Κεφάλαιο 12°

1.8K 218 22
                                    


Κάθισε στο κρεβάτι κοιτάζοντας τον εαυτό του στον απέναντι καθρέφτη. Είχε αντρέψει , δεν ειχε άδικο η μάνα του όταν τον είδε να μπαίνει σπίτι.
Επέστρεψε το ξημέρωμα με το λεωφορείο αλλά εκείνη τον περίμενε. Δεν είχε και κανέναν άλλο για να προσμένει άλλωστε. Ο άντρας της είχε εξαφανιστεί, συγγενείς δεν είχε στη Μυτιλήνη
Ο σάκος ήταν ακόμα αφημένος στο πάτωμα γεμάτος με τα στρατιωτικά του ρούχα μα ύπνος δεν τον έπαιρνε. Ήξερε πως το πρωί , θα έρθει αντιμέτωπος με κάτι που όταν μπήκε στρατό το είδε σαν ευκαιρία να ξεφύγει. Ίσως έμενε μόνη της για τρεις μήνες, μα ο Άρης ήξερε πως θα τα πήγαινε μια χαρά. Δε τη φοβοταν. Περισσότερο ίσως φοβόταν τον ίδιο του τον εαυτό όλες εκείνες τις φορές που έμενε μόνος μαζί της στο χαμόσπιτο.

Όλες εκείνες τις φορές που άνοιγε τα χέρια κι εκείνη έμπαινε στην αγκαλιά του. Είχαν μεγαλώσει. Το έβλεπε τόσο στο δικό του σώμα όσο και στο δικό της.
Ένα σώμα που ήθελε τόσο να αγγίξει αλλά καταβαθος ήξερε πως δε του ανήκει. Ίσως ο Ορέστης να βρισκόταν σε άρνηση αλλά εκείνος έβλεπε πιο καθαρά την έλξη μεταξύ τους. Κάθε φορά που μάλωναν η ένταση και ο θυμός άγγιζαν τα όρια της παράνοιας. Η Εύα έφευγε και ο Ορέστης κλεινόταν στον εαυτό του ή πήγαινε να πηδήξει. Ο Άρης του είχε πει αρκετές φορές πως ένα πήδημα με μία από τις δεκάδες τους γκόμενες κάνει τη κατάσταση χειρότερη αλλά εκείνος δεν άκουγε. Εκτός αυτού, είχε ένα προαίσθημα πως από τη στιγμή που ο Ορέστης τελείωσε το στρατό και βγήκε, σίγουρα θα γινόταν κάτι μεταξύ τους αφού θα έμεναν μόνοι..

Σκέψη στη σκέψη ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει και τον βρήκε άυπνο.

"Άρη;" Άκουσε τη μάνα του από έξω , ήρθε ο Ορέστης" η πορτα άνοιξε κι εκείνος μπήκε μέσα χωρίς να περιμένει

"Καλός πολίτης αδερφε!" του είπε χαρίζοντας του μια αντρικια αγκαλιά

"Καλώς σας βρήκα. Πως και δε την έφερες μαζί;"

"Δεν της το είπα ακόμα. Υπέθεσα θα ήθελες να της κάνεις έκπληξη. Σε περιμένει το απόγευμα.."

"Φαίνεσαι κάπως..."

"Ιδέα σου είναι. Πως ήταν η επιστροφή;"

"Πως να ήταν. Αμάν και πως έκανα να ξεφύγω από εκείνο το μπουρδέλο. Μου το έλεγες αλλά τελικά αν δε το ζήσεις δε το καταλαβαίνεις..."

"Ακριβώς"

"Πως περάσατε; Φαντάζομαι πως θα αντέδρασε όταν θα επέστρεψες..." Ο Ορέστης παρέμεινε σιωπηλός "Πάλι μαλώσατε;"

Δύο μικροί αγγέλοι.. (Υπό Επιμέλεια)Onde histórias criam vida. Descubra agora