Τι κι αν είχαν περάσει μόλις τρεις μέρες από τον απειλητικό σεισμό, όλο το Πανεπιστήμιο ήταν στο πόδι. Όχι μόνο για την επισκευή των ζημιών που έγιναν, αλλά και για την επερχόμενη εκδήλωση για την επέτειο της ίδρυσης του. Το εθιμοτυπικό έλεγε ότι η γιορτή έπρεπε να ανοίξει με το χορό των πρωτοετών σε ζευγάρια. Έτσι, κάποιος από τους πρωτοετείς έπρεπε να το οργανώσει. Κανονικά γι' αυτό το σκοπό κληρώθηκε η Σαρλίν, αλλά λόγο του ότι θα ήταν πολύ κοπιαστικό γι' αυτήν να τρέχει από εδώ και από κει με σπασμένο πόδι - είχε πάρει σχεδόν αμέσως εξιτήριο - μεταβίβασε αυτή της την υποχρέωση στην Αριάδνη.
« Είσαι τρελή! Πώς θα οργανώσω ολόκληρο χορό; Και μόνη μου!» φώναξε η Αριάδνη στην κοπέλα με τον γύψο απέναντί της.
« Μια χαρά λογική είμαι. Όταν με ρώτησαν ποιον θα αφήσω στη θέση μου το μόνο όνομα που μου ήρθε στο μυαλό και έχει τις ικανότητες να το κάνει είσαι εσύ!» της είπε με ένα αγγελικό χαμόγελο.
« Ποιές ικανότητες βρε; Το ξέρεις ότι δεν έχω ιδέα από χορό! Άντε θα στήσω την πίστα θα χωρίσω ζευγάρια αλλά την χορογραφία πώς θα την κάνω;»
« Έλα ρε Αριάδνη... χορεύεις πολύ ωραία » την παρακάλεσε η Σαρλίν.
« Μπορεί, αλλά δεν έχω ιδέα από χορούς πίστας!» της ξαναφώναξε αγανακτισμένα εκείνη.
Εκείνη τη στιγμή από πίσω τους ερχόταν ο Χέκτορ παριστάνοντας πως ήταν ένας απλός συμφοιτητής τους, ο Νέιθαν, και όχι ο παντοδύναμος βρικόλακας που ήταν. Είχε ακούσει τις φωνές της Αριάδνης και ήθελε να δει τι συμβαίνει.
« Οπ! Τι συμβαίνει; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» τις ρώτησε χαρίζοντας τους ένα από τα πιο γοητευτικά του χαμόγελα. « Γιατί είστε και οι δύο αναστατωμένες;»
Η Αριάδνη αμέσως ένιωσε άβολα με την παρουσία του. Ήταν σαν να γλιστρούσε στη ράχη της παγάκι που έλιωνε. Η Σαρλίν πάντως ενθουσιάστηκε που είδε έναν από τους σωτήρες της.
« Νέιθαν! Τι ευχάριστη έκπληξη! Και ναι έχουμε τεράστιο πρόβλημα » του είπε με την γνωστή τσιριχτή φωνή της.
« Είμαι εδώ για να δώσω τέλος στα προβλήματά σας όμορφές μου κυρίες » αστειεύτηκε κάνοντας μία βαθιά υπόκλιση μπροστά τους.
« Ωραία! Τι ξέρεις από χορούς πίστας;» τον ρώτησε η Σαρλίν. Η Αριάδνη είχε πετρώσει στη θέση της και δεν μπορούσε να βγάλει ούτε μία λέξη από το στόμα της. Το μόνο που ήθελε ήταν να απομακρυνθεί από εκεί. Αλλά δεν ήξερε το γιατί.
« Τα πάντα! Ποιο χορό θέλετε; Ταγκό, Βαλς, Φοξτρότ;»
« Τέλεια ίσως μπορέσεις να βοηθήσεις την Αριάδνη να φτιάξει τη χορογραφία για το άνοιγμα της εκδήλωσης με τους πρωτοετείς » του είπε ενθουσιασμένα η Σαρλίν. Τελικά, η Αριάδνη κατάφερε να μιλήσει και το μόνο που είπε ήταν:
« Ίσως δεν είναι και τόσο καλή ιδέα Σαρλίν, δεν χρειάζεται να ταλαιπωρήσεις και τον Νέιθαν σ' αυτό.»
« Μα τι λες; Ευχαρίστησή μου να χορέψω μαζί σου!» πετάχτηκε ο Χέκτορ με γαλίφικο ύφος.
« Ωραία τότε κανονίστηκε!» συμπλήρωσε χαρούμενα η Σαρλίν και κοίταξε την Αριάδνη που είχε κιτρινίσει.
« Μα, Σαρλίν...»
« Αριάδνη, ήθελες βοήθεια και τώρα την έχεις. Μη γίνεσαι γκρινιάρα!»
« Καλά, καλά » έκανε δυσαρεστημένα και δέχτηκε την ήττα της. Ο Χέκτορ την κοίταζε από πάνω μέχρι κάτω και κατάλαβε ότι κάτι είχε γίνει και τον απωθούσε. Αλλά δεν είχε διάθεση να υποχωρήσει. Έτσι της είπε χαρούμενα σαν να μην έτρεχε τίποτα:
« Ωραία! Πότε θέλεις να ξεκινήσουμε; Αλλά θα σου πρότεινα αφού δεν ξέρεις τίποτα, να αρχίσουμε το συντομότερο δυνατόν. Μπορώ και τώρα. Θέλεις;» Εκείνη κατένευσε μουρμουρώντας από μέσα της.
Μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει, και στη συνέχεια του είπε:
« Πάμε. Θέλω να δω και ποιος χορός θα μου αρέσει καλύτερα για να τον χορογραφήσουμε.»
Ο Χέκτορ χωρίς να μιλήσει την πήρε και την πήγε στη μικρή πίσω αυλή του πανεπιστημίου. Αν θα μπορούσε να την πει κανείς αυλή, γιατί ήταν ένα στενό διαδρομάκι που περιστοιχιζόταν από καλοκλαδεμένους θάμνους.
« Εδώ θα κάνουμε πρόβα;» τον ρώτησε έχοντας κακό προαίσθημα.
« Ναι! Μπορεί να μην είναι άνετα αλλά είναι απόμερα και δεν θα μας ενοχλήσει κανείς.»
Να τα μας! Αυτό ακριβώς που φοβόμουν σκέφτηκε η Αριάδνη και ρίγησε.
« Λοιπόν ας ξεκινήσουμε με ταγκό. Το βασικό βήμα για την ντάμα είναι, τρία βήματα πίσω και ένα βήμα στο πλάι αριστερά. Μη φοβάσαι θα σε καθοδηγώ εγώ. Πάντα θα ξεκινάς με το δεξί σου πόδι. Πάμε να το δοκιμάσουμε;»
« Πάμε.»
Και έτσι η Αριάδνη άρχισε να χορεύει χωρίς να το καταλάβει. Βέβαια μέχρι να μάθει ότι δεν έπρεπε να κοιτά τα πόδια της και ότι το κορμί της έπρεπε να βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη στάση ονόματι φρέιμ, τον είχε πατήσει και είχε φύγει απ' το ρυθμό πολλές φορές. Μετά από αρκετά λεπτά εξάσκησης και αρκετές γκάφες που είχε κάνει του ζήτησε να σταματήσουν.
« Δεν το περίμενα να είναι τόσο δύσκολο! Αχ, Θεέ μου τι θα κάνω;»
« Αριάδνη, μην απελπίζεσαι! Για κάποια που δεν ξέρει τίποτα τα έχεις πάει πολύ καλά! Και φυσικό είναι να χάνεις το βήμα σου. Είμαστε ακόμα στην αρχή. Θες να συνεχίσουμε με άλλο χορό;»
« Ναι, θα το ήθελα πολύ. Δεν υπάρχει πιο ανάλαφρος χορός;»
« Ανάλαφρο θεωρείται το βαλς, αλλά πίστεψέ με, όχι γι' αυτούς που χορεύουν. Είναι και αυτό τεχνικά δύσκολο. Αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να στο δείξω και αυτό για να διαλέξεις, οπότε... ξεκινάμε;»
Και αφού της εξήγησε και πάλι το βασικό βήμα αυτού του χορού και το ανάλογο φρέιμ του άρχισαν και πάλι να χορεύουν. Η Αριάδνη συνέχισε να τον πατά και να κάνει λάθος βηματισμούς, αλλά αυτή τη φορά συνέχισε μέχρι που τη σταμάτησε εκείνος για να της μάθει τον επόμενο χορό. Και συνέχισαν έτσι και στα επόμενα διαλείμματα. Πέρναγαν από τον ένα χορό στον άλλο, μέχρι η Αριάδνη να βρει τι της ταιριάζει.
Πέρασαν δύο μέρες έτσι. Πήγαιναν στη σχολή, έκαναν μάθημα και στα διαλείμματα χόρευαν. Η Αριάδνη αν και είχε χαλαρώσει λίγο δυσκολευόταν να διώξει αυτό το περίεργο αίσθημα ότι κοντά του κινδύνευε. Παρόλα αυτά, με κάθε χορό που της μάθαινε, με κάθε άγγιγμά του, ένιωθε την ασπίδα της να αποδυναμώνεται. Αυτό και την τρόμαζε και της άρεσε συγχρόνως. Είχε μία περίεργη επιρροή πάνω της που δεν μπορούσε όσο κι αν προσπαθούσε να την κατανοήσει. Από τη μια, της άρεσε που πέρναγαν αυτό το χρόνο μαζί ,από την άλλη όμως δεν μπορούσε να κρύψει από τον εαυτό της ότι είχε αισθήματα για τον Τζάστιν, ή καλύτερα για αυτόν που νόμιζε πως ήταν ο Τζάστιν. Ένιωθε πως τον πρόδιδε. Άλλα που να ήξερε πως και οι δυο δεν ήταν αυτοί που νόμιζε. Διαφορετικές ζωές, διαφορετικά ονόματα. Ψεύτικα ονόματα και ταυτότητες.
Αλλά εκείνος το διάλεξε έτσι. Εκείνος σε αποφεύγει παρατήρησε πικραμένα. Αχ μανούλα μακάρι να ήσουν εδώ κοντά μου. Νιώθω τόσο χαμένη αυτή τη στιγμή. Εσύ θα ήξερες να μου πεις τι να κάνω! Αν και βρίσκομαι ανάμεσα σε τόσο κόσμο νιώθω τόσο μόνη. Μακάρι να ήσουν εδώ! Αυτές οι σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό της καθώς έμπαινε στο υπνοδωμάτιο της. Άλλη μία εξαντλητική μέρα είχε τελειώσει. Ήταν εξουθενωμένη και σωματικά και ψυχικά οπότε αποφάσισε να κάνει ένα ωραίο και χαλαρωτικό μπάνιο, να δει λίγο τηλεόραση και να πάει για ύπνο. Αύριο έπρεπε να γνωστοποιήσει στον Νέιθαν την απόφασή της, δηλαδή ποιο χορό είχε διαλέξει για να αρχίσουν τη δουλειά. Και ειλικρινά δεν ήξερε! Έπρεπε να προλάβει να τελειώσει και την εργασία της. Τώρα όλα της φαίνονταν βουνό. Ένα τεράστιο βουνό που έπρεπε να ανέβει χωρίς να γκρεμοτσακιστεί.
Πήρε τα ρούχα της, το μπουρνούζι της και πήγε στο μπάνιο. Η Έλενορ είχε βγει ραντεβού άρα θα ήταν μόνη στο σπίτι. Άνοιξε το νερό της βρύσης να τρέχει καυτό, γδύθηκε και έβαλε μέσα στο νερό αιθέρια έλαια λεβάντας και πορτοκαλιού για να την ηρεμήσουν. Πήρε μία βαθιά ανάσα. Αυτές οι μυρωδιές της θύμιζαν έντονα την πατρίδα της την Ελλάδα.
Αχ, πόσο μου λείπει η πατρίδα μου! Ο ήλιος της, οι μυρωδιές της, οι άνθρωποι της! Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα μου έλειπε τόσο, αναλογίστηκε και μπήκε μέσα στη μπανιέρα. Άνοιξε ένα μπουκάλι αφρόλουτρο και άδειασε λίγο από το περιεχόμενο του μέσα στο νερό για να γίνει σαπουνάδα. Αχ πολύ καλύτερα, σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια της. Όταν χαλάρωσε, όλη η ένταση της ημέρας άρχισε να βγαίνει με τη μορφή δακρύων. Η Αριάδνη δεν έκλαιγε με λυγμούς, ήταν απόλυτα σιωπηλή. Αλλά και πάλι δεν μπορούσε να ελέγξει, ούτε να σταματήσει τα δάκρυα που έρρεαν γοργά στα μαγουλά της. Η έντονη συναισθηματική κατάσταση που βρισκόταν άρχισε σιγά - σιγά να ξεθυμαίνει και λήθαργος την τύλιξε και τη μετέφερε σε μία ήρεμη ονειρική κατάσταση.
Και καθώς χαλάρωσε τόσο και αφέθηκε στον ύπνο, το σώμα της ανταποκρίθηκε και αυτό. Οι μύες της χαλάρωσαν και ξεπιάστηκαν, ενώ τα μέλη της έγιναν ξεκούραστα και ανάλαφρα. Το νερό που ήταν ζεστό και τα αρώματα της λεβάντας, του πορτοκαλιού και του αφρόλουτρου που ανακατεύονταν στον αέρα είχαν δημιουργήσει μία γλυκιά, ζεστή και ανάλαφρη ατμόσφαιρα.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με την κούραση της την έκαναν να περάσει από τον απλό λήθαργο στον βαθύ ύπνο πολύ γρήγορα. Και τότε άρχισε να βλέπει παράξενα όνειρα, μπερδεμένα, όπως ακριβώς ήταν και αυτή.
Είδε πως ήταν και πάλι παιδί, το πατρικό της σπίτι στην Ελλάδα και το αγαπημένο της χωράφι με μαργαρίτες και παπαρούνες. Είδε ότι έτρεχε ελεύθερη σε αυτό το μικρό λιβάδι όπως όταν ήταν παιδί, μόνο που ήταν τώρα πια μεγάλη. Τρέχοντας έφτασε σε μία παραλία που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της. Τα γαλαζοπράσινα νερά της θάλασσας ξαφνικά έγιναν ανταριασμένα, και πελώρια κύματα χτυπούσαν ένα ψαροκάικο που βρισκόταν εκείνη την ώρα μέσα. Για κάποιο λόγο πίστεψε ότι μέσα στο ψαροκάικο ήταν η μητέρα της. Τότε με λυγμούς άρχισε να την φωνάζει απελπισμένα μέχρι που το έχασε από τα μάτια της. Σε μια ύστατη προσπάθεια δοκίμασε να τσιρίξει άλλη μία φορά αλλά δεν μπόρεσε. Δεν είχε ούτε φωνή ούτε αέρα!
Εκείνη τη στιγμή κόκκινα σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό και άρχισαν να βρέχουν αίμα αντί για νερό! Η Αριάδνη έκλαιγε βουβά προσπαθώντας να πάρει ανάσα αλλά δεν τα κατάφερνε. Κάθισε κάτω στην άμμο που ήταν μουσκεμένη και κατακόκκινη από το αίμα, όπως και εκείνη. Δίπλα της εμφανίστηκε ο Νέιθαν στα μαύρα όπως πάντα, αγέρωχος και... στεγνός. Κάθισε κάτω την πήρε στην αγκαλιά του και έσκυψε να την φιλήσει. Αυτό το φιλί, της τράβηξε ότι αέρα είχε στα πνευμόνια της. Το κάψιμο που ένιωθε στο στήθος της ήταν απερίγραπτο. Όταν η Αριάδνη τραβήχτηκε, αντί για τον Νέιθαν είδε τον Τζάστιν με ένα γαλήνιο διαυγές βλέμμα. Ο ίδιος φορούσε άσπρα και η βροχή αίματος δεν τον επηρέαζε. Ήταν και αυτός στεγνός!
Της χάιδεψε απαλά το μάγουλο και της είπε επιτακτικά αλλά ταυτόχρονα ήρεμα κοιτώντας πάντα τα κεχριμπαρένια με τις χρυσές νιφάδες μάτια της.
« Αριάδνη... Ξύπνα!»
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε τα μάτια της αλλά είδε ένα υδάτινο περιβάλλον που δεν αναγνώρισε. Προς στιγμήν νόμιζε ότι βρισκόταν ακόμα στο όνειρο, αλλά όταν είδε και τις μικρές φούσκες αέρα να πηγαίνουν προς τα πάνω, πετάχτηκε με όλη της τη δύναμη προσπαθώντας σαν τρελή να πάρει αέρα. Τα πνευμόνια της έκαιγαν και άρχισε να βήχει βγάζοντας νερό από το στόμα. Είχε αποκοιμηθεί στη μπανιέρα και λίγο έλειψε να πνιγεί!
Η Αριάδνη ανακάθισε για λίγα λεπτά στο νερό που είχε παγώσει πια, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί. Αν δεν είχε ξυπνήσει από τον εφιάλτη την ώρα που ξύπνησε, τώρα θα ήταν νεκρή! Σηκώθηκε όπως - όπως και πήδηξε έξω από την μπανιέρα, αν και ήταν ακόμα με τις σαπουνάδες. Φόρεσε το μπουρνούζι της και πήγε σχεδόν τρέχοντας στο δωμάτιό της, ξαπλώνοντας πάνω στο κρεβάτι. Έμεινε αρκετή ώρα έτσι κοιτάζοντας το ταβάνι. Δεν είχε συνέλθει ούτε από τον εφιάλτη ούτε από τον παρολίγο πνιγμό της.
Ο Ρας που ήταν εκεί αόρατος από το ανθρώπινο μάτι, δεν μπορούσε να τη βλέπει άλλο έτσι! Όταν η Αριάδνη αποκοιμήθηκε μέσα στην μπανιέρα της, ένιωσε κατευθείαν τον κίνδυνο και έτρεξε κοντά της. Την είδε που πνιγόταν, προσπάθησε να της μιλήσει στο υποσυνείδητο της αλλά εκείνη δεν τον άκουγε. Έτσι έπρεπε να γίνει λίγο δημιουργικός για να τη σώσει. Αφού δεν μπορούσε να την βγάλει από το όνειρό της, μπήκε ο ίδιος μέσα και την ξύπνησε. Η αλήθεια ήταν ότι ανησυχούσε πολύ γι' αυτήν. Το όνειρό της ήταν πολύ περίεργο, σχεδόν βγαλμένο από ένα συρτάρι της κόλασης.
Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένη και αγχωμένη γλυκιά μου Αριάδνη; Ρώτησε τον εαυτό του, και της χάιδεψε το κεφάλι χωρίς να την ακουμπήσει.
Εκείνη ξαφνικά άρχισε να γελάει υστερικά και ανασηκώθηκε. Βρισκόταν σε σοκ. Αφού τα υστερικά γέλια κατέληξαν σε ένα απαλό χαμόγελο σηκώθηκε και πήγε και πάλι στο μπάνιο. Ο Ρας που ήταν αόρατος δίπλα της, της έλεγε κάθε τόσο να ηρεμήσει. Εκείνη έδειξε να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία της και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της. Μετά αφού κοντοστάθηκε λίγο πήγε στη μπανιέρα και έβγαλε το πώμα. Η στάθμη του νερού άρχισε να κατεβαίνει, ενώ γύρω - γύρω από το σιφόνι δημιουργούνταν μικτοί στρόβιλοι νερού και σαπουνάδας.
« Τέλος καλό όλα καλά » είπε στον εαυτό της αναστενάζοντας. « Αριάδνη στο ύψος σου! Ε... δεν θα μείνουμε και με τις σαπουνάδες!» ξανάπε φωναχτά και έβγαλε το μπουρνούζι της αφήνοντας όλα τα σημεία του λευκού δέρματός της ακάλυπτα. Με μία κίνηση ξαναμπήκε στην άδεια τώρα μπανιέρα και άνοιξε το ντους.
Ο Ρας που δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς ήθελε η Αριάδνη, έμεινε αποσβολωμένος μπροστά στη γύμνια της. Χωρίς να προλάβει να δει και πολλά πράγματα γύρισε απ' την άλλη. Του πέρασε απ' το μυαλό να αρχίσει να προσεύχεται αλλά έτσι θα άκουγαν όλοι την αδυναμία του και το ποιο πιθανό ήταν να του έπαιρναν τα φτερά. Κάτι τέτοιο το απέκλεισε και έτσι το μόνο που του απέμεινε ήταν να περιμένει στωικά να ξαναβάλει η Αριάδνη το μπουρνούζι της.
Δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό! Στην εκπαίδευση του για φύλακα άγγελο, τον είχαν βάλει πολλές φορές αντιμέτωπο με γυμνές γυναίκες και πάντα πέρναγε αυτή τη δοκιμασία με άριστα! Τώρα γιατί άρχισε να αισθάνεται ανθρώπινα συναισθήματα και ιδιαίτερα γι' αυτή τη συγκεκριμένη γυναίκα; Τελικά, δεν μπόρεσε να αντισταθεί και γύρισε για λίγο το κεφάλι του. Η Αριάδνη τώρα, είχε γυρίσει και αυτή την πλάτη της και ο βρεγμένος πύρινος χείμαρρος των μαλλιών της κάλυπτε τις καλοσχηματισμένες ωμοπλάτες και συνέχιζε μέχρι τη μέση της.
Ο Ρας δεν άντεξε άλλο να δει και ξαναγύρισε μπροστά. Σαν να το κατάλαβε, η Αριάδνη έκλεισε το νερό που έτρεχε και ξαναφόρεσε το λευκό μπουρνούζι της βγαίνοντας από το δωμάτιο. Στη συνέχεια φόρεσε το νυχτικό της και ξάπλωσε στο κρεβάτι αφού πρώτα στέγνωσε και βούρτσισε προσεχτικά τις μπούκλες της.
Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη της απόψε σκέφτηκε ο Ρας και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι.
Μην ανησυχείς της είπε και πάλι στο υποσυνείδητό της. Θα είμαι εδώ να σε προσέχω. Κοιμήσου ήρεμα γλυκιά μου.
أنت تقرأ
Σκοτεινή Σελήνη το Αγγελικό Αμάρτημα #1 in Άγγελοι/Vampire/Demons/Travel 9/2/22
خارق للطبيعة"Όταν γύρισε και τον κοίταξε είδε δύο μάτια κατακόκκινα που ανέδυαν έναν απόκοσμο απόηχο θανάτου. Πισωπάτησε, βγάζοντας μια μικρή κραυγή τρόμου. Τότε μόνο είδε τους λευκούς κυνόδοντες αρπαχτικού να εξέχουν από το άγριο χαμόγελο του Χέκτορ. Η καρδιά...