Tο επόμενο πρωί - πρωί Σαββάτου - ξυπνά τον Ρας ένας οξύς και διαπεραστικός ήχος, που χτύπησε αρκετές φορές μέχρι να σταματήσει. Εκείνος σηκώθηκε νυσταγμένος. Δεν είχε μπορέσει να κοιμηθεί μετά την συζήτηση που είχαν με την Αριάδνη. Πριν μισή ώρα είχε καταφέρει να τον πάρει ο ύπνος. Και σίγουρα δεν αρκούσε για να διατηρηθεί καλά το ανθρώπινο σώμα του - η κάλυψή του. Κατέβηκε τη σκάλα αργά, αφού είχε βάλει το παντελόνι του και άνοιξε την πόρτα. Είχε καταλάβει ότι ήταν το κουδούνι της πόρτας αυτό που τον ξύπνησε. Άνοιξε την πόρτα, αλλά δεν είδε κανέναν. Κοίταξε αριστερά, δεξιά τίποτα. Την ώρα που πήγε να κλείσει την πόρτα είδε κάτω στο χαλάκι της εξώπορτας κάτι κόκκινο.
Παραξενεμένος, κοίταξε κάτω πιο καλά και είδε:
« Τριαντάφυλλα;»
Έξω από την πόρτα του τον περίμενε ένα μπουκέτο κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Τα σήκωσε από το πάτωμα και τα πήρε στην αγκαλιά του, καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του.
« Κόκκινα τριαντάφυλλα για μένα;» ρώτησε φωναχτά τον εαυτό του παραξενεμένος.
Καθώς προχωρούσε προς το καθιστικό του σπιτιού είδε μία καρτούλα ανάμεσα στα τριαντάφυλλα. Τη σήκωσε προσεχτικά ώστε να μην τραυματίσει κανένα λουλούδι, και άρχισε να διαβάζει. Η κάρτα έγραφε με πλαγιαστά και κάπως τετράγωνα καλλιγραφικά γράμματα:Μία ντουζίνα ρόδα
για το πιο όμορφο
λουλούδι του κόσμου.
Εσένα Αριάδνη.
Ν.Ο Ρας, αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν αυτός που έστελνε τα λουλούδια στην Αριάδνη και ένιωσε στην καρδιά του ένα τσίμπημα. Το τσίμπημα της ζήλιας. Το ήξερε ότι ζήλευε αλλά η εκπαίδευσή του ως φύλακας άγγελος, ακόμα και η ανατροφή του όταν ήταν ακόμη άνθρωπος, δεν του επέτρεπαν να της αποκρύψει μία τέτοια χειρονομία, έστω κι' αν ήταν από άλλον. Έτσι ξαναέβαλε την κάρτα στα λουλούδια και βγήκε έξω ώστε να τα πάει στη σωστή πόρτα. Καλά πώς κάνανε τέτοιο λάθος και τα στείλανε σε μένα; Αναρωτήθηκε σιωπηλά.
Και η απάντηση ήρθε στο μυαλό του ξαφνικά, σαν επιφώτιση.
Το ανθοπωλείο ή ο Νέιθαν θα πρέπει να έκανε λάθος. Το σπίτι μου έχει τον ίδιο αριθμό με της Αριάδνης αλλά βρίσκονται σε διαφορετικές οδούς, σκέφτηκε.
Τελικά έφτασε στην εξώπορτα της Αριάδνης και της χτύπησε το κουδούνι.
Αφού περίμενε λίγο, του άνοιξε η Έλενορ νυσταγμένη με το νυχτικό και τη ρόμπα της. Ήταν μία ευγενική γυναίκα γύρω στα σαράντα με καστανά μαλλιά σοκολατένιας απόχρωσης πλεγμένα σε γαλλική πλεξούδα και μεγάλα αμυγδαλωτά πράσινα μάτια
« Γεια σας, καλημέρα » της είπε ευγενικά ο Ρας έχοντας στην αγκαλιά του τα κόκκινα τριαντάφυλλα.
Τα μισάνοιχτα μάτια της Έλενορ άνοιξαν διάπλατα όταν είδαν τον νέο με τα λουλούδια στην αγκαλιά του.
« Καλημέρα!» του είπε και εκείνη ευγενικά. « Τι θα θέλατε;»
« Είναι εδώ η Αριάδνη; Εννοώ, είναι ξύπνια; Τα λουλούδια είναι για εκείνη.» της απάντησε με ένα ευγενικό χαμόγελο.
Το πρόσωπό της Έλενορ αμέσως φωτίστηκε.
« Μισό λεπτό. Πάω να τη φωνάξω.»
Η Έλενορ έφυγε ανεβαίνοντας τις σκάλες και ο Ρας την άκουσε να ξυπνά την Αριάδνη. Η Αριάδνη πήγε ταχύτατα στο μπάνιο..., αφού άκουσε ότι ένας ψηλός κούκλος με γαλάζια μάτια είχε έρθει γ' αυτήν με λουλούδια. Πλύθηκε και έβαλε την καλή μεταξωτή μπορντό ρόμπα της.
Εκείνη κατέβηκε τρέχοντας τα πρώτα σκαλιά και μετά πήγε πιο αργά όταν έφτασε κοντά στην πόρτα. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει όταν είδε τον Ρας να την περιμένει. Από χτες είχε καταλάβει ότι είχε αρχίσει να αισθάνεται κάτι γι' αυτόν. Και τώρα στεκόταν στην πόρτα της με μία ντουζίνα κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Στα χείλη της είχε χαραχτεί ένα χαζό χαμόγελο το οποίο δεν μπορούσε, όσο κι' αν προσπαθούσε να το κρύψει.
Το ίδιο χαμόγελο φάνηκε να είχε και ο Ρας μόλις την αντίκρισε.
« Καλημέρα Τζάστιν! Είπες ότι αυτά είναι για μένα;» τον ρώτησε κοφτά με το χαμόγελο στα χείλη της. Ήταν ενθουσιασμένη και δεν το έκρυβε.
« Καλημέρα! Να, αυτά είναι για σένα. Αλλά δυστυχώς δεν είναι από μένα. Μου τα φέρανε σήμερα το πρωί αλλά η κάρτα έχει το δικό σου όνομα. Προφανώς έκαναν λάθος.» της είπε σε τόνο που προσπαθούσε να είναι φιλικός, και όχι τόνος ζηλιάρη αγοριού.
Το χαμόγελο της Αριάδνης άρχισε να σβήνει και στα μάτια της ζωγραφίστηκε η απογοήτευση. Κατάφερε όμως να τη διώξει σχετικά γρήγορα ώστε να μην καταλάβει κάτι ο Ρας.
« Ευχαριστώ που έκανες τόσο κόπο για μένα.» του είπε και εκείνη σε προσποιητό φιλικό τόνο, την ώρα που έπαιρνε τα λουλούδια από την αγκαλιά του.
« Δεν κάνει τίποτα. Τα λέμε! Γεια.» έκανε εκείνος χαιρετώντας την και προχώρησε ταυτόχρονα προς την σιδερένια εξώπορτα του φράχτη.
« Γεια » τον χαιρέτησε και εκείνη.
Μουδιασμένα έκλεισε την πόρτα πίσω της και πήρε την κάρτα να τη διαβάσει.
Εκείνη την ώρα κατέβαινε και η Έλενορ για να δει τι είχε συμβεί.
« Ποιός ήταν αυτός ο κούκλος που σου έφερε λουλούδια;» τη ρώτησε γαλίφικα με ένα πονηρό χαμόγελο.
« Αυτός είναι γείτονας μας. Επίσης δουλεύει στην καντίνα του πανεπιστημίου. Αλλά δεν είναι από αυτόν τα λουλούδια.»
« Και από ποιόν είναι;»
« Από τον Νέιθαν.»
Την ώρα που η Αριάδνη και η Έλενορ συζητούσαν για τους δυο άντρες στη ζωή της Αριάδνης - τον Νέιθαν και τον Τζάστιν - και για τα συναισθήματα της για τους δύο - αφού είχε και για τους δύο, μόνο που ήταν πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, ο Ρας ή κατά κόσμον Τζάστιν, έφτασε και πάλι στο σπίτι του. Μόλις πήγε να καθίσει στον καναπέ του σαλονιού του, χτύπησε και πάλι το κουδούνι δύο φορές.
« Ααα ... ! Δεν θα με αφήσουν σε ησυχία σήμερα!» μουρμούρισε ψιλονευριασμένα, και φανερά ενοχλημένα. Πήγε και άνοιξε την πόρτα αλλά πάλι δεν είδε κανέναν. Υποψιασμένος, κοίταξε στο χαλάκι της πόρτας. Τώρα μπροστά του είδε ένα μπουκέτο από κρίνους. Τα σήκωσε αλλά δεν έκανε τον κόπο να κλείσει την πόρτα. Είδε και πάλι ένα καρτελάκι ανάμεσα στα λουλούδια. Το έβγαλε απαλά και το διάβασε .
« Για να δούμε τι γράφει πάλι...» είπε στον εαυτό του με φωνή που έβγαζε όλη τη χολή του.
YOU ARE READING
Σκοτεινή Σελήνη το Αγγελικό Αμάρτημα #1 in Άγγελοι/Vampire/Demons/Travel 9/2/22
Paranormal"Όταν γύρισε και τον κοίταξε είδε δύο μάτια κατακόκκινα που ανέδυαν έναν απόκοσμο απόηχο θανάτου. Πισωπάτησε, βγάζοντας μια μικρή κραυγή τρόμου. Τότε μόνο είδε τους λευκούς κυνόδοντες αρπαχτικού να εξέχουν από το άγριο χαμόγελο του Χέκτορ. Η καρδιά...