Κεφάλαιο 38°

1.9K 217 27
                                    

Οι  ηλιαχτίδες που έπεφταν σαν ξημέρωνε από το ανοιχτό παράθυρο τους βρήκαν αγκαλιά. Τα πουλιά κελαηδούσαν και εκτός από τη βαριά της ανάσα, ήταν ο μόνος ήχος που άκουγε.
Ένιωσε την ανατριχιλα στο κορμί της καθώς ξυπνούσε από τη πρωινή ψυχρά και πιάνοντας τη μπλούζα του από το πλάι με το ένα χέρι, την έριξε απαλά πάνω της.
Το χέρι της ήταν ακουμπησμενο στο στήθος του, το πόδι της πάνω του και το κεφάλι της ξεκουραζόταν ακριβώς στο σημείο της καρδιάς. Δεν είχε βιώσει ποτέ την αίσθηση του γυμνού της κορμιού σε αυτή τη στάση για τόσες ώρες.

Μια περίεργη πληρότητα που αν και ήθελε να εξηγήσει, οι λέξεις δεν έφταναν για να της δώσουν υπόσταση.
Τριφτηκε λιγάκι πάνω του, χασμουρηθηκε και βολεύτηκε καλύτερα. Ένιωθε πως το κορμί της ξυπνάει. Γύρισε ελαφρά το δικό του με προσοχή για να μη της χαλάσει τη στάση και την αγκάλιασε και με το άλλο χέρι. Τα μάτια της είχαν ένα ελαφρύ πρήξιμο τριγύρω, τα χείλη της μια γλυκιά κοκκιναδα από τα ατελείωτα φιλία που της έδινε και έδειχνε ήρεμη.

Τα βλέφαρα της τρεμοπαιξαν, άνοιξαν και το πρώτο πρωτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια πράσινη θάλασσα.
Οι χτύποι της καρδιάς της αυξήθηκαν μονομιάς και εκείνος το ένιωσε.

"Καλημέρα..." του είπε και αφήνοντας τον εαυτό της ελεύθερο, του χάρισε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

"Είχα ξεχάσει πόσο όμορφη είσαι το πρωί... Μοιάζεις με εκείνο το κοριτσάκι που με παιδευε.. Σαν να μη σε άγγιξε ο χρόνος." Η Εύα κοκκινησε και ο Ορέστης της χαμογέλασε.

"Εγώ ξέρεις τι είχα ξεχάσει;" του είπε σιγανα με τη σειρά της  απλώνοντας τα δάχτυλα της στα χείλη του "Το τρόπο που χαμογελάς..."
Η Εύα αναστεναξε
"Ορέστη; Θέλω να μιλήσουμε. Να μη μείνει τίποτα κρυφό πια. Τίποτα που να βαραίνει τη ψυχή μας..."
Ξάπλωσε ανάσκελα κοιτάζοντας το ταβάνι κι εκείνη ανασηκώθηκε ελαφρά. Ήξερε και ο ίδιος πως αργά η γρήγορα θα έφταναν σε εκείνη τη κουβέντα μα δεν ένιωθε ότι μπορεί να αντεπεξέλθει εντελώς . Όχι για το ψέμα, αυτό το είχε καταπιεί και μάλιστα ήταν αποφασισμένος να δώσει σε αυτόν που το έκανε ένα γερό μάθημα. Μα για εκείνο το παιδί... Δεν ήξερε πως να διαχειριστεί όσα θα άκουγε. Ήταν ένας πόνος που του ήταν αδύνατο να βγάλει από μέσα της. Ότι κι αν έγινε, το πέρασε μόνη. Δεν ήταν κανένας βλάκας να τη κατηγορήσει. Ίσως όλοι τον είχαν πάρει από φόβο μα ο Ορέστης καταβαθος μετρούσε καλά τις καταστάσεις. Μια φορά έκανε το λάθος και πίστεψέ στα ψέματα. Πλέον δεν θα πίστευε τίποτα που δεν θα έβγαινε από τα δικά της χείλη. Ποτέ ξανά.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και αποφάσισε να αντιμετωπίσει το παρελθόν μια και έξω.

Δύο μικροί αγγέλοι.. (Υπό Επιμέλεια)Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang