Η γυναίκα που ήταν σχετικά μικρή, στην ηλικία της Αριάδνης ίσως λίγο πιο μεγάλη,
είχε σταθεί απέναντί τους και τους κοιτούσε ερευνητικά. Παρ' όλα αυτά, το βλέμμα
της δεν πρόδιδε απορία ή φόβο. Ήταν σίγουρα σοκαρισμένη, αλλά ο δυναμισμός που
ξεχείλιζε από μέσα της δεν τον άφηνε να φανεί. Για ένα περίεργο λόγο και οι τρεις
είχαν την αίσθηση ότι ήξερε, ότι τους περίμενε.
Το δέρμα της ήταν λείο και είχε το χρώμα του μπρούτζου. Στα πόδια φορούσε
καφέ σανδάλια που έφταναν μέχρι κάτω από τα καλοσχηματισμένα γόνατά της. Το
λινό πανί που κάλυπτε τα λαγόνια της ήταν λευκό όμως άνετο, ενώ μπροστά
κρέμονταν η τριγωνική απόληξη της ζώνης που ξεκινούσε από τους γοφούς με
χρυσές και τιρκουάζ λεπτομέρειες.
Η επίπεδη κοιλιά της ήταν γυμνή, ενώ το στήθος της κρύβονταν από δύο
κομμάτια ύφασμα σε άσπρο και γαλάζιο που ενώνονταν με τον ολόχρυσο κολιέ που
φορούσε. Άλλη μια λουρίδα σε γαλάζιο χρώμα αγκάλιαζε περιμετρικά το σώμα της,
στηρίζοντας το αρχαίο μπουστάκι πάνω της. Χρυσά βραχιόλια αγκάλιαζαν τα
μπράτσα της που ταίριαζαν με τα χρυσά στολίδια που κοσμούσαν τα ολόμαυρα μαλλιά της. Στο κεφάλι φορούσε κάτι σαν στέμμα, πάντα από χρυσό, που
αναπαριστούσε μία κόμπρα. Τέλος, τα καστανοπράσινα μάτια της ήταν τονισμένα με
μπλε και χρυσή σκιά ενώ στο δεξί της μάτι ήταν ζωγραφισμένες με μαύρη μπογιά οι
απολήξεις από το μάτι του Ρα.20Οι τρεις τους την κοιτούσαν όντας έκθαμβοι από την ομορφιά της και
μουδιασμένοι από την διαπίστωση ότι αυτή η αμφίεση θα μπορούσε να βρεθεί μόνο
στην αρχαία Αίγυπτο. Οι φόβοι τους επιβεβαιώθηκαν όταν η γυναίκα προσπάθησε να
τους πει κάτι. Η γλώσσα που χρησιμοποίησε ήταν σίγουρα αρχαία και όπως πάντα,
μόνο ο Ρας με το χάρισμά του κατάφερε να την καταλάβει. Η δίνη τους είχε
μεταφέρει στο παρελθόν!
«Τι είπε;» τον ρώτησε η Αριάδνη προσπαθώντας παράλληλα να κρύψει με
επιτυχία τα απόκρυφά της.
«Μας ζήτησε να την ακολουθήσουμε» της είπε χαμηλόφωνα και έκανε νόημα
να τα μεταφέρει και στον Άλεξ.
Η γυναίκα τώρα τους έκανε και νόημα με το χέρι καθώς προχωρούσε προς μια
άγνωστη κατεύθυνση. Οι τρεις τους την ακολούθησαν μουδιασμένα ενώ
προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν το τι συνέβαινε.
«Που είμαστε;» ρώτησε ξανά ο Άλεξ.
«Ρώτα καλύτερα πότε και όχι που» του απάντησε ο Ρας.
«Ώστε είναι αλήθεια. Είμαστε όντως στην αρχαία Αίγυπτο!» συμπλήρωσε η
Αριάδνη κοιτάζοντας μία τον ένα και μία τον άλλο. «Και γιατί μας πήραν τα ρούχα;»
«Λογικά η δίνη μας έφερε εδώ χωρίς αυτά» έκανε ο Άλεξ μη παίρνοντας τα
μάτια του πάνω από τη γυναίκα που συχνά πυκνά τον παρατηρούσε στα κλεφτά.
«Καλύτερα γιατί ίσως τα ρούχα να μας έφερναν περισσότερους μπελάδες».
Συνέχισαν να την ακολουθούν αμίλητοι για αρκετή ώρα πατώντας στην καυτή
άμμο, τσουρουφλίζοντας τα πόδια τους. Εκείνη συχνά πυκνά έστριβε το κεφάλι για
να τους κοιτάξει. Τα μάτια της φανέρωναν αντικρουόμενα συναισθήματα ειδικά όταν
η ματιά της καρφωνόταν στον Άλεξ.
Μπροστά τους μετά από μία μεγάλη απόσταση που είχαν διανύσει φάνηκε ο
Νείλος με το γάργαρο νερό του να τρέχει γαλάζιο. Οι τρεις τους άφησαν αγκομαχητά
ανακούφισης καθώς διψούσαν και ο ήλιος είχε κάψει το δέρμα τους. Ειδικά η
Αριάδνη μπορεί να είχε μία παραπάνω ανεκτικότητα βρίσκοντας σιγά - σιγά και τον
αγγελικό της εαυτό, όμως ο ήλιος της προκαλούσε δυσφορία και εγκαύματα στο
φιλντισένιο δέρμα της. Με ανακούφιση έκαναν να τρέξουν προς το ποτάμι αλλά η
διαπεραστική φωνή της γυναίκας τους έκανε να σταματήσουν.
«Γιατί να σταματήσουμε; Διψάμε πολύ.» της απάντησε ο Ρας που πάλι είχε
καταλάβει τι τους είχε πει. Τα μάτια της έγιναν συμπονετικά καθώς προχώρησε προς
το μέρος τους. Κρατούσε ένα ασκί που μάλλον ήταν περασμένο στην ζώνη της και
δεν το είχαν δει. Κάτι τους είπε πάλι και τους έδωσε να πιουν λίγο. Μετά το πήρε και
χαμογέλασε κοιτώντας τον Άλεξ περιεργαζόμενη τα μάτια του. Μόλις την κάρφωσε
και εκείνος τίναξε το κεφάλι της σαν να την είχε χτυπήσει ρεύμα, και τους έκανε και
πάλι νόημα να συνεχίσουν.
«Γιατί δεν μας άφησε να πάμε στο ποτάμι;» ρώτησε ο Άλεξ τον Ρας.
«Γιατί είπε πως οι αλιγάτορες σε αυτό το σημείο είναι πολύ επικίνδυνοι.
Επίσης υποσχέθηκε ότι σε λίγο θα κάνουμε μία στάση στις φοινικιές εκεί κάτω.»
«Άντε γιατί σε λίγο θα πάθουμε ηλίαση!» φώναξε με την βροντερή του φωνή
έτσι ώστε η γυναίκα μπροστά να τον ακούσει. Εκείνη δεν αντέδρασε παρά μόνο
προχωρούσε προς τις φοινικιές.
Μετά από αρκετή ώρα, η θέση του ήλιου έλεγε πως είχε απογευματιάσει,
έφτασαν στις φοινικιές και ξάπλωσαν στην σκιά τους κατάκοποι. Ο Νείλος έρρεε
αδιάκοπα δίπλα τους και ο Ρας ρώτησε την Αιγύπτια αν ήταν εντάξει αυτό το κομμάτι
του.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά και οι τρεις τους μπήκαν στην όχθη για να
ξεπλύνουν το σώμα τους από το χώμα και να ανακουφίσουν τα εγκαύματα που τους
είχε προκαλέσει ο ήλιος. Όταν η γυναίκα κατάφερε να σκαρφαλώσει σε μία φοινικιά
για να κατεβάσει χουρμάδες, ο Ρας τους έκανε νόημα να έρθουν κοντά του.
«Τι είναι;» τον ρώτησε η Αριάδνη που ανακουφιζόταν από την δροσιά του
νερού.
«Κανονικά αυτό που θα κάνω δεν επιτρέπετε αλλά μιας και που είμαι
έκπτωτος...» έπιασε το κεφάλι της με τα ακροδάχτυλά του και την κοίταξε με μάτια
που έλαμπαν και φώτιζαν περισσότερο και από τον ήλιο. Το ίδιο έκανε και για τον
Άλεξ. Και οι δυο άκουγαν κουδουνάκια και καμπανάκια στα αφτιά τους ενώ τα μάτια
τους είχαν ανοίξει ορθάνοιχτα.
«Τι... τι ήταν αυτό;» ρώτησε ξέπνοα ο Άλεξ.«Σας έδωσα την ικανότητα να καταλαβαίνεται τις γλώσσες όπως εγώ. Στην
Αριάδνη απλώς έβγαλα την ικανότητα προς τα έξω ενώ σε εσένα μοίρασα λίγο από τι
δικιά μου. Τώρα θα καταλαβαίνεται τα πάντα. Και θα σας καταλαβαίνουν.»
Βγήκαν από τις όχθες του ποταμού και κάθισαν όρθιοι για να στεγνώσουν. Η
γυναίκα τους έδωσε λίγους χουρμάδες και τους έφαγαν με μεγάλη βουλιμία εκτός της
Αριάδνη. Εκείνη μόνο μπορούσε να πιει. Την ευχαρίστησε και εκείνη φάνηκε να
καταλαβαίνει. Κάθισαν εκεί λίγο ακόμα για να ξαποστάσουν και έπιασαν κουβέντα.
Έπρεπε να πάρουν αρκετές πληροφορίες και η πιο επικοινωνιακή της παρέας,
κρύβοντας πάντα τα απόκρυφά της άρχισε τις ερωτήσεις.
«Πώς σε λένε;»
«Νεφερτάρι» απάντησε μονολεκτικά εκείνη. «Εσείς;»
«Αριάδνη, Ρασμουήλ και Άλεξ» της είπε δείχνοντας τον καθένα ξεχωριστά.
«Ξενικά ονόματα. Μα τα φτερά της Μαάτ και του πανίσχυρου Ρα όντως θα
πρέπει να ειδοποιήσω τον Φαραώ να συγκαλέσει το συμβούλιο.»
«Τι συμβούλιο;» ρώτησε ο Ρας.
«Συμβούλιο για να αποφανθούν αν είστε κατάσκοποι των εχθρών μας ή όχι.»
τους απάντησε ξερά.
«Και πια είσαι εσύ για να ειδοποιήσεις τον Φαραώ;» τη ρώτησε ο Άλεξ
εριστικά. Όλες οι κακουχίες και το σοκ της μεταφοράς τους εδώ του έβγαιναν σε
νεύρα.
Τον κοίταξε νευριασμένα και τα καστανοπράσινα μάτια της έβγαζαν φωτιές!
«Μάθε ξένε να δείχνεις σεβασμό στην αρχιέρεια της Μαάτ και κόρη του
Φαραώ Ιμχοτέπ!»
« Ναι καλά! Δεν υπάρχει περίπτωση...» συνέχισε ο Άλεξ όχι τόσο για να την
προκαλέσει όσο γιατί δεν πίστευε στα αφτιά του.
«Τότε ξένε έλα να συναντήσεις την οργή μου!» του φώναξε και έτρεξε κατά
πάνω του ακριβώς όπως μία λεοπάρδαλη τρέχει στο θήραμά της. Ο Άλεξ την
απέκρουσε αλλά όχι εύκολα. Ήδη του είχε καταφέρει ένα γερό πλήγμα με τον
αγκώνα της. Εκείνη συνέχισε να του επιτίθεται με τεράστια ταχύτητα και ευλυγισία
κάτι που το σκληροτράχηλο και βαρύ σώμα του Άλεξ δεν μπορούσε να ακολουθήσει.
Στην αρχή δεν ήθελε να την χτυπήσει αλλά από τη στιγμή που ζαλίστηκε όταν τον
χτύπησε στο πρόσωπο κάνοντας ρόδα αποφάσισε να παλέψει κανονικά παρά την
γύμνια του. Της επιτέθηκε κάνα δυο φορές όμως εκείνη τον απέφυγε με ευκολία και του κατάφερε κι άλλο ένα χτύπημα στα πλευρά. Τότε αποφάσισε να χρησιμοποιήσει
το σώμα του προς όφελος του. Την ώρα που προσπαθούσε να του καταφέρει άλλη
μία κλωτσιά στο στομάχι εκείνος της έπιασε το πόδι, το τράβηξε προς το μέρος του
για να χάσει την ισορροπία της και έπεσε πάνω της ακινητοποιώντας την. Ή έτσι
νόμιζε.
Εκείνη αναδεύτηκε σαν ψάρι που σπαρταρούσε από κάτω του και έβγαλε μια
κραυγή απόγνωσης.
«Παραδίνεσαι;» την ρώτησε με το γνωστό χαμόγελο υπεροχής. Τότε εκείνη
σταμάτησε να αναδεύεται, του χαμογέλασε και τον φίλησε πεταχτά στο στόμα,
αποδιοργανώνοντας τον αφού δεν το περίμενε. Έτσι βρήκε την ευκαιρία να τον
αναποδογυρίσει καβαλικεύοντας τον σαν να ήταν άλογο, και έβγαλε από το αριστερό
της σανδάλι ένα στιλέτο και το έχωσε στον λαιμό του.
«Εσύ;» τον ρώτησε με τα μάτια της να φλέγονται και τα χείλη της να έχουν
τραβηχτεί σε ένα παρόμοιο χαμόγελο με αυτό του Άλεξ.
«Μάλλον κάποιος βρήκε το δάσκαλό του» ψιθύρισε η Αριάδνη στον Ρας
καθώς έβλεπε τον Άλεξ να σηκώνει τα χέρια ψηλά και να παραδίνεται στην
αγριεμένη Νεφερτάρι.
Μόλις βεβαιώθηκε για την νίκη της και χωρίς καμία ντροπή για την γύμνια
του αντιπάλου σηκώθηκε και έχωσε το περίτεχνο στιλέτο στο σανδάλι της. Απ' ότι
φαίνεται αυτά που είχαν περάσει ως διακοσμητικά στα παπούτσια της ήταν τα
στιλέτα της. Η χειρολαβή τους αναπαριστούσε κόμπρα με δύο ρουμπίνια για μάτια
ενώ στη βάση της λεπίδας βρισκόταν ένας σκαραβαίος. Τέλος η απόληξη της λεπίδας
είχε καμπυλωτές γραμμές που τελείωναν σε μια σουβλερή μύτη. Αυτά τα όπλα όσο
όμορφα κι αν ήταν, ήταν άλλο τόσο θανάσιμα, σαν την ίδια.
«Ελάτε, πρέπει να φτάσουμε στον ναό πριν πέσει το σκοτάδι» τους είπε
ξεφυσώντας σαν εκνευρισμένη πουλάδα και έδωσε το χέρι στον Άλεξ για να
σηκωθεί. Όμως εκείνος δεν δέχτηκε την προσφορά της και με πληγωμένο εγωισμό
σηκώθηκε μόνος πιασμένος από μια χουρμαδιά. Η Νεφερτάρι χαμογέλασε ειρωνικά
με αυτή του την αντίδραση και έκανε να συνεχίσει το ταξίδι όμως ο Άλεξ την
αγριοκοίταξε και έτσι σταμάτησε και του είπε:
«Ξένε, ελπίζω να έμαθες το μάθημά σου. Μπορεί να μιλάς αιγυπτιακά και να
είσαι καλός πολεμιστής - και αυτό στο αναγνωρίζω - αλλά πρέπει να μάθεις πια είναι
η θέση σου.»Ο Άλεξ άνοιξε το στόμα για να μιλήσει όμως σχεδόν αμέσως το έκλεισε
δεχόμενος την ήττα από αυτή την εξωτική και ασυνήθιστη γυναίκα. Έτσι συνέχισαν
το δρόμο τους προς τα εκεί που τους οδηγούσε η Νεφερτάρι. Δεν είχαν σχέδιο και
έτσι θα την ακολουθούσαν εώς τον ναό ώστε να πάρουν τρόφιμα και ρουχισμό. Μετά
θα έβλεπαν πως θα ξέμπλεκαν από αυτό το χάλι.
Περπατούσαν ώρες ολόκληρες βλέποντας σιγά - σιγά τον ήλιο να χάνει ύψος
και να χρωματίζει τον ορίζοντα και τον Νείλο κατακόκκινα. Μπορεί η κούραση να
ήταν μεγάλη και να είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι θα δικάζονταν όμως
δεν είχαν που αλλού να πάνε. Το καλό στην όλη υπόθεση ήταν ότι η κούραση δεν
άφηνε την ντροπή να τους καταβάλει, ειδικά αφότου είχαν δει άντρες και γυναίκες
γυμνόστηθους να δουλεύουν σε χωράφια στην απέναντι όχθη του ποταμού. Το μόνο
που φορούσαν ήταν το λευκό λινό ύφασμα γύρω από την μέση τους ενώ κάποιοι το
είχαν βγάλει και αυτό για να κάνουν μπάνιο στις όχθες. Τα ήθη σχετικά με το σώμα
και τη γύμνια εδώ ήταν πολύ ελεύθερα.
Λίγο πριν ο ήλιος εξαφανιστεί από τον ορίζοντα είδαν κάτω από τον λόφο
άμμου όπου στεκόντουσαν ένα τεράστιο κτίσμα με κίονες και δύο τεραστίων
διαστάσεων αγάλματα αριστερά και δεξιά της πύλης να την προστατεύουν σαν
φρουροί.
«Φτάνουμε!» τους φώναξε η Νεφερτάρι όλο χαρά και προχώρησε πιο
γρήγορα και ακούραστα μπροστά τη στιγμή που και οι τρεις τους ήθελαν φορείο για
να συνεχίσουν. Όταν τελικά κατέβηκαν την μικρή πλαγιά αντίκρισαν και άλλο κόσμο
που τους περίμενε με αναμμένους δαυλούς.
«Τώρα μάλιστα!» έκανε ο Άλεξ και οι τρεις ενστικτωδώς έκρυψαν καλύτερα
τα γυμνά σώματά τους.
«Αρχιέρεια Νεφερτάρι!» είπε ένας από τους ιερείς με μακριά γκρίζα γενειάδα
και άσπρο χιτώνα. «Ανησυχήσαμε. Ποιους, με την δύναμη της μεγάλης θεάς μας,
βρήκες;» την ρώτησε δείχνοντας τους τρεις κατάκοπους ανθρώπους που
εξακολουθούσαν να έρχονται πίσω της.
«Καλέ μου Ταλάντ μην ανησυχείς, όλα είναι καλά με την θέληση της θεάς.
Είναι οι ξένοι που ενημερωθήκαμε πως τριγυρνούσαν στην έρημο.» Τώρα απέστρεψε
την προσοχή της από τον ιερέα και τους κοίταξε όλους με μια ματιά που και ο ίδιος ο
Φαραώ θα ζήλευε την δύναμή της. «Σήμερα θα τους περιποιηθούμε. Δώστε τους
ρούχα, φαγητό, νερό και καλές ψάθες για να κοιμηθούν. Αύριο με το πρώτο φως του ήλιου σελώστε τέσσερα άλογα και φορτώστε τα με προμήθειες. Θα ξεκινήσουμε για
το παλάτι του πατέρα μου στο Καρνάκ.»
Όλοι υποτάχτηκαν στην θέλησή της, όλοι εκτός από έναν. Στο πρόσωπό του
σχηματίστηκε φόβος και ανησυχία. Εκείνος και κάποιοι άλλοι πίσω του φόραγαν
κοντούς χιτώνες και η μυώδης κατασκευή τους τους έκανε να ξεχωρίζουν από τους
πιο ηλικιωμένους με τους μακριούς χιτώνες. Υπήρχε και άλλη μία αντίθεση. Ενώ
αυτοί με τους μακριούς χιτώνες είχαν ανάμεσά τους και πολλές γυναίκες οι άλλοι δεν
είχαν καμία, με εξαίρεση την Νεφερτάρι. Έτσι έμοιαζαν περισσότερο με στρατιωτικό
τάγμα παρά με ιερείς.
«Αξιότιμη Αρχιέρεια μου σε παρακαλώ ξανασκέψου το και πάρε με και εμένα
μαζί να σας προστατέψω.» είπε ο άντρας που είχε την ανησυχία στο πρόσωπό του,
κάνοντας ένα βήμα μπροστά. Ήταν σχετικά ψηλός για την εποχή του, γύρω στο 1,75,
λιγνός αλλά καλοσχηματισμένος. Μία εμφάνιση που μόνο στρατιωτική εκπαίδευση
θα μπορούσε να του χαρίσει. Τα μαλλιά του ήταν ολόμαυρα και σπαστά και το δέρμα
του λίγο πιο σκούρο από τον μπρούτζο της Νεφερτάρι. Τα μαύρα αμυγδαλωτά του
μάτια ήταν διαπεραστικά ενώ λίγα γένια είχαν αρχίσει να φαίνονται γύρω από το
πιγούνι με το μικρό λακκάκι στη βάση του. Τα χείλι του είχαν μισανοίξει
αποκαλύπτοντας την υπόνοια μίας τέλειας οδοντοστοιχίας, τόσο άσπρης που έκανε
αντίθεση με το δέρμα και το σκούρο ροζ των χειλιών του. Το καθαρό πλατύ μέτωπό
του φανέρωνε έναν άνθρωπο ευφυή ενώ οι καθαρές τετράγωνες γραμμές στο πιγούνι
ένα άτομο με θέληση και θάρρος.
«Αχ Ατέν, καλέ μου Ατέν! Και ποιος θα μείνει εδώ να προσέχει το ναό και να
εκτελεί την θέληση της θεάς και την δική μου;» τον ρώτησε χαμογελαστά
πλησιάζοντας τον και πιάνοντας του το δεξί χέρι ανάμεσα στα δικά της.
«Αυτό μπορεί να το κάνει ο Τουράν» της είπε με ελαφρά ανασηκωμένο
κεφάλι και δείχνοντας έναν άντρα πίσω του. «Κυρά μου θα αισθάνομαι πολύ πιο
ήσυχος αν προστατεύω την πομπή σου. Σε παρακαλώ δέξου την παραξενιά μου.»
«Εντάξει, εντάξει Ατέν. Θα σελώσετε πέντε άλογα» ανακοίνωσε και η
ανακούφιση διαδέχτηκε την ανησυχία στο πρόσωπό του. «Τώρα ας βάλουμε μέσα
τους ξένους. Η θερμοκρασία έχει πέσει τώρα που ο πανίσχυρος Ρα έκρυψε τον ήλιο
του.»
Με αυτά τα λόγια όλοι κίνησαν να μπουν ξανά στο ναό ενώ τρεις ιερείς, δύο
άντρες και μία γυναίκα, πήραν τους ξένους για να τους φιλέψουν. Πρώτα τους πήγανσε ένα μεγάλο δωμάτιο που έμοιαζε με χαμάμ. Εκεί πλύθηκαν και στην συνέχεια τους
δόθηκαν καθαροί χιτώνες. Όταν πλέον ετοιμάστηκαν, οι τρεις ιερείς τους οδήγησαν
σε ένα απλό δωμάτιο φωτισμένο με δάδες. Εκεί κάθονταν όλοι οι ιερείς και οι
φρουροί - ή ότι άλλο ήταν - σε κοντό ξύλινο τραπέζι που έφτανε από την μία άκρη
του δωματίου ως την άλλη.
Η Νεφερτάρι ήταν στην κορυφή του τραπεζιού ενώ στις δύο κοντινές της
θέσεις κάθονταν ο Ταλάντ και ο Ατέν. Έξι θέσεις ήταν άδειες. Οι ιερείς πήγαν και
κάθισαν στις δικές τους ενώ οι τρεις τους κάθισαν στις θέσεις δίπλα από τον Ατέν. Οι
δύο άντρες κάθισαν στα πλάγια αφήνοντας την μεσαία για την Αριάδνη.
«Ευλογημένη να' σαι πανίσχυρη θεά Μαάτ. Δώσε δικαιοσύνη και τάξη στα
δύο βασίλεια μας. Δώσε μας την δύναμη να είμαστε και εμείς δίκαιοι.»
προσευχήθηκε η Νεφερτάρι και έκανε νόημα να ξεκινήσουν να τρώνε. Στο τραπέζι
υπήρχαν άφθονες πίτες, κάτι σαν ψωμί, ενώ σε κάθε γαβάθα υπήρχε σούπα με κρέας
τράγου. Τα ποτήρια τους ήταν γεμάτα με κόκκινο κρασί.
Η Αριάδνη ήπιε μόνο το ζουμί από τη σούπα και το κρασί της, μην αγγίζοντας
καθόλου τα στερεά φαγητά. Ο Ρας και ο Άλεξ από την άλλη αν και πεινούσαν δεν
έφαγαν πολύ. Μπορεί το φαγητό να μην ήταν και το καλύτερο που είχαν δοκιμάσει
όμως δεν τους ενοχλούσε αυτό. Όλοι οι ιερείς τους κοιτούσαν καλά - καλά, ειδικά
την Αριάδνη και τον Άλεξ. Η Αριάδνη εκτός από το ασυνήθιστο χρώμα των μαλλιών
και το άσπρο του δέρματός της ήταν και πολύ ψηλή για γυναίκα. Τουλάχιστον για
αυτούς. Ο Άλεξ ήταν επίσης πολύ λευκός και είχε ξανθά μαλλιά, κάτι που σίγουρα οι
Αιγύπτιοι δεν είχαν ξαναδεί. Τέλος ο Ρας μπορεί να είχε έντονα γαλάζια μάτια, και
κάτι τέτοιο να ήταν σπάνιο γι' αυτούς όμως τα μαύρα μαλλιά του τον έσωζαν.
Αυτή που κοίταζε και ξανακοίταζε ερευνητικά τον Άλεξ ήταν η Νεφερτάρι. Ο
Άλεξ άρχιζε να ανταποδίδει τις ματιές, μόνο και μόνο για να παρατηρήσει ότι ο Ατέν
κοίταζε μία τον ένα και μία τον άλλο ενοχλημένα. Ήταν φανερό ότι ο Ατέν είχε
αισθήματα για την Νεφερτάρι, όμως εκείνη δεν φαινόταν να το παρατηρεί.
Όταν τελείωσε το δείπνο οι τρεις τους οδηγήθηκαν σε ένα μικρό δωμάτιο
όπου τρεις ψάθες και ανάλογες κουβέρτες από γούνα κάποιου ζώου τους περίμεναν.
«Τι, σε αυτά εδώ θα κοιμηθούμε;» ρώτησε ο Άλεξ αγανακτισμένος.
«Από ότι φαίνεται ναι. Υποτίθεται πως μας παρέχουν φιλοξενία και ανέσεις
μέχρι να μας δικάσει ο Φαραώ. Μάλλον θα πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι πουδεν μας έκοψαν τα κεφάλια με τη μία.» του απάντησε ο Ρας προσπαθώντας να γίνει η
φωνή της λογικής σε παράλογα και αφύσικα γεγονότα.
«Τι έγινε σκληροτράχηλε πράκτορα; Μαλακώσαμε απότομα και θέλουμε και
πουπουλένιο στρώμα;» τον πείραξε η Αριάδνη ξέροντας πως μία αντιπαράθεση με
εκείνη θα τον ηρεμούσε. Ο Άλεξ απλώς την αγριοκοίταξε και ξάπλωσε στην ψάθα. Οι
άλλοι δύο ακολούθησαν το παράδειγμά του και ξάπλωσαν. Μόνο τότε κατάλαβαν το
πόσο κουρασμένοι ήταν. Λίγο πριν κοιμηθούν ο Άλεξ ρώτησε ψιθυριστά:
«Κατάλαβε κανείς σας τι ρόλο βαράει αυτή η Νεφερτάρι;»
«Δεν έχω ιδέα!» του απάντησε μισοκοιμισμένη η Αριάδνη και ο Ρας την
συμπλήρωσε.
«Αυτό θα φανεί στην πορεία. Άντε κοιμήσου τώρα».
Στην άλλη άκρη του ναού, στο ιερό, η Νεφερτάρι είχε μεταφέρει την ψάθα της
μπροστά από το άγαλμα της Μαάτ. Πρώτα προσευχήθηκε για δικαιοσύνη, τάξη και
καθοδήγηση και μετά άρχισε απλώς να της μιλά σαν να ήταν η καλύτερη της φίλη.
«Θεά μου σε παρακαλώ καθοδήγησέ με! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Η
προφητεία ήταν απλώς ένας εμπαιγμός από τους θεούς έτσι δεν είναι; Και αν η
προφητεία είναι όντος αληθινή γίνεται να είναι κατάσκοπος; Θεά μου έχω τρελαθεί,
σε παρακαλώ δείξε μου τον δρόμο».
Μετά από αυτό έπεσε στην ψάθα της και έκλεισε τα μάτια της ώστε νε δει
πολλά και ταραγμένα όνειρα. Όμως ένα ήταν διαφορετικό. Χρυσό φως την τύφλωσε
ενώ δύο χρυσά φτερά της αποκάλυψαν ένα ευγενικό πρόσωπο.
«Αγαπημένη μου Νεφερτάρι βλέπω ότι βασανίζεσαι πολύ. Οι τρεις ξένοι είναι
απεσταλμένοι μου και κάτω από την προστασία μου. Μην τους σταθείς εμπόδιο.
Βοήθησέ τους όσο μπορείς. Τώρα, ο δρόμος που βαδίζεις είναι δικός σου και μόνο
δικός σου. Ακολούθα τα σημάδια και πάρε την σωστή απόφαση».
Μετά από αυτό η Μαάτ χάθηκε από το όνειρό της αρχιέριας αφήνοντάς την σε
ένα πιο γλυκό και ήσυχο ύπνο.
Το επόμενο πρωί, πριν καλά - καλά χαράξει η Νεφερτάρι είχε ξυπνήσει τους
άλλους τρεις και τους πήγε στους στάβλους έτσι ώστε να ετοιμαστούν για το ταξίδι
τους. Στο στάβλο του ναού ο Ατέν είχε ήδη ετοιμάσει τα άλογα.
«Καλημέρα» είπε κοιτάζοντας έντονα την Νεφερτάρι και συνέχισε προς τους
τρεις ξένους. «Αριάδνη, ως πιο μικροκαμωμένη θα πάρεις την άσπρη φοράδα. Είναι πιο υπάκουη αλλά είναι και στα μέτρα σου. Εσύ Ρας θα πάρεις την κανελή φοράδα
ενώ εσύ, Άλεξ τον μαύρο επιβήτορα.»
Στο άκουσμα των τελευταίων λέξεων του Ατέν η Νεφερτάρι τον κοίταξε με
έκπληξη.
«Μα ο μαύρος είναι πολύ δύστροπος.»
«Μπορεί να είναι δύστροπος αλλά είναι και δυνατός. Και ένα άλογο πρέπει να
είναι πολύ δυνατό για να αντέξει το βάρος του ξένου και τις προμήθειες.» της
απάντησε, όμως κάτω από το σοβαρό του ύφος διαφαινόταν ένα μικρό μειδίασμα
ικανοποίησης. Ήξερε για τον χρησμό που της είχε δώσει ο αρχιερέας του Ρα και η
αλήθεια ήταν πως ο Άλεξ ταίριαζε στην περιγραφή. Μπορεί να μην μπορούσε να
κάνει κάτι ο ίδιος αλλά το μαύρο άλογο σίγουρα θα του έκανε την ζωή δύσκολη.
Από την άλλη, το μυαλό της Αριάδνης είχε πάρει φωτιά. Κανένας από τους
τρεις δεν είχε ξανανέβει σε άλογο. Δεν ήξεραν πώς να το οδηγήσουν.
«Και τώρα πως τα ιππεύουμε αυτά;» ρώτησε τον Ρας και τον Άλεξ μέσα από
τα δόντια της. «Θα κινήσουμε ακόμα περισσότερες υποψίες».
«Θα κάνουμε ότι τους δούμε να κάνουν» της απάντησε ο Άλεξ και ο Ρας
συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού του.
Ο Ατέν σήκωσε τον κοντομάνικο μανδύα με την πολύχρωμη λαιμόκοψη,
έβαλε το αριστερό του πόδι στον αναβολέα και πήδηξε πάνω στο δικό του καφετί
άλογο. Το ίδιο έκανε και η Νεφερτάρι με το δικό της. Η Αριάδνη χάιδεψε το λαιμό
της φοράδας της και μιμήθηκε άψογα τις κινήσεις που είχε δει με τα υπερφυσικά της
αντανακλαστικά. Αντίθετα ο άσπρος μανδύας του Άλεξ και του Ρας τους δυσκόλεψε
αρκετά στο να ανέβουν αλλά στο τέλος τα κατάφεραν.
Οι δύο Αιγύπτιοι χασκογέλασαν και κλότσησαν ελαφρά τα πλευρά του
αλόγου τους με τη φτέρνα. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι τρεις για να ξεκινήσουν. Στην
αρχή ήταν δύσκολο να ισορροπήσουν στη σέλα και να συγχρονίσουν το σώμα τους
με το βάδισμα του αλόγου, ειδικά στο τροχάδην. Βέβαια μετά από κάποια ώρα το
συνήθισαν και άρχισαν να απολαμβάνουν την διαδρομή παρά τον πόνο και το
πιάσιμο ανάμεσα στα δικά τους καπούλια.
Τώρα πήγαιναν σε σχηματισμό. Μία η Νεφερτάρι και μία ο Ατέν ήταν
μπροστά και τους οδηγούσε ενώ ο άλλος πήγαινε δίπλα από τα άλογα του Άλεξ, του
Ρας και της Αριάδνης για να τους προσέχει. Η θέα πάντως τους αποζημίωνε για όλες
τις κακουχίες. Είχαν περάσει την αμμώδης έρημο και τώρα μπροστά τους εκτείνονταν ένα μεγαλόπρεπο φαράγγι. Από μακριά ακούγονταν η ορμή του Νείλου που έπεφτε
κατακόρυφα για να δημιουργήσει έναν καταρράκτη που άφριζε στην βάση του.
Καθώς τον πλησίασαν, ο Ατέν τους έκανε νόημα να κατέβουν ένα απόκρημνο
μονοπάτι ώστε να πάνε στην βάση του καταρράκτη για να ξεκουραστούν και να
ποτίσουν τα άλογα.
Σε αυτό το βραχώδες απόκρημνο μονοπάτι χωρούσε μόνο ένα άλογο τη φορά.
Έτσι κατέβαιναν ο ένας πίσω από τον άλλο προσεχτικά. Όμως το άλογο του Άλεξ
είχε άλλη γνώμη. Ρουθούνιζε έντονα ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι και έσπρωχνε με
την μουσούδα του το άλογο της Αριάδνης που βρισκόταν μπροστά.
«Καταραμένο άλογο κάτσε στην θέση σου ήσυχα!» φώναξε ο Άλεξ και
τράβηξε με δύναμη τα γκέμια. Το άλογο σταμάτησε μέσα στη μέση και όταν το
κλώτσησε ξανά για να ξεκινήσει δεν σάλεψε. Είχε μουλαρώσει! Ο Άλεξ το ξανά
κλώτσησε πιο δυνατά αλλά αυτό τίποτα. Με τεράστιο πείσμα ρουθούνισε και πάλι
σπάζοντας τα νεύρα του αναβάτη του αλλά και του Ρας που βρισκόταν ακριβώς πίσω
αποκλεισμένος. Η σταγόνα που ξεχείλισε τελικά το ποτήρι ήταν όταν το μαύρο άλογο
έσκυψε για να φάει κάτι χορταράκια που είχαν φυτρώσει στο βράχο ενάντια στις
αντίξοες συνθήκες. Ο Άλεξ ξέσπασε σε βρισιές και φωνές ενώ το άλογο, σαν να το
έκανε επίτηδες, δεν αντιδρούσε καθόλου.
«Άχρηστο ζώο! Κουνήσου πια!» φώναξε χτυπώντας απανωτά τα πλευρά του
ζώου. Στο τέλος εξαντλημένος άφησε άχαρα τα πόδια του να κρεμάσουν και ρώτησε
δυνατά: Μα πώς ξεκινάει αυτό το πράγμα;»
Όλοι έβαλαν τα γέλια και ιδικά ο Ατέν που το απολάμβανε. Εκείνος, η
Αριάδνη και η Νεφερτάρι ήταν αρκετά πιο κάτω αλλά είχαν σταματήσει ώστε να
δουν αν ο Άλεξ θα τα καταφέρει.
«Βάλε πρώτη και ξεκίνα!» του φώναξε αστειευόμενη η Αριάδνη, ένα αστείο
που μόνο οι τρεις τους μπορούσαν να καταλάβουν.
«Χα, χα ας γελάσω» ακούστηκε η τραχιά φωνή μαζί με το γέλιο του Ρας στο
φαράγγι.
Η Νεφερτάρι έκανε ένα απροσδιόριστο νόημα στον Ατέν και ξεπέζεψε. Ο
Ατέν αμέσως έπιασε τα γκέμια του αλόγου της ασφαλίζοντας τα στην αριστερή του
παλάμη, πάνω από τα καπούλια του δικού του αλόγου. Εκείνη με αεράτες και
γρήγορες δρασκελιές ανέβηκε προς τα πάνω και έφτασε το μουλαρωμένο ζώο. Χαμογέλασε εγκάρδια στον Άλεξ καθησυχάζοντας τον και μετά γύρισε όλη
της την προσοχή στο άλογο χαϊδεύοντάς το, ψιθυρίζοντας παράλληλα γλυκόλογα στο
αφτί του.
Βέβαια ο Άλεξ δεν νοιαζόταν πλέον για το άλογο. Το χαμόγελό της δεν είχε
καθησυχάσει μόνο το άλογο. Ήταν κάτι το περίεργο. Μα γιατί ένιωσε τόση χαρά και
ζεστασιά με το χαμόγελό της; Είχε μείνει να παρακολουθεί τις σίγουρες κινήσεις των
χεριών της πάνω στην μουσούδα, το λαιμό και την ράχη του αλόγου όταν ξαφνικά
ένιωσε και πάλι κίνηση. Το άλογο είχε ξεκινήσει την κατάβαση. Η Νεφερτάρι έτρεξε
και πάλι στο δικό της άλογο ανεβαίνοντας με χάρη. Ο Ατέν για μία στιγμή την
κοίταξε γεμάτος περηφάνια και θαυμασμό και έπειτα ξεκίνησε και πάλι την πορεία
του προς τα κάτω.
Όταν τελικά έφτασαν στη βάση του καταρράκτη ξεπέζεψαν, άλλοι με ευκολία
και άλλοι με δυσκολία γεμίζοντας τα φλασκιά τους με το γάργαρο νερό. Βέβαια η
Αριάδνη δεν διψούσε μόνο για νερό. Είχε μέρες να τραφεί και άρχιζε να νιώθει
αδύναμη. Καθώς εδώ δεν υπήρχαν μπουκαλάκια αιμοδοσίας θα αναγκαζόταν να πιεί
από τον Ρας είτε από τον Άλεξ, κάτι που φοβόταν. Δεν ήθελε να τους πληγώσει ούτε
να ξαναγίνει το τέρας που είχε θάψει βαθιά μέσα της. Κάτι έπρεπε να σκεφτεί και
γρήγορα.
Εκεί κάθισαν για αρκετή ώρα κάνοντας ένα μακρύ διάλλειμα για ξεκούραση
και κολατσιό. Στη συνέχεια ανέβηκαν ξανά στα άλογα και πέρασαν στην απέναντι
όχθη μέσω ενός ρηχού κομματιού της κοίτης. Ο Ατέν και η Νεφερτάρι ήταν
εξαιρετικοί ιχνηλάτες, γνωρίζοντας αυτό το μέρος σαν την παλάμη του χεριού τους.
Ξαφνικά ο Ρας σφίχτηκε πάνω στη σέλα του. Άρχιζε να ζαλίζεται ενώ κρύος
ιδρώτας άρχισε να τρέχει από το μέτωπό του. Δεν φώναξε δεν διαμαρτυρήθηκε γι'
αυτό που ερχόταν. Το μόνο που ήθελε ήταν να μην τον δει κανένας, και ειδικά η
Αριάδνη. Ατσαλώθηκε ψυχολογικά και αμέσως φρικιαστικές εικόνες τον κατέκλυζαν
η μία μετά την άλλη. Η ψυχή του πονούσε. Ήθελε να ουρλιάξει αλλά είχε δαγκώσει
τα χείλη του για να μην το κάνει. Ο πόνος της ψυχής του σιγά σιγά μετουσιωνόταν σε
σωματικό. Οι πληγές που είχε ανοίξει στο στόμα του δεν ήταν τίποτα μπροστά σε
αυτό. Ο ψυχικός του πόνος μετατρεπόταν σε καυτό σίδερο που έτρεχε και αυλάκωνε
με μανιασμένη ορμή το στέρνο του. Αυτό ήταν το τελευταίο στάδιο, η αρχή του
τέλους. Είχαν εντοπίσει το ίχνος της αύρας της πονεμένης του ψυχής και τώρα είχαν
πλήρη έλεγχο των συναισθημάτων του.Τα έκαναν όπλο εναντίον του, χρησιμοποιώντας τα για να τον μαρκάρουν σαν
ζώο. Και μόλις το Σημάδι ολοκληρωνόταν θα έφεγγε σαν φάρος καλώντας τους εδώ.
Τότε ο Ρας θυμήθηκε κάτι που είχε μάθει στην εκπαίδευσή του. Μετά από το Σημάδι,
οι φύλακες της τάξης θα αφήσουν ένα χρονικό περιθώριο για να δουν αν ο έκπτωτος
μετανοεί. Αν μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν έχει μετανοήσει, μόνο και μόνο
τότε του παίρνουν τα φτερά...
Ο χρόνος που μου μένει είναι πολύτιμος σκέφτηκε αφήνοντας τρεμάμενα τον
αέρα που είχε κρατήσει στα πνευμόνια του. Έγλυψε βεβιασμένα το αίμα από τα χείλι
του και πήρε άλλη μία ανάσα. Ο μεγάλος πόνος έφευγε αφήνοντας μία αίσθηση
καψίματος και τσουξίματος στο στήθος του.
Ο Άλεξ γύρισε και τον κοίταξε με την άκρη του ματιού του. Πήρε για μια
στιγμή το βλέμμα του και το απίθωσε ξανά. Τρόμαξε με αυτό που αντίκρισε. Τα
αγγελικά χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα και ταλαιπωρημένα. Το πρόσωπό του
κομμένο και άσπρο, λες και ήταν πρόσωπο νεκρού. Το μόνο που μαρτυρούσε ότι
ήταν ζωντανός ήταν ο ιδρώτας που έτρεχε ποτάμι από το μέτωπό του.
Του έκανε νόημα αν είναι καλά και ο Ρας κούνησε άνευρα καταφατικά το
κεφάλι. Μάταια όμως προσπαθούσε να το κρύψει. Μόλις ο Άλεξ είδε τα υγρά,
γεμάτα θλίψη μάτια του κατάλαβε. Του χαμογέλασε αχνά και γύρισε το κεφάλι
μπροστά αφήνοντάς τον μόνο να συνέλθει.
Η πορεία τους συνεχίστηκε με πολλές στάσεις για ξεκούραση και νερό ώσπου
ο ήλιος άρχισε και πάλι να χάνεται στον ορίζοντα της ζεστής και μυστηριώδους
ερήμου. Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να σταματήσουν γιατί έπεφτε η νύχτα. Μετά από
μιας ακόμα ώρας πορεία σταμάτησαν και ξεπέζεψαν. Το ποτάμι δίπλα έτρεχε
κελαριστό, ενώ οι καλαμιώνες παπύρου σε αυτό το σημείο πύκνωναν κάνοντας το
επικίνδυνο. Κάλλιστα κάποιος αλιγάτορας θα μπορούσε να είναι κρυμμένος
περιμένοντας το θήραμά του.
Η Νεφερτάρι και ο Ατέν πήγαν και έκοψαν αρκετά χωρίς να φοβούνται για
τυχών συναντήσεις με άγρια ζώα. Εκείνη με τα στιλέτα της έφτιαξε αρκετά
παραπήγματα και τα κάρφωσε με την βοήθεια του Ατέν γερά στη γη ώστε να δέσουν
τα άλογα. Ότι είχε απομείνει το έκαναν προσάναμμα για την φωτιά. Για το άναμμα
της, μόνο τους βοήθησε η Αριάδνη. Ο Άλεξ είχε πάρει παράμερα τον Ρας. Είχαν
κρυφτεί πίσω από μία συστάδα ψηλών καλαμιών και μιλούσαν ψιθυριστά.
«Φίλε τι έχεις; Μία στις πυραμίδες και μία τώρα... Σε βρήκαν;»«Ναι, αλλά μην πεις τίποτα στην Αριάδνη. Όχι ακόμα!»
«Μα καλά ακούς τι λες; Ρας πρέπει να της το πεις. Ανά πάσα στιγμή μπορεί
να εμφανιστεί το Σημάδι!»
«Έχει ήδη εμφανιστεί» του είπε κατεβάζοντας τον χιτώνα του και αφήνοντας
ακάλυπτο το στέρνο του. Όλο του το στήθος ήταν καλυμμένο από μία φρέσκια
κοκκινωπή ουλή που έμοιαζε με κάψιμο. Έμοιαζε με τρίγωνο χωρίς την βάση του και
δύο μισοί κύκλοι ήταν μπλεγμένοι στην αριστερή και στην δεξιά πλευρά του. Όλες οι
απολήξεις όμως ήταν αγκυλωτές σαν την καλοδουλεμένη μύτη ενός τόξου.
Ο Άλεξ είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και ένα
"τι;" Είχε κολλήσει στο λαρύγγι του. Μετά από λίγα
δευτερόλεπτα κατάφερε να πάρει τα μάτια του από το
Σημάδι και να μιλήσει.
«Πότε έγινε;»
«Πάνω στο άλογο. Ήθελα να ουρλιάξω από τον πόνο αλλά δεν έπρεπε να με
δει κανένας άλλος. Ευτυχώς μόνο εσύ κατάλαβες ότι κάτι πήγαινε στραβά» του
εξομολογήθηκε πιάνοντας τον Άλεξ φιλικά από τον ώμο.
«Και τώρα;»
«Τώρα αυτό το πράγμα θα εκπέμπει σαν πομπός την τοποθεσία μου.
Κανονικά αφήνουν ένα χρονικό περιθώριο για μεταμέλεια. Ας ελπίσουμε πως η
κατάσταση θα μας ωφελήσει καθυστερώντας τους.» του απάντησε δείχνοντας με τα
χέρια του τριγύρω.
«Δηλαδή αναμένουμε το αναπόφευκτο;» τον ρώτησε βουρκωμένος.
«Δυστυχώς ναι» ανταπάντησε ο Ρας με μία ηρεμία που έκρυβε πολλά
συναισθήματα από πίσω. Παράλληλα έκρυψε και πάλι το Σημάδι με τον χιτώνα του.
«Ρας πρέπει να της το πεις. Η Αριάδνη έχει κάθε δικαίωμα να ξέρει για το
πόσο θα σε έχει κοντά της. Πες το πριν να είναι αργά.»«Έχεις δίκιο. Έχει φτάσει πια ο κόμπος στο χτένι...» Τον Ρας τον διέκοψε η
φωνή της Αριάδνης που τους φώναζε.
«Άλεξ, Ρας! Θα έρθετε επιτέλους; Θα κρυώσουν οι πίτες.»
Όταν πήγαν και κάθισαν γύρω από την φωτιά οι άλλοι τρεις είχαν πιάσει
αρκετές πίτες και τις ζέσταιναν στη χόβολη. Αυτό θα ήταν και το βραδινό τους. Η
Αριάδνη έκανε πως έτρωγε και τα κομμάτια τα έβαζε διακριτικά στη χούφτα του Ρας
δίπλα της. Είχε καταλάβει μάλλον πως δεν ήταν και πάρα πολύ καλά και
προσπαθούσε να τον δυναμώσει. Βέβαια και η ίδια γινόταν ολοένα και πιο αδύναμη
από την αφαγία.
Μετά από το γεύμα η Νεφερτάρι και ο Ατέν ευχαρίστησαν την ιερή τριάδα
του Όσιρι, της Ίσιδος και του Ώρου, έκαναν μία επίκληση στην Μαάτ και έπεσαν για
ύπνο. Ο πρώτος φρουρός για την νύχτα ήταν ο Άλεξ. Βέβαια δεν ήταν ο μόνος που
έμενε ξύπνιος. Ο Ατέν κοιμόταν με το ένα μάτι ανοιχτό και τα όπλα στο χέρι, ενώ ο
Ρας και η Αριάδνη στριφογύρναγαν. Ο Ρας που ήξερε πως εδώ και μέρες είχε να
τραφεί σύρθηκε κοντά της, της χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο και της ενέτεινε τον
καρπό του.
«Πιες» την πρόσταξε σιγανά.
«Όχι, είμαι καλά» του απάντησε εκείνη ξερά. Για εκείνη ήταν
υπερπροσπάθεια να μην κοιτάξει τις μπλε φλέβες που πάλλονταν κάτω από το δέρμα
του.
«Καρδιά μου δεν είσαι.»
«Μπορεί, αλλά ούτε και εσύ είσαι. Τι έγινε; Και τι ψιθύριζες πριν με τον
Άλεξ;»
«Α... τίποτα. Δεν έχω κάτι απλώς είμαι κουρασμένος από την ιππασία. Και
ομολογώ πως έχω πιαστεί παντού.»
Της είπε χαρίζοντας της ένα λοξό χαμόγελο που πίσω του έκρυβε ενοχή και
θλίψη.
«Σίγουρα;»
«Ναι. Και με τον Άλεξ συζητούσαμε για τον Ατέν. Γι' αυτό μιλούσαμε
χαμηλόφωνα. Και τώρα άντε πιες!»
«Όχι, δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. Όχι τουλάχιστον από αυτό το σημείο.»
«Τι εννοείς;» την ρώτησε. Εκείνη δεν του απάντησε, μοναχά κύλησε με χάρη
δίπλα του και αργά κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. Ο Ρας ξέχασε τα πάντα και αμέσως ανταποκρίθηκε στο φιλί της που βάθαινε όλο και περισσότερο. Σιγά - σιγά οι
κυνόδοντες της μάκρυναν τρυπώντας απαλά το ίδιο σημείο όπου είχε σκίσει και
εκείνος με τα δικά του δόντια. Και πάλι από το στόμα του άρχισε να αναβλύζει αίμα
που πήγαινε κατευθείαν στο στόμα της Αριάδνης.
Η ροή ήταν πολύ μικρότερη απ' ότι στον καρπό του και έτσι μπορούσε να
ελέγξει καλύτερα τα ένστικτά της. Επίσης αν κανείς τους έβλεπε δεν θα καταλάβαινε
με τίποτα ότι η Αριάδνη ήταν βρικόλακας που τρεφόταν. Και το καλύτερο ήταν πως
και οι δυο πλευρές το απολάμβαναν. Αυτό δεν ήταν μια απλή τροφοδοσία.
Αντάλλασαν παράλληλα και συναισθήματα πράγμα που βοηθούσε την Αριάδνη να
μείνει στον ίσιο δρόμο.
Μόλις τελείωσε, πέρασε την γλώσσα της πάνω από τις πληγές που του είχε
ανοίξει για να μειώσει την αιμορραγία, έβαλε με απόλυτη αυτοκυριαρχία τους
κυνόδοντες της μέσα και τον φίλησε ξανά, αυτή τη φορά πεταχτά. Δεν
απομακρύνθηκαν, παρά μόνο έκατσαν και κοιτούσαν ο ένας τα μάτια του άλλου
αμίλητοι.
«Σ' αγαπώ!» της είπε χαμηλόφωνα και βραχνά μεταδίδοντας κάθε ρανίδα
αγάπης που είχε στην ψυχή του. Τώρα που του είχε μείνει τόσο λίγος χρόνος έπρεπε
να το εκμεταλλευτεί.
«Κι εγώ σ' αγαπώ.» του απάντησε εκείνη με ένα χαμόγελο που έκανε την
καρδιά του να πεταρίσει και κούρνιασε δίπλα του.
Μπορεί να ήταν τόσο κοντά του αλλά αν ήταν ποτέ δυνατόν τον ήθελε ακόμα
πιο κοντά της. Για την ώρα συμβιβάστηκε με την αγκαλιά του και αποκοιμήθηκε. Το
ίδιο και ο Ρας.
Ο Άλεξ για να είναι πιο διακριτικός είχε πάει λίγο πιο πέρα. Είχε χαθεί στις
σκέψεις του μέχρι που ένα χέρι τον έπιασε από τον ώμο. Εκείνος ξαφνιασμένος
άφησε τα αντανακλαστικά του να ενεργήσουν και έριξε με μία λαβή το άτομο που
τον είχε ακουμπήσει. Καθυστερημένα βέβαια συνειδητοποίησε πως αυτή που
κειτόταν από κάτω του ήταν για άλλη μια φορά η Νεφερτάρι, που μάλλον είχε έρθει
για την αλλαγή βάρδιας.
«Τι κάνεις; Έχεις τρελαθεί τελείως;» τον ρώτησε μέσα από τα δόντια της
πασχίζοντας να μην ουρλιάξει και ξυπνήσει και τους άλλους. Βέβαια το βάρος του
σώματος του Άλεξ την εμπόδιζε από το να κουνηθεί όχι όμως και το να αναπνεύσει.
Μα γιατί μου έχει κοπεί η ανάσα τότε; Αναλογίστηκε. «Χίλια συγνώμη, δεν κατάλαβα ότι ήσουν εσύ» της είπε και σηκώθηκε
βιαστικά δίνοντας της παράλληλα και το χέρι του για να την βοηθήσει. Η Νεφερτάρι
το δέχτηκε κάπως διστακτικά, αλλά όταν του έδωσε το χέρι της τη σήκωσε σαν να
ήταν πούπουλο.
« Πάντως πρέπει να σταματήσουμε να συναντιόμαστε με αυτό τον τρόπο. Μια
χτες και μια... Αλήθεια όμως... πώς το έκανες αυτό;»
«Ποιο;»
«Αυτό που με έριξες κάτω με μία κίνηση. Στα μέρη μας δεν έχουμε ξαναδεί
τέτοια τεχνική... και μπορώ να ομολογήσω πως είσαι πολύ καλός.»
Τα μάτια του Άλεξ αμέσως φωτιστήκαν. Του είχε κάνει φιλοφρόνηση, ποιος η
Νεφερτάρι! Και η αλήθεια ήταν πως του άρεσε να ακούει φιλοφρονήσεις ειδικά από
εκείνη. Έτσι λοιπόν άφησε πίσω τον κυνικό εαυτό του και της απάντησε με
σοβαρότητα.
«Είναι μία πολεμική τέχνη που μας έμαθαν στη μυστ... ε στο στρατό της
πατρίδας μου. Χρησιμοποιείς την δύναμη και τη στάση σώματος του εχθρού σου
εναντίων του.»
«Ενδιαφέρων... και εντέλει ποια είναι η πατρίδα σου;»
«Ε... είναι ένας μακρινός τόπος, δεν θα τον ξέρεις» της απάντησε αμήχανα. Τι
να της έλεγε; Ότι έχει έρθει από μία άλλη Ήπειρο που δεν έχει ανακαλυφτεί ακόμα;
Τα μάτια της σκοτείνιασαν ενθυμούμενη τα λόγια που σφράγισαν την πορεία της
ζωής της. Μέσα της κάτι πετάρισε. Ήταν ένα συνονθύλευμα ελπίδας που γεννιόταν
και φόβου. Αυτό που τελικά νίκησε ήταν ο φόβος.
«Ωραία... ωραία. Μα τους θεούς ξεχαστήκαμε. Πήγαινε να κοιμηθείς είναι
δική μου σειρά τώρα.»
«Μπα... δεν νυστάζω σε πειράζει να κάτσω να σου κάνω παρέα, να τα
λέγαμε...» στο άκουσμα αυτής της προοπτικής η Νεφερτάρι πανικοβλήθηκε ακόμα
περισσότερο.
«Επιμένω πήγαινε νε ξεκουραστείς. Ούτως ή άλλως δεν έχουμε κάτι να πούμε
και θα με αποσπάς από το καθήκον μου.» του είπε κοφτά μην αφήνοντας του άλλη
επιλογή από το να την καληνυχτίσει και να φύγει.
Ξαπλώνοντας στην αυτοσχέδια ψάθα του από φοινικόφυλλα και κοιτώντας
τον ξάστερο νυχτερινό ουρανό αναρωτήθηκε ακόμα μία φορά γιατί ένιωθε έτσι. Όταν
τον έδιωξε αισθάνθηκε λες και του είχαν τρυπήσει την καρδιά. Ναι, η Νεφερτάρι είναι πολύ ωραία γυναίκα με εξωτική ομορφιά αλλά... είπε στον εαυτό του κόβοντας τη
σκέψη του στη μέση. Με μιας αποφάσισε να μην αφήσει τον εαυτό του να
περπατήσει σε τόσο επικίνδυνα μονοπάτια και έκλεισε σφιχτά τα βλέφαρα του για να
διώξει την εικόνα της πλανεύτρας. Στο τέλος αποκοιμήθηκε.
Η Νεφερτάρι βέβαια δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. Προσπάθησε να
συγκεντρωθεί στους ήχους της σιγαλιάς της νύχτας και της ερήμου αλλά τίποτα. Οι
συγκεχυμένες σκέψεις της δεν την άφηναν να ησυχάσει ούτε βέβαια και η εικόνα των
γαλάζιων ματιών του που την κατέτρεχε. Ήταν αυτός ο συγκεκριμένος άντρας που
είχε προφητευτεί από τον αρχιερέα του Ρα; Και αν ναι τι θα σήμαινε για εκείνη; Το
άγχος ο φόβος αλλά και η ελπίδα μάχονταν μέσα της όλη νύχτα μέχρι που ο Ατέν
ήρθε να την αντικαταστήσει.
«Κυρά μου συγνώμη αν γίνομαι αδιάκριτος αλλά είσαι καλά; Σε βλέπω
ανήσυχη και προβληματισμένη.» «Σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου γλυκέ μου
Ατέν αλλά δεν έχω τίποτα. Πάψε να ανησυχείς. Καληνύχτα. Είθε η πανίσχυρη Μαάτ
να σε προσέχει.»
Την επόμενη μέρα, με το που χάραξε, σέλωσαν τα άλογα και ξεκίνησαν και
πάλι το επίπονο ταξίδι. Μετά από πολλές ώρες κοντά απόγευμα έφτασαν έξω από το
Καρνάκ όπου συνάντησαν τον μεγαλεπήβολο ναό του θεού Ρα. Λίγο πιο πέρα
σηματοδοτημένος από τις κριόμορφες Σφίγγες, ο ναός της Μουτ, αν και μικτότερος
ήταν εξίσου καλαίσθητος και επιβλητικός. Η Αριάδνη, ο Ρας και ο Άλεξ είχαν μείνει
να κοιτάζουν με δέος τα οικοδομήματα που ήταν πολύ πιο λαμπερά από τα
απομεινάρια τους στη σημερινή εποχή. Τα αγάλματα και κίονες ήταν ολόκληρα ενώ
τα χρώματα από τις τοιχογραφίες και τα ιερογλυφικά ήταν ζωντανά και έντονα. Τέλος
οι χρυσές λεπτομέρειες γυάλιζαν κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου δίνοντας μία
αίσθηση πολυτέλειας, ζεστασιάς και δέους σε όποιου κοίταζε τους ναούς.
Η Νεφερτάρι και ο Ατέν λόξεψαν λίγο τα άλογα και συνέχισαν
προσπερνώντας τους ναούς που ήταν γεμάτοι με προσκυνητές. Λίγο πιο κάτω είχε
στηθεί υπαίθρια αγορά για τις ανάγκες των προσκυνητών... και όχι μόνο. Πούλαγαν
θυμιάματα για τον ναό μέχρι και σανό για τα άλογα. Αρκετά μέτρα πέρα από την
αγορά ξεπρόβαλε η πρόσοψη του παλατιού του Φαραώ. Βέβαια για να πάνε προς τα
κει έπρεπε νε περάσουν μέσα από την υπαίθρια αγορά. Κάτι που αποδείχτηκε
δυσκολότερο απ' ότι φαινόταν.Όλοι, τους κοιτούσαν με περιέργεια, κυρίως τον Άλεξ και την Αριάδνη για
ευνόητους λόγους. Όμως όταν έβλεπαν την Νεφερτάρι και το στέμμα της κόμπρας
όλοι προσκυνούσαν, ακόμα και μπροστά στο άλογό της αποκλείοντας τον δρόμο. Η
Νεφερτάρι με λαμπρότητα βασιλέα και ύφος κύρους τους ευχαριστούσε και τους
ζητούσε να σηκωθούν, όμως δεν την υπάκουαν. Έτσι ο Ατέν αναγκάστηκε να έρθει
μπροστά, να κατέβει από το άλογο και να δείξει την πυγμή του βοηθώντας την
πριγκίπισσα να περάσει και να ανοίξει ο δρόμος. Γενικά όλοι σχολίαζαν το θέαμα.
Τελικά κατάφεραν να βρεθούν στο τεράστιο προαύλιο χώρο του παλατιού
όπου δύο τρίμετρα αγάλματα του Φαραώ τους υποδέχτηκαν στην μπροστινή πύλη.
Και τα δύο απεικόνιζαν τον Φαραώ καθισμένο στο θρόνο του κρατώντας χιαστί τα
σύμβολα αρχηγίας του στην άνω και κάτω Αίγυπτο, το σκήπτρο και τη βέργα. Στο
κεφάλι φορούσε περήφανα το στέμμα με την αιγυπτιακή κόμπρα και το γεράκι ενώ
τους κοιτούσε με αυστηρότητα. Το μόνο που θα μπορούσες να αισθανθείς κοιτώντας
τα ήταν δέος και φόβος για τον ηγεμόνα. Ίσως αυτός να ήταν και ο σκοπός τους.
Καθώς η Νεφερτάρι προχώρησε μπροστά, η βασιλική φρουρά τη σταμάτησε.
α Μόλις είδαν όμως το στέμμα και το ποια ήταν, την άφησαν αμέσως να περάσει
δίνοντάς της δύο ακόμα άντρες για την συνοδεία της πομπής. Οι φύλακες τους
οδήγησαν στους βασιλικούς στάβλους φωνάζοντας τους ιπποκόμους για να δώσουν
τροφή και νερό στα ζωντανά.
Ο Ατέν αντιμετωπίστηκε με σεβασμό αλλά και οικειότητα από τους φύλακες
που φαινόταν πως ήταν ανώτερός τους. Συνέχισαν προς το εσωτερικό του παλατιού.
Το κτίριο ήταν ακόμα πιο επιβλητικό από μέσα με χιλιάδες ιερογλυφικά και
παραστάσεις να κοσμούν τους τοίχους. Επειδή ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και το
φυσικό φως μειωνόταν χρυσοποίκιλτες δάδες ήταν αναμμένες χαρίζοντας με τη
φλόγα τους λαμπρότητα και ζεστασιά.
«Ο Φαραώ μας περιμένει;» ρώτησε με σταθερή και επιβλητική φωνή η
Νεφερτάρι. Εδώ δεν ήταν μόνο αρχιέρεια, αλλά και πριγκίπισσα, οπότε έπρεπε να
φέρεται ανάλογα.
«Ο Φαραώ έχει ενημερωθεί για τον ερχομό σας πριγκίπισσα μου και σας
περιμένει στην αίθουσα του θρόνου.» της απάντησε ένας από τους φύλακες.
«Ωραία.»
Συνέχισαν για λίγο ευθεία και μετά έστριψαν αριστερά σε έναν
πολυτελέστατο διάδρομο. Στο τέλος του διαδρόμου βρισκόταν μία τεράστια δίφυλλη πόρτα που έφτανε μέχρι το ταβάνι του παλατιού. Οι τέσσερεις φύλακες που τη
φυλούσαν φαίνονταν σαν νάνοι μπροστά της, ενώ για να την ανοίξουν χρειάστηκε να
συνδυάσουν την δύναμη τους.
Μέσα μπήκε πρώτα η Νεφερτάρι όπου με ένα νεύμα της τους είπε να
περιμένουν έξω. Μετά την είσοδό της στην αίθουσα, οι φύλακες δεν έκλεισαν την
πόρτα παρά μόνο σταύρωσαν τα όπλα τους για να απαγορεύσουν την είσοδο.
«Πατέρα!» φώναξε εκείνη και πήγε κοντά του. Ο Φαραώ Ιμχοτέπ είχε
σηκωθεί από τον θρόνο του και χαρούμενος πήγε να αγκαλιάσει την κόρη που τόσο
του είχε λείψει.
«Νεφερτάρι! Κόρη μου είθε η πανίσχυρη Ίσις και η θεά σου η Μαάτ να σε
ευλογούν. Μου έλειψες! Πρέπει να έρχεσαι πιο συχνά.» της είπε πειραχτικά σε τόνο
παρατήρησης.
«Και σε μένα μου έλειψες άρχοντά μου όμως ξέρεις οι υποχρεώσεις μου...»
«Ξέρω, ξέρω δεν σου αφήνουν χρόνο. Μπορεί με την αδελφή σου να είστε
δίδυμες, όμως πάντα εσύ μου έμοιαζες περισσότερο, ο γιος που δεν απέκτησα.
Λοιπόν ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;»
«Δυστυχώς δουλειά πατέρα. Όπως ξέρεις εντοπίστηκαν τρεις ξένοι να
τριγυρνάνε κοντά στο ναό της Μαάτ γυμνοί και αποπροσανατολισμένοι. Όπως
προστάζει ο θεϊκός σου νόμος τους έφερα για να τους δικάσεις και να αποφανθείς το
αν είναι κατάσκοποι των εχθρών ή ...»
«Η;» έκανε ερωτηματικά καταλαβαίνοντας πως η κόρη του είχε κάτι
σημαντικό να του πει.
«Κοίτα άρχοντά μου... η θεά Μαάτ μου αποκαλύφτηκε μετά από δέηση στο
όνειρό μου και μου είπε πως είναι απεσταλμένοι της και πως πρέπει να τους
βοηθήσουμε.»
«Αυτό που λες είναι πολύ σοβαρό! Είσαι σίγουρη πως η θεά σου
αποκαλύφτηκε;»
«Ναι, δεν ήταν όνειρο αλλά προμήνυμα.»
«Τότε θα το έχω υπόψη μου όμως πρέπει να δικαστούν σύμφωνα με το νόμο.
Φέρ' τους μέσα. Φρουροί!» φώναξε και αμέσως άνοιξαν τον δρόμο. Μπροστά
πέρασε ο Ατέν ο οποίος μπήκε με υπερήφανο βάδισμα όμως γονάτισε μπροστά στη
θέα του Φαραώ. Πίσω από τον Ατέν μπήκαν οι τρεις "κατηγορούμενοι" κάνονταςαυτό που είδαν, ενώ πίσω τους οι δύο φρουροί που τους συνόδευαν κάθισαν
προσοχή.
«Ατέν! Τι ευχάριστη έκπληξη! Βλέπω συνόδευσες την κόρη μου» έκανε ο
Ιμχοτέπ ενώ καθόταν και πάλι στο θρόνο του.
Απ' ότι φαίνεται αυτός ο Ατέν έχει και την εύνοια του Φαραώ. Φανταστικά!
Άλεξ υπάρχουν σοβαρότερα θέματα για να ανησυχείς αυτή την στιγμή! Μάλωσε τον
εαυτό του σε μια προσπάθεια να μειώσει την ζήλια που ένιωθε. Αυτά τα προβλήματα
τον άγχωναν περισσότερο τον Ρας και την Αριάδνη που για να δώσουν κουράγιο ο
ένας στον άλλο είχαν πιαστεί χεράκι χεράκι. Και οι δύο μετά βίας συγκρατούσαν τις
φύσεις τους. Το αρπακτικό που έκρυβε μέσα της η Αριάδνη αντιλαμβανόταν κίνδυνο
και ήθελε να περάσει στην αντεπίθεση μακραίνοντας τους κυνόδοντες. Η αγγελική
προστατευτικότητα πάλι του Ρας είχε χτυπήσει κόκκινα. Αυτή η δίκη του ξυπνούσε
μνήμες και ήθελε να φύγει παίρνοντας την Αριάδνη και τον Άλεξ από εκεί.
Βέβαια η φωνή του Φαραώ τους έκανε να παραμερίσουν τις σκέψεις τους και
να επικεντρωθούν στην απολογία τους.
«Ατέν παραμέρισε για να έρθουν μπροστά οι ξένοι.» Όταν ο Ατέν πήγε στο
πλάι ο Φαραώ κατακεραυνώθηκε από το θέαμα. Όλοι λευκοί, η κοπέλα με
κοκκινόξανθα μαλλιά και ο άντρας με γαλάζια μάτια σαν του Νείλου και μαλλιά
ξανθά σαν στάχια. Βέβαια μέσω του εκτεταμένου εμπορίου που είχε η Αίγυπτος με
άλλες χώρες του Βορά, είχαν ξανασυναντήσει λευκό δέρμα, αλλά ποτέ τόσο
ανοιχτόχρωμους ανθρώπους. Η προφητεία δεν ήταν εμπαιγμός; Ρώτησε τον εαυτό του
κοιτώντας στα μάτια την κόρη του που έδειχνε να είναι το ίδιο μπερδεμένη με αυτόν.
Ανέκτησε γρήγορα την αυτοκυριαρχία του και με αυστηρότητα έκανε την πρώτη του
ερώτηση.
«Σηκωθείτε. Πώς ονομάζεστε;»
«Εμένα με λένε Ρασμουήλ.»
«Αριάδνη.»
«Και μένα Άλεξ.»
«Μάλιστα. Ξενική εμφάνιση και ονόματα. Από πού έρχεστε;»
«Εγώ από την Ελληνική πόλη της Αθήνας. Οι άλλοι δύο προέρχονται από
τόπο πολύ βορειότερο από τον δικό μου.» απάντησε γρήγορα η Αριάδνη.
«Από την Αθήνα ε; Έχουμε εμπορικές σχέσεις με τους Αθηναίους και
γνωρίζω πως με τις γυναίκες τους είναι πολύ προστατευτικοί. Εσύ πως και ταξιδεύεις μόνη με δύο άντρες;» την ρώτησε ο Φαραώ καχύποπτα ρίχνοντάς της ένα
εξονυχιστικό βλέμμα.
«Με όλο το σεβασμό δεν είναι μόνη. Είμαι ο άντρας της.» πετάχτηκε ο Ρας
προσπαθώντας να την προστατέψει.
«Μάλιστα. Και πώς ήρθατε εδώ από τόσο μακριά; Και μιλάτε και τόσο καλά
τα αιγυπτιακά;»
«Άρχοντά μου είμαστε έμποροι» πήρε το λόγο ο Άλεξ. Μάθαμε τη γλώσσα
σας για να συνεννοούμαστε καλύτερα. Επίσης έχω να προσθέσω πως οι
κοκκινομάλλες γυναίκες στην Αθήνα έχουν περισσότερες ελευθερίες.» Με αυτή του
την φράση ο Ρας και η Αριάδνη τον κοίταξαν με ένα απορημένο αλλά ταυτόχρονα
αγριεμένο βλέμμα. Το μόνο που έκανε ο Άλεξ ήταν να ανταποδώσει με ένα
απολογητικό βλέμμα σηκώνοντας ελαφριά τους ώμους του.
«Ενδιαφέρον. Και που είναι η πραμάτεια σας;» τους ρώτησε και πάλι
αυστηρά.
«Μας την κλέψανε άρχοντά μου. Και αυτή και τα ρούχα μας. Τριγυρνούσαμε
στην έρημο ολόγυμνοι πριν μας βρει η Νεφερτάρι... ε θέλω να πω η πριγκίπισσα.»
ξανάπε πολύ πειστικά ο Άλεξ.
«Αυτό το πιστοποιώ και εγώ πατέρα» συμφώνησε η Νεφερτάρι.
Ο Ιμχοτέπ, στάθηκε για μια στιγμή και τους ζύγιασε με το βλέμμα
προσπαθώντας να καταλάβει τις προθέσεις τους. Τα λόγια της κόρης του ξαναήρθαν
στο μυαλό του και έτσι έβγαλε την ετυμηγορία του.
«Ωραία. Καθώς δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι μπορεί να είστε
πληροφοριοδότες των εχθρών μας είστε ελεύθεροι να φύγετε».
«Ε... πατέρα μπορώ να σου πω λίγο;» έκανε η Νεφερτάρι μέσα από τα δόντια
της φτάνοντας δίπλα στο θρόνο.
«Πες μου.»
«Πατέρα θυμήσου την προφητεία, το όνειρο, τους θέλω εδώ για λίγο.» του
είπε ψιθυριστά και μετά φώναξε λίγο παραπάνω. «Μα δεν έχουν που να πάνε!»
Ο Φαραώ με δύο νωχελικά νεύματα με το χέρι του την έκανε να σωπάσει.
«Μετά από παρότρυνση της κόρης μου αποφάσισα να σας φιλοξενήσω στο
παλάτι για όσο χρειαστεί. Δέστε το σαν αποζημίωση για τις κακουχίες σας. Η
απόφαση πάρθηκε από τον Φαραώ, γιο του θεού Ρα και είναι αμετάκλητη.» είπε για
να επικυρώσει την απόφαση του δικαστηρίου που είχε στηθεί.Οι τρεις τους μπορούσαν πλέον να αναπνεύσουν. Η Αριάδνη άφησε το χέρι
του Ρας που αν ήταν ανθρώπινο σίγουρα θα το είχε λιώσει. Οι δύο άντρες
αρκέστηκαν στο να αφήσουν έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
«Ατέν! Πάρε έναν φρουρό και οδήγησε τους φιλοξενούμενούς μας στη δυτική
πτέρυγα για να τακτοποιηθούν.» πρόσταξε ο Φαραώ και όλοι στάθηκαν προσοχή.
«Μάλιστα άρχοντά μου. Όπως θελήσετε.» είπε εγκάρδια ο Ατέν κάνοντας μια
βαθιά υπόκλιση. Γύρισε την πλάτη του στον Φαραώ και τους έκανε νόημα να
αποχωρίσουν από την αίθουσα μαζί του.
Οι πόρτες έκλεισαν αφήνοντας μέσα την Νεφερτάρι και τους τρεις φύλακες.
«Πατέρα πως πείστηκες τόσο γρήγορα; Συνήθως είσαι πολύ πιο διεξοδικός
και αυστηρός.» παρατήρησε η Νεφερτάρι για να δει ένα υποτυπώδες χαμόγελο στο
βαμμένο πρόσωπο του πατέρα της.
«Και ποιος σου είπε πως πείστηκα; Είμαι σχεδόν σίγουρος πως κάτι
κρύβουν.»
«Και τότε...»
«Γιατί τους έβαλα στο παλάτι μου; Για να μάθω τι κρύβουν φυσικά. Κράτα
τους φίλους κοντά και τους εχθρούς ακόμα πιο κοντά. Ότι κι αν είναι, εχθροί ή φίλοι
εδώ θα τους ελέγχω καλύτερα.»
«Δηλαδή δεν πείστηκες από μένα;»
«Το ήξερα ότι θα επενέβαινες οπότε το άφησα να φανεί πως είναι δική σου
επιθυμία.» της είπε χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά.
«Αχ πατέρα!» αναφώνησε εκείνη και του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο.
***
Ο Ατέν μπροστά, τους οδηγούσε προς την δυτική πτέρυγα όπου στεγάζονταν
τα δωμάτια των φιλοξενούμενων την ώρα που η Αριάδνη άκουσε πίσω μία πόρτα
έναν περίεργο ήχο και κοντοστάθηκε.
«Τι έγινε, γιατί σταμάτησες;» τη ρώτησε ο Ρας.
«Σταματήστε, σταματήστε λίγο κάτι άκουσα!» φώναξε κάνοντας τον Ατέν να
γυρίσει πίσω. «Γιατί σταματήσαμε;» ρώτησε εκείνος ενώ η Αριάδνη του έκανε νόημα να
σωπάσει. Οι ήχοι που άκουγε μόνο η ίδια, μεγάλωσαν και έτσι μπορούσαν και οι
άλλοι να τους ακούσουν.
Το πνιχτό κλάμα, ο ήχος από χαστούκια και ένας δυνατός γδούπος έκανε τον
Ατέν να τρέξει ανοίγοντας μόνος του την βαριά πόρτα. Μέσα αντίκρισε κάτι που τον
σόκαρε. Το δωμάτιο ήταν ανάστατο με πράγματα πεταμένα κάτω, ενώ μία νεαρή
κοπέλα ήταν στο πάτωμα αιμόφυρτη προσπαθώντας να ξεφύγει από τα χέρια του
δυνάστη της που την κλωτσούσε.
Τότε ο Ατέν με όλη του την δύναμη βούτηξε τον βάρβαρο άντρα και τον
πέταξε μακριά ρίχνοντάς τον κάτω με δύναμη. Ο γδούπος ήταν αρκετά μεγάλος για
το λόγο το ότι ο άντρας ήταν τροφαντός. Από το στόμα του ακούστηκε ένα
αγκομαχητό αλλά πριν προλάβει καν να σηκωθεί άρχισε να βρίζει και να ωρύεται.
«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ! Θα δεις θα βάλω τον Φαραώ να σε κρεμάσει!»
Ο Ατέν δεν του έδωσε σημασία, μόνο τον αγριοκοίταξε κάνοντας τον να
σωπάσει. Η προσοχή του είχε στραφεί στην κοπέλα που απαλά είχε πιάσει το πόδι
του και ψέλλιζε παρακλητικά βοήθεια. Εκείνος έσκυψε και την πήρε στην αγκαλιά
του καθώς δεν ήταν σε θέση να περπατήσει. Ο άντρας άρχισε και πάλι να φωνάζει
σαν τρελός.
«Τι κάνεις; Που πας την σκλάβα μου; Δικιά μου είναι ότι θέλω την κάνω. Αν
θέλεις τόσο πολύ την άχρηστη σκύλα πλήρωσε και θα την έχεις!»
«Θέλεις και πληρωμή καθίκι;» τον ρώτησε άγρια ο Ατέν και έκανε να αφήσει
κάτω την κοπέλα για να τον δείρει.
«Άστο το 'χω!» του φώναξε η Αριάδνη που είχε μπουκάρει στο δωμάτιο και
κατευθυνόταν στον άντρα. Τα μάτια της κοκκίνισαν αλλά κράτησε την κυριαρχία της.
Ο μόνος που τα είδε ήταν ο άντρας που γουρλώθηκε. «Θεώρησέ το ως την αμοιβή
σου!» του είπε και του έχωσε μία δυνατή μπουνιά που τον άφησε αναίσθητο.
Ο Ρας αμέσως έτρεξε προς τον Ατέν και την κοπέλα φοβούμενος τα
χειρότερα. Μπορεί ως άγγελος να μην μπορούσε να κάνει κάτι αλλά ο θεραπευτής
μέσα του δεν μπορούσε να ησυχάσει. Κοίταξε γρήγορα τις πληγές της και
προσπάθησε να της απαλύνει τον πόνο με το άγγιγμά του.
«Ατέν πρέπει να την πάμε κάπου να ξεκουραστεί. Η κατάσταση της είναι
σοβαρή και χρειάζεται αμέσως φροντίδα.»«Το ξέρω. Θα την πάω στην κάμαρά μου να ξαπλώσει. Εσύ πάρε ένα φύλακα
και πηγαίνετε να ειδοποιήσετε την Νεφερτάρι. Θα ξέρει τι πρέπει να κάνει. Άλεξ εσύ
με τον άλλο φύλακα μείνετε εδώ να προσέχετε να μην φύγει το κάθαρμα, ενώ εσύ
Αριάδνη έλα μαζί μου!» πρόσταξε και με την κοπέλα σε ημιλυπόθυμη κατάσταση
στην αγκαλιά του έτρεξε προς τα διαμερίσματα που του είχαν παραχωρήσει.
Όταν έφτασαν, η Αριάδνη άνοιξε την πόρτα και εκείνος μπήκε γρήγορα
μέσα για να την απιθώσει στο μονό ψάθινο κρεβάτι. Βέβαια ήταν πολύ πιο άνετο και
πολυτελές από τις ψάθες τους, καθώς είχε και ένα υποτυπώδες λεπτό στρώμα, αλλά
και πάλι δεν το έλεγες βασιλικό. Εκείνος κάθισε δίπλα της βγάζοντας τα μαλλιά από
το ματωμένο πρόσωπό της. Η Αριάδνη έτρεξε σε ένα πιθάρι εκεί κοντά και με ένα
ξύλινο δοχείο της έφερε νερό να πιεί. Η κοπέλα όμως μόνο τα χείλη της κατάφερε να
βρέξει.
Ο Ατέν έσκισε λίγο τη λινή του φορεσιά, τη βούτηξε στο νερό και με αυτή
έσταξε σιγά σιγά νερό στο στόμα της σαν να τάιζε μωρό. Η κοπέλα μισάνοιξε τα
σκισμένα χείλη της και κατάφερε να πιεί έστω και αυτές τις σταγόνες.
«Μη φοβάσαι γλυκιά μου όλα τελείωσαν.» της ψιθύρισε και αυτή με όση
δύναμη της είχε απομείνει του έσφιξε το χέρι δείχνοντας την ευγνωμοσύνη της.
Εκείνη τη στιγμή ήρθε και η Νεφερτάρι με τον Ρας.
«Πώς είναι;» ρώτησε η Νεφερτάρι κοιτώντας την κατάκοπη κοπέλα.
«Άσχημα.» την διαβεβαίωσε ο Ατέν σκυθρωπός.
Από εκείνη τι στιγμή άρχισε ένας αγώνας δρόμου ώστε να την κρατήσουν στη
ζωή. Ο Ατέν με τις συμβουλές της Νεφερτάρι κατάφερε να καθαρίσει τις πληγές της
ενώ ο Ρας και η Αριάδνη βοηθούσαν στην παρασκευή βοτάνων για κατάπλασμα. Δεν
ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις τους όπως στη Σαντορίνη, γιατί θα
αποκαλύπτονταν. Έτσι, κάθε μέρα άνοιγαν τις γάζες και έβαζαν καινούριες
πλένοντας και αποστειρώνοντας πρώτα τις πληγές.
Κάποια τραύματα ήταν πολύ βαθιά ώστε χρειάζονταν ράμματα. Ευτυχώς η
Νεφερτάρι ως αρχιέρια ήξερε και κάτι λίγα από ιατρική και κατάφερε να την ράψει.
Δύο μέρες αργότερα έφτασε και ο προσωπικός θεραπευτής του Φαραώ όπου
ετοίμασε ειδικά σκευάσματα από βότανα, κάτι που θα βοηθούσε ακόμα περισσότερο
στην ανάρρωση του κοριτσιού. Τέλος βρήκε πως ο δεξιός καρπός της κοπέλας ήταν
σπασμένος και το ακινητοποίησε με κάτι που έμοιαζε πολύ με νάρθηκα φτιαγμένο
από καλάμια. Όλες αυτές τις μέρες ο Ατέν δεν έφευγε από το πλευρό της. Όταν έγινε λίγο
καλύτερα της σήκωνε το κεφάλι για να πιεί νερό, την τάιζε με σούπα και γενικά την
πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού. Βέβαια ο άντρας που την έφερε σε αυτή την
κατάσταση δεν τιμωρήθηκε καθόλου γιατί ήταν ένας από τους διοικητές του Φαραώ.
Βέβαια ούτε ο Ατέν τιμωρήθηκε για την κακή συμπεριφορά του σε έναν
υψηλόβαθμο.
Όταν η κοπέλα τελικά μπόρεσε να σταθεί στα πόδια της ο Ατέν έκανε αίτημα
στον Φαραώ για να την πάρει εκείνος ως σκλάβα του. Ο Φαραώ Ιμχοτέπ τους
περίμενε και πάλι στην αίθουσα του θρόνου. Η Νεφερτάρι καθόταν δίπλα του ως
σύμβουλός του, ενώ από νωρίς είχαν φτάσει ο Άλεξ, η Αριάδνη και ο Ρας για να
μαρτυρήσουν τα όσα είδαν. Τελευταίοι μπήκαν ο Ατέν που κρατούσε την Τουνάρ
υποβασταζόμενη. Θα αντίκριζε τον δυνάστη της για άλλη μία φορά και αυτό ήταν
ακόμα πιο δύσκολο από τον σωματικό πόνο.
Απέναντι στην αίθουσα ήταν και ο άντρας που αποδείχτηκε πως ήταν
υψηλόβαθμος διοικητής στην υπηρεσία του Φαραώ. Το βλέμμα του ήταν σκληρό και
το μόνο που έβγαλε ήταν μίσος.
«Λοιπόν έχω πάρει την απόφασή μου.» ανήγγειλε ο Ιμχοτέπ με διαπεραστική
φωνή. «Μετά από όσα άκουσα αποφάσισα η κοπέλα να πάει με τον Ατέν χωρίς
αντίτιμο. Εσύ στρατηγέ Χερού θα συνεχίσεις κανονικά τα καθήκοντά σου με ευνούχο
που θα σου παραχωρηθεί.»
«Μα ... άρχοντά μου...»
«Τολμάς να αμφισβητείς την θέλησή μου;» του ξανάπε με κραταιά φωνή.
«Όχι Φαραώ μου. Η θέλησή σας είναι διαταγή μου.»
«Ωραία. Και τώρα μπορείτε να πηγαίνετε.»
Με αυτή την φράση του πατέρα της η Νεφερτάρι χαμογέλασε συνωμοτικά
στον Ατέν και την κοπέλα. Τα είχαν καταφέρει. Φεύγοντας βέβαια ο άντρας
εξαπέλυσε και πάλι τις απειλές του, ότι δεν είχε τελειώσει τίποτα αλλά ο Ατέν τον
αγνόησε. Μόνο η Τουνάρ φοβήθηκε και κόλλησε ακόμα περισσότερο πάνω στον
Ατέν που ήταν πια προστάτης της. Μόνο εκείνον μπορούσε πλέον να εμπιστευτεί.
«Όλα τελείωσαν τώρα. Δεν πρόκειται να σε ξανά πειράξει πια.» της είπε
γλυκά χαϊδεύοντας το ακόμα πρησμένο της μάγουλο και συνέχισε. «Και τώρα που
είσαι πια δικιά μου, μπορώ να σε ελευθερώσω όποτε θες!»Αυτά τα λόγια αντί να δώσουν χαρά στην κοπέλα, σκοτείνιασαν το πρόσωπό
της.
«Τι έγινε; Τι έπαθες; Δεν θέλεις να ελευθερωθείς;» τη ρώτησε μην
καταλαβαίνοντας την αντίδρασή της.
«Άρχοντά μου...»
«Δεν σου είπα να με λες Ατέν;»
«Ατέν... έκανες πολλά για μένα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σε
ξεπληρώσω, να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου από το να μου κάνεις την τιμή να σε
υπηρετήσω.» του είπε. «Σε παρακαλώ δέξου με!»
«Αφού αυτό θέλεις πραγματικά, τότε ναι σε δέχομαι με μεγάλη μου χαρά!» Η
απάντησή του την χαροποίησε τόσο που παρά τα τραύματά της, τεντώθηκε για να τον
αγκαλιάσει. Ένα γλυκό χαμόγελο ξέφυγε από τα χείλη του και εκείνη πετάχτηκε πίσω
σαν πληγωμένο ζώο.
«Ήταν απρεπές αυτό που έκανα συγχωρέστε με!»
«Θα σε συγχωρήσω μόνο αφού μου μιλήσεις στον ενικό και με αγκαλιάσεις
ξανά!» της είπε χαμηλόφωνα με συνωμοτική διάθεση. «Βέβαια όταν θα είμαστε
δημόσια θα κρατάς αυτή τη στάση αλλά όχι όταν είμαστε μόνοι μας ή με έμπιστα
άτομα.»
«Εντάξει... Ατέν.»
«Έτσι μπράβο!» χαμογέλασε κελαριστά και της έκανε νόημα να συνεχίσουν
το περπάτημα.
Στην άλλη άκρη της αίθουσας ο Ρας άρχισε να πονά υπερβολικά στο στήθος.
Τόσο που διπλώθηκε στα δύο.
«Ρας; Αγάπη μου τι έπαθες; Τι έχεις;» ούρλιαξε η Αριάδνη που αμέσως τον
έπιασε για να τον στηρίξει. Ο Άλεξ έκανε το ίδιο ρίχνοντας του μια συνωμοτική
ματιά που έλεγε ξεκάθαρα ότι έπρεπε να της το πει.
«Δεν είναι τίποτα θα... θα περάσει. Και υπόσχομαι πως θα σου πω τα πάντα.
Απλώς πάμε στα διαμερίσματά μας.»
«Εντάξει αγάπη μου.»
Προχώρησαν γρήγορα προς τα δωμάτια τους, αλλά όταν έφτασαν το κάψιμο
στο στήθος του είχε φύγει. Ήταν ώρα για εξηγήσεις. Έκανε νόημα στον Άλεξ και
εκείνος τους άφησε. Ένας φρουρός που είχε δει ότι ο Ρας δεν ήταν καλά πήγε και
τους άνοιξε την πόρτα. Η Αριάδνη τον ευχαρίστησε και την έκλεισε πίσω της.«Λοιπόν... είμαστε μόνοι μας. Τι έχεις αγάπη μου; Γιατί μου κρύβεις
πράγματα;» τον ρώτησε αδύναμα με ένα τόνο πικρίας. Την πλήγωνε που δεν την
εμπιστευόταν.
«Θα σου τα πω όλα... αλλά πρώτα απ' όλα ας βγούμε λίγο στο μπαλκόνι. Η
νύχτα είναι πολύ ωραία σήμερα.»
«Ρας...»
Εκείνος δεν απάντησε. Μόνο της πρότεινε το χέρι του περιμένοντας το δικό
της. Εκείνη ξεφύσηξε και του το έδωσε λίγο διστακτικά. Ο Ρας πήρε και αυτός μία
ανάσα τραβώντας τη πέρα από τη μικρή καμάρα που χώριζε το δωμάτιό τους από το
μικρό μπαλκόνι. Τα διαμερίσματά τους ήταν από τα πιο πολυτελή και έτσι έβλεπαν
στους βασιλικούς κήπους που τώρα αστραποβολούσαν κάτω από το ολόγιομο
φεγγάρι της ερήμου. Στον ορίζοντα ξεπετάγονταν η έρημος αλλά και ένα κομμάτι
από το σύμπλεγμα των ναών του Καρνάκ. Οι ασημένιες αχτίδες παιχνίδιζαν πάνω στα
γιγάντια πρόσωπα και στους κίονες δημιουργώντας μία αίσθηση μυστηρίου που
πλανιόταν σε όλη την περιοχή. Βέβαια η ομορφιά του τοπίου δεν μείωσε ούτε μία
στάλα την αγωνία και την πίκρα της Αριάδνης.
Ο Ρας την κοίταξε στα μάτια, καθάρισε νευρικά το λαιμό του και άρχισε.
«Ε... δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Δεν ξέρω πως μπορώ να στο πω αυτό
μαλακά...»
«Τι είναι Ρας; Όλος αυτός ο πρόλογος με τρομάζει χειρότερα.»
«Το ξέρω αγάπη μου...» Την κοίταξε έντονα στα μάτια και αυτό που δεν
μπορούσε να της πει της το έδειξε, κατεβάζοντας τον χιτώνα του μέχρι τη μέση και
αποκαλύπτοντας της το σημαδεμένο στέρνο του. Η Αριάδνη γουρλώθηκε.
«Είναι... είναι...» είπε με τρεμάμενη φωνή έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
«Ναι... με βρήκαν. Έχω πλέον Το Σημάδι.»
«Και αυτό σημαίνει...»
«Ότι το ρολόι κυλά αντίστροφα για μας πλέον.» διαπίστωσε με τα δάκρυα να
τρέχουν ασυναίσθητα στα μάγουλά του. Εκείνη τον κοίταξε για λίγο απαλλαγμένη
από κάθε χρώμα και συναίσθημα στο πρόσωπό της. Μόλις ξεπρόβαλαν τα πρώτα
δάκρυα που αντανακλούσαν το φεγγαρόφωτο στα μάτια της εκείνη ξέσπασε. Με
λυγμούς που τράνταζαν όλο το κορμί της, άρχισε να χτυπά άνευρα το σημαδεμένο
στέρνο του και να φωνάζει ένα και μόνο πράγμα: «Γιατί δεν μου το είπες;»Ο Ρας την έκλεισε στην αγκαλιά του προσπαθώντας να ηρεμήσει και εκείνη,
αλλά και τον εαυτό του ταυτόχρονα. Η Αριάδνη εξακολουθούσε να προσπαθεί να
χτυπήσει την ουλή, λες και θα την έκανε να εξαφανιστεί, όμως μετά από λίγο
παραδόθηκε στα μπράτσα του που την είχαν σφίξει. Έμειναν εκεί αμίλητοι και
αγκαλιασμένοι για αρκετή ώρα προσπαθώντας να χορτάσουν ο ένας τον άλλο αν ήταν
ποτέ δυνατόν. Και οι δύο πονούσαν. Η Αριάδνη μόλις είχε μάθει ότι τον έχανε ενώ
εκείνος μόλις το είχε συνειδητοποιήσει.
Με μια σπασμωδική κίνηση έφυγε από την αγκαλιά του κοιτάζοντας τον με
αποφασιστικότητα. Του έπιασε το χέρι όπως ακριβώς είχε πιάσει το δικό της μερικές
στιγμές πριν οδηγώντας τον πίσω στο δωμάτιο. Εκείνος δεν είχε καταλάβει τι
συνέβαινε μέχρι που τον πήγε στις βασιλικές ψάθες και κατέβασε τα πέπλα που τις
περιέβαλαν.
«Αριάδνη... τι κάνεις είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε με κομμένη την ανάσα.
«Δεν ήμουν ποτέ πιο σίγουρη στη ζωή μου. Δεν θέλω να χάνω άλλο χρόνο...
κι αν είναι να σε καταδικάσουν...»
«Μη μιλάς έτσι» την πρόσταξε κλείνοντας τα χείλη της με τον δείκτη του.
«Αυτή είναι η αλήθεια Ρας. Τουλάχιστον ας τους δώσουμε έναν σοβαρό
λόγο...» του είπε και τα μάτια της πήραν φωτιά από ανάμεικτο θυμό και πόθο. Έπεσε
με ορμή πάνω στο στόμα του ρουφώντας το ενώ άνοιγε την αραχνοΰφαντη κουρτίνα
οδηγώντας και τους δυο μέσα.
Ο Ρας αν και τα είχε χαμένα είχε πάρει και αυτός φωτιά. Ήταν η πρώτη φορά
μετά από πολύ καιρό που ένιωθε έτσι. Αυτό το κομμάτι του εαυτού του είχε
αφοριστεί όταν είχε γίνει άγγελος, αλλά τώρα γύριζε όλο και πίσω... στο διπλάσιο!
Ήθελε να την δει και να την αγγίξει παντού με τα χείλη του, να γευτεί το απαλό
δέρμα της, να δει στα μάτια της την αγάπη και την ηδονή.
Εκείνη είχε πέσει πίσω στα πολύχρωμα μαξιλάρια γευόμενη τη γεύση του
λαιμού του. Ποτέ δεν ένιωθε τόσο ελεύθερη και χαλαρή όσο τώρα, στα χέρια του.
Ήξερε ακριβώς τι να κάνει λες και το έκανε σε όλη της την ζωή. Ο Ρας έριξε σιγά
σιγά το βάρος του πάνω της καλύπτοντας τη από την κορυφή μέχρι τα νύχια με το
σώμα του. Έσκυψε και την φίλησε τόσο βαθιά και ζεστά που ρίγη έκαναν το σώμα
της να τρανταχτεί. Τα ρίγη σταματούσαν χαμηλά στην κοιλιά της κάνοντας την να
φλέγεται. Ω πόσο τον αγαπούσε! Και τώρα θα γινόταν δικός της! Όταν ο Ρας άρχισε
σιγά σιγά να την ξεντύνει οι πνιχτές ανάσες ήταν το μόνο που έβγαινε από το στόμα της. Σπαρταρούσε, το ίδιο και εκείνος. Τα μάτια του σκοτείνιασαν και άστραψαν
ταυτόχρονα.
Ήθελε να της δείξει την αγάπη του πριν χανόταν.
«Θεέ μου... είσαι πανέμορφη!» ψέλλισε και αμέσως έσκυψε να την φιλήσει
και πάλι.
Εκείνη με τρεμάμενα χέρια που ταξίδευαν όλη του την πλάτη, έφτασαν
σταδιακά στο όριο της μέσης του προσπαθώντας να του κατεβάσει και τον υπόλοιπο
χιτώνα. Ο Ρας την σταμάτησε πιάνοντας το χέρι της.
«Αγάπη μου είσαι σίγουρη;» την ξαναρώτησε με τέτοια τρυφερότητα που το
στήθος της Αριάδνης φούσκωσε από συναισθήματα.
«Ναι!» του είπε ξεψυχισμένα όμως τα μάτια της έλαμπαν. Ο κεχριμπαρένιος
της θησαυρός έλαμπε ενώ τα μάγουλά της είχαν γίνει κατακόκκινα, κάτι πρωτόγνωρο
γι' αυτή από τότε που είχε γίνει βρικόλακας.
Εκείνος της χαμογέλασε γλυκά μα κάπως πονηρά και έσκυψε χαρίζοντας
μικρά φιλιά σε όλο της το πρόσωπο. Τελικά το στόμα του τον οδήγησε κοντά στο
αφτί της όπου και της είπε:
«Εντάξει αλλά όχι ακόμα.» Η φωνή του είχε γίνει βραχνή και η ζεστή του
ανάσα σφυροκόπησε τις αισθήσεις της που είχαν χτυπήσει κόκκινο. Όταν στο τέλος
έπιασε την λαβή του αφτιού της με τα δόντια του εκείνη έχασε κάθε έλεγχο
μπήγοντας τα υπερφυσικά νύχια της στην ωμοπλάτη του. Το βογγητό του Ρας και η
μυρωδιά του αίματος την σταμάτησαν.
«Ρας!» έκανε και γούρλωσε τα μάτια της που τώρα είχαν γίνει κόκκινα. Το
φούσκωμα στα ούλα της είχε γίνει αφόρητο. Ο Ρας απλώς της χαμογέλασε
καθησυχαστικά χαϊδεύοντας το μάγουλό της.
«Δεν είναι τίποτα αγάπη μου! Μην ανησυχείς!»
«Αγάπη μου συγνώμη! Δεν... δεν θέλω να σου κάνω κακό.» του είπε ενοχικά
και τραβήχτηκε από κοντά του κοιτάζοντας ντροπιασμένη αλλού.
Ο Ρας πολύ απαλά και γλυκά της χάιδεψε πάλι το μάγουλο και σταθερά,
πιάνοντας της το πιγούνι, γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του. Δύο κόκκινα
ρουμπίνια και σουβλεροί κυνόδοντες τον αντίκρισαν μα εκείνος της χαμογέλασε σαν
να μην έτρεχε τίποτα. Έσκυψε και πάλι προς το μέρος της ατάραχα με μάτια γεμάτα
αγάπη και σιγουριά.«Αριάδνη, αγάπη μου... δεν χρειάζεται να κρύβεσαι πια. Όχι από μένα. Σε
αγαπώ όπως και να είσαι!» της είπε απλά και πίεσε το στόμα του στο δικό της
αδιαφορώντας για το αν θα τρυπηθεί ή όχι. Εκείνη ανταποκρίθηκε με όλο της το είναι
και ανέκτησε τον έλεγχο τουλάχιστον των δοντιών της βάζοντας τα μέσα. Παρ' όλα
αυτά τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι κατακόκκινα.
Με μια σπρωξιά ήρθε εκείνη πάνω από τον Ρας κάνοντας ακριβώς αυτό που
της είχε κάνει λίγο πριν, χάιδευε και φίλαγε κάθε πτυχή του κορμιού του. Από τα
χείλη του ξέφευγαν βογκητά και αναστεναγμοί, κάτι που έκανε την Αριάδνη να
χαμογελά με εκείνο το γάργαρο γέλιο που τόσο πολύ αγαπούσε ο Ρας. Μόνο που και
αυτό είχε γίνει πιο βραχνό και σιγανό από τον πόθο σαν γουργουρητό γάτας. Αυτός ο
ήχος τον τρέλαινε ακόμα περισσότερο.
Όταν το χέρι της έφτασε πιο χαμηλά από τον αφαλό του πιάνοντας και πάλι
τον χιτώνα για να τον κατεβάσει ο Ρας βόγκηξε και την αναποδογύρισε και πάλι.
Ήταν δικιά του σειρά να χάσει τον έλεγχο. Εκείνος ανασηκώθηκε λίγο και με την
βοήθειά της έβγαλε το τελευταίο κομμάτι ύφασμα που τον εμπόδιζε από το να της
δείξει την αγάπη του. Και οι δύο έμειναν να κοιτάζουν για λίγο ο ένας τον άλλο. Τα
δόντια της Αριάδνης ξανά μεγάλωσαν ενώ τα μάτια του Ρας έχασαν το γήινο χρώμα
τους λάμποντας σαν λιωμένος πάγος. Τα μαύρα του φτερά άνοιξαν, λαμποκοπώντας
σαν μαύρο διαμάντι κάτω από το φως της φωτιάς και του φεγγαριού που έμπαινε από
το παράθυρο.
«Αριάδνη σε αγαπώ!» της είπε κοιτώντας την με αγάπη, τρυφεράδα και πόθο
μαζί.
«Και εγώ!» του απάντησε ξέπνοη ενώ τον τραβούσε πάνω της.
Εκείνος την έκλεισε προστατευτικά στην αγκαλιά του με τα φτερά να
τυλίγονται γύρω τους. Την στιγμή εκείνη έδωσαν και οι δυο την ίδια υπόσχεση στον
εαυτό τους. Θα κινούσαν γη και ουρανό, αλλά δεν θα άφηναν ο ένας τον άλλο ποτέ
ξανά...
BẠN ĐANG ĐỌC
Σκοτεινή Σελήνη το Αγγελικό Αμάρτημα #1 in Άγγελοι/Vampire/Demons/Travel 9/2/22
Siêu nhiên"Όταν γύρισε και τον κοίταξε είδε δύο μάτια κατακόκκινα που ανέδυαν έναν απόκοσμο απόηχο θανάτου. Πισωπάτησε, βγάζοντας μια μικρή κραυγή τρόμου. Τότε μόνο είδε τους λευκούς κυνόδοντες αρπαχτικού να εξέχουν από το άγριο χαμόγελο του Χέκτορ. Η καρδιά...