χέρια να ήξερα μόνα τους το δρόμο.

Δεν τόλμησε να του πει σταμάτα...
Δεν τόλμησε να βγάλει άλλη λέξη από την ώρα που ξεκίνησε...

Τράβηξε ξανά το χειρόφρενο ύστερα από δεκαπέντε χρόνια στο ίδιο ακριβώς σημείο και έκοψε δεξιά το τιμόνι μπαίνοντας στο χωματόδρομο

Δύο μικροί αγγέλοι.. (Υπό Επιμέλεια)Where stories live. Discover now