Mετά από μερικές ώρες ξεκούρασης και αφού είχε ξημερώσει πια, ανέβηκαν και πάλι στις μηχανές τους και πήγαν πίσω στην εκκλησία. Εκεί ο πάτερ Τζέιμς τελούσε το μυστήριο της εξομολόγησης. Αρκετός κόσμος είχε μαζευτεί για να ομολογήσει τις αμαρτίες που τους βάραιναν την ψυχή, και για να πάρουν την πολυπόθητη άφεση. Όλοι εκεί είχαν έρθει γι' αυτό ακριβώς, εκτός από τρία άτομα. Μία γυναίκα και δύο άντρες, μιας πρωτοφανούς συμμαχίας του Παραδείσου, της γης, και της κόλασης. Ένας άγγελος, μία βρικόλακας και ένας άνθρωπος, στην αναζήτηση του θρυλικού πια σκήπτρου.
Αφού μπήκαν και πάλι μέσα, μόνο ο Άλεξ πήρε τη θέση του για εξομολόγηση. Οι άλλοι δύο κάθισαν λίγο πιο μακριά έχοντας σε πλήρη επίβλεψη το κουβούκλιο. Αν δεν έπαιρνε ο Άλεξ τις απαντήσεις που επιθυμούσαν θα αναγκάζονταν να αποκαλυφτούν και στον πάτερ Τζέιμς. Κάτι που θα ήταν καλύτερο να μην συνέβαινε. Εύχονταν όλοι τους να μπορέσουν να το αποφύγουν.
Είχε περάσει αρκετή ώρα μέχρι να έρθει η σειρά του Άλεξ. Εκείνος ήταν ανήσυχος και ανυπόμονος. Ήθελε να τελειώνει πια. Όμως δεν το έδειχνε. Καθόταν υπομονετικά και ήσυχα και περίμενε τη σειρά του. Όλη αυτή την ώρα που περίμενε προσπαθούσε να προσχεδιάσει όλη τη συζήτηση αλλά δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα του απαντούσε ο παλιός του δάσκαλος. Έτσι αρκέστηκε στο να οργανώσει τις σκέψεις και τις ερωτήσεις του.
Στο τέλος ήρθε και η δική του σειρά. Με δύο δρασκελιές μπήκε μέσα στο κουβούκλιο και έκλεισε την πόρτα. Κάθισε στο σκοτάδι και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο χώρος τον έκανε να αισθανθεί πιο άνετα. Το ζεστό καφέ χρώμα του ξύλου, ο μικρός και αναπαυτικός χώρος ανέδυαν ένα αίσθημα ζεστασιάς και ασφάλειας. Ήταν σαν ένα καταφύγιο γι' αυτόν. Όλη η ταραχή και η αναστάτωση επανήλθαν μόλις είδε από τον διάτρητο τοίχο δεξιά του να αναδεύεται κάποιος. Γύρισε απότομα το κεφάλι του και μέσα από τις τρυπούλες που δημιουργούσε η πλέξη του ξύλου είδε τον παλιό του δάσκαλο. Ήταν γερασμένος αλλά θα αναγνώριζε παντού αυτά τα ζεστά καστανά μάτια.
« Τέκνον μου, τι σε απασχολεί; Σε παρακαλώ μοιράσου το με εμένα και τον Κύριο μας » του είπε ήρεμα και γαλήνια. Η φωνή του ήταν και αυτή γερασμένη και κάπως κουρασμένη, αλλά ο Άλεξ την αναγνώρισε και αυτή αμέσως. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν σίγουρα αυτός.
Με αυτή την διαπίστωση του ανέβηκε ένας κόμπος στο λαιμό που δεν τον άφηνε να μιλήσει. Είχε ξεχάσει και τις ερωτήσεις που είχε προσχεδιάσει και τι ήθελε ακριβώς να του πει. Αυτό δεν του είχε ξανασυμβεί ποτέ! Αν και πράκτορας είχε παγώσει! Έτσι έκανε κάτι αναπάντεχο. Πήρε μία βαθιά ανάσα και άρχισε να εξομολογείται στ' αλήθεια!
« Πάτερ, με λένε Άλεξ, έρχομαι από τη Νέα Υόρκη και έχω αμαρτήσει.»
« Πες μου τι έκανες τέκνον μου.»
« Πάτερ... με πλήγωσαν τόσο πολύ οι γονείς μου που δεν τους μιλάω πια. Εδώ και αρκετά μεγάλο διάστημα δεν σέβομαι τις γυναίκες που έχω... σχέσεις. Δεν σέβομαι ούτε την προσωπικότητά τους ούτε τα αισθήματά τους. Θα έλεγα πως τις χρησιμοποιώ. Και... και...»
« Ναι παιδί μου...»
« Και... δεν ξέρω πώς να το πω... έχω σκοτώσει.»
Ο πάτερ Τζέιμς αν και ξαφνιάστηκε δυσάρεστα από αυτή την ομολογία δεν το έδειξε. Άρχισε σιγά, σιγά να τον ρωτά για τα πρώτα παραπτώματα του. Τον φόνο θα τον άφηνε στο τέλος.
« Τέκνον μου, γιατί πιστεύεις πως σε πλήγωσαν οι γονείς σου;»
« Γιατί πάτερ δεν είναι οι πραγματικοί μου γονείς. Είμαι υιοθετημένος, αλλά με άφησαν να πιστεύω πως είμαι δικό τους παιδί μέχρι αυτή την ηλικία. Με πρόδωσαν.» του ομολόγησε λυπημένα και κάπως θυμωμένα. Έβγαζε τα εσώψυχά του και αυτό του έκανε καλό. Πολύ καλό.
« Οι θετοί σου γονείς, σε κακοποιούσαν; Δεν σου έδωσαν αγάπη; Δεν σε φρόντισαν;»
« Ναι πάτερ, έχω πάρει αγάπη και στοργή από αυτούς τους ανθρώπους. Είχα καλά παιδικά χρόνια.»
« Τότε γιατί τους κατηγορείς; Ήταν λάθος που στο έκρυψαν, αλλά μπες στη θέση τους. Το έκαναν από αγάπη. Εδώ πρέπει να καταλάβεις την έννοια της συγχώρεσης. Πρώτα κατάλαβέ τους και μετά συγχώρεσε τους. Θα φύγει ένα μεγάλο βάρος από την ψυχή σου.»
« Σε ευχαριστώ πάτερ.»
« Λοιπόν τέκνον μου, μου είπες πριν πως εδώ και αρκετό καιρό δεν σέβεσαι τις γυναίκες.»
« Ναι πάτερ, ορισμένες φορές δεν θυμάμαι καν τα ονόματά τους.»
« Από πότε ξεκίνησε αυτό;»
« Είναι εδώ και δύο χρόνια.»
« Είχε γίνει κάτι στη ζωή σου τότε που σε συντάραξε;»
Ο Άλεξ άργησε να απαντήσει. Μνήμες από μία άλλη ζωή, μνήμες που τον πλήγωσαν βαθιά πέρασαν μπροστά στα μάτια του. Είχε σουφρώσει το πρόσωπό του από τον πόνο. Δεν ήθελε να το ξεστομίσει αλλά το έκανε:
« Ήταν να παντρευτώ, αλλά αυτός ο γάμος δεν έγινε ποτέ. Η νύφη με παράτησε μία μέρα πριν.»
« Μμμ... και αυτό σε πλήγωσε πολύ ε; Λοιπόν και πάλι εδώ πρέπει να μάθεις να συγχωρείς. Πρέπει να συγχωρέσεις και την κοπέλα που πήγες να παντρευτείς και όλες τις γυναίκες. Βλέπεις δεν είναι όλες ίδιες. Ούτε έχουν βαλθεί να σε πληγώσουν.»
« Ευχαριστώ και πάλι πάτερ.»
« Και τώρα... ας μιλήσουμε... Λοιπόν, πήρες τη ζωή κάποιου. Αυτό είναι σπουδαίο αμάρτημα αλλά ίσως υπάρχουν ελαφρυντικά. Γιατί και κάτω από ποιες συνθήκες έγινε;» του είπε ο πάτερ Τζέιμς κομπιάζοντας. Δεν του είχε ξανασυμβεί ποτέ μία τέτοια ομολογία και έτσι δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί. Έκανε λοιπόν ότι έκανε κάθε φορά. Άκουγε με κατανόηση και αγάπη.
« Πάτερ, μου είναι δύσκολο να μιλήσω γι' αυτό. Η δουλειά μου βλέπετε με... εξώθησε...» άρχισε να του διηγείται με σπασμένη φωνή. Δεν ήξερε αν θα το ξεπέρναγε αυτό ποτέ. Ξαφνικά η όρασή του άρχισε να θολώνει και τα πρώτα δάκρυα έκαναν την εμφάνιση τους στο ταλαιπωρημένο του πρόσωπο. « Είμαι ή μάλλον ήμουν πράκτορας του FBI. Έτσι με έστειλαν σε μία αποστολή ομηρίας. Ο δράστης είχε ζωστεί με εκρηκτικά και απειλούσε να ανατινάξει ολόκληρο το λογιστικό γραφείο. Μπήκαμε μέσα κρυφά, μας είδε, πήγε να πατήσει το κουμπί... και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να τραβάω τη σκανδάλη.»
« Και πόσα άτομα ήσασταν μέσα;»
« Δεκαπέντε άτομα οι όμηροι και έξι εμείς σύνολο εικοσιένα άτομα.»
« Βέβαια δεν εγκρίνω που σκότωσες, είναι πολύ μεγάλη αμαρτία που αφαιρεσες μία ζωή, αλλά αυτή σου η πράξη έγινε η αιτία να σωθούν εικοσιένα ψυχές. Το έχεις σκεφτεί ποτέ έτσι;»
« Όχι, δεν το έχω σκεφτεί. Κάθε βράδυ με στοιχειώνουν τα μάτια του άντρα την στιγμή που τον πυροβολω και πέφτει κάτω άψυχος...»
« Λοιπόν και πάλι το πρόβλημα εδώ είναι η συγχώρεση. Δεν έχεις μάθει να συγχωρείς τον εαυτό σου. Δεν έχεις μάθει να συγχωρείς γενικά. Το μεγαλύτερο μάθημα που μας έδωσε ο Κύριος μας είναι η δύναμη της αγάπης της μετανοίας και της συγχώρεσης. Κάντο και θα φύγει ένα μεγάλο βάρος απ' την ψυχή σου. Εγώ με την δύναμη που μου έχει δώσει ο Κύριος σου δίνω άφεση γιατί έχεις μετανοήσει πραγματικά. Αλλά το θέμα είναι αν εσύ θα δώσεις άφεση στον εαυτό σου. Καί αν θα επαναλάβεις τα λάθη σού. »
Ο Άλεξ ένιωσε να φεύγει από πάνω του ενα τεράστιο βάρος που κουβαλούσε για πολλά χρόνια. Δεν ήξερε αν θα κατάφερνε ποτέ να συγχωρήσει τον εαυτό του αλλά του είχε κάνει καλό που τα μοιράστηκε. Έτσι βρήκε πίσω την αυτοκυριαρχία τού και ρώτησε:
« Πάτερ Τζέιμς σε ευχαριστώ και για τις συμβουλές και για την άφεση αλλά δεν έχω έρθει εδώ γι' αυτό.»
« Και γιατί έχεις έρθει;» τον ρώτησε παραξενεμένος.
« Πάτερ Τζέιμς... ή να πω καλύτερα δάσκαλε Τζέιμς, δεν με θυμάσαι; Άλεξ Τρίσταν, μαθητής σου;»
« Άλεξ; Εσύ είσαι; Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Πώς και ήρθες στην Αγγλία;»
« Δεν θα σου πω ψέματα. Ήρθα γιατί θέλω τη βοήθεια σου. Όπως σου είπα ήμουν στο FBI αλλά μετατέθηκα... δεν μπορώ να πω που. Έχει σχέση με υπερφυσικές απειλές και την προστασία της ανθρωπότητας από αυτές.»
« Μπράβο αγόρι μου! Πάντα πίστευα πως ήσουν φτιαγμένος για σπουδαία πράγματα » του είπε γλυκόπικρα αλλά με καμάρι. Η ζωή του είχε βάλει δύσκολα... Προσευχήθηκε για αυτόν γιατί ήταν εύκολο το να χάσει τον δρόμο καί τόν εαυτό του σε μία τέτοια δουλειά.
« Λοιπόν τώρα δουλεύω μια υπόθεση που μοιάζει εκπληκτικά με την ιστορία του σκήπτρου που μας έλεγες όταν ήμασταν μικρά. Δεν ξέρουμε πολλά για το σκήπτρο αλλά αν η ιστορία είναι αληθινή...»
« Τότε τι;»
« Το αναζητά ένας πανίσχυρος βρικόλακας. Και αν το αποκτήσει... δεν μας σώζει τίποτα.»
« Άλεξ... μην ανησυχείς παιδί μου. Αποκλείεται να το βρει ποτέ. Μόνο η πραγματική κληρονόμος του σκήπτρου θα μπορούσε να το βρει.» Του είπε χωρίς να ξαφνιάζεται καθόλου από αυτά πού άκουγε.
« Δηλαδή είναι όλα αλήθεια!» αναφώνησε ο Άλεξ καθώς το ψάρεμα που έκανε είχε αποδώσει. Δεν τόν είχε περάσει για τρελό.
« Ναι Άλεξ. Και εγώ είμαι ορκισμένος φύλακας αυτού του μυστικού.»
« Είσαι φύλακας; Δηλαδή βρίσκεται εδώ;» τον ρώτησε με έκπληξη. Τελικά αν όντος ίσχυε αυτό ήταν πολύ κοντά στη λύση αυτού του μυστηρίου.
« Είσαι πολύ έξυπνος, αλλά όχι δεν βρίσκεται εδώ. Κανονικά δεν θα έπρεπε να στο πω αλλά... αρκέσου σε αυτό. Από εδώ, στο μοναστήρι, κείτεται η αφετηρία της αναζήτησης. Αλλά πίστεψέ με δεν υπάρχει περίπτωση αυτός ο βρικόλακας να το πάρει στα χέρια του.»
« Σε ευχαριστώ πολύ δάσκαλε... ε... πάτερ. Αν συμβεί κάτι ειδοποίησέ με να ξέρω εντάξει;»
« Εντάξει παιδί μου. Χάρηκα πολύ που σε ξαναείδα. Να προσέχεις και να μην ξανααμαρτάνεις.»
Ο Άλεξ βγήκε έξω από το κουβούκλιο και συνάντησε τον εκνευρισμό των υπολοίπων. Ήταν πολύ ώρα εκεί μέσα και όλοι είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν. Ο Ρας με την Αριάδνη τον κοιτούσαν ερευνητικά. Δεν ήξεραν αν είχε αποσπάσει τις πληροφορίες που ήθελαν και αγωνιούσαν. Εκείνος τους χαμογέλασε καθησυχαστικά και πήγε κοντά τους. Η Αριάδνη εξέφρασε πρώτη το άγχος της ψιθυριστά:
« Άλεξ γιατί άργησες τόσο πολύ; Τι έγινε;»
« Ναι πες μας » συμφώνησε συμπληρώνοντας την ο Ρας.
« Παιδιά μην αγχώνεστε. Δεν χρειάζεται να εκτεθείτε. Πήρα τις πληροφορίες που θέλαμε αλλά για να το κάνω αυτό... εξομολογήθηκα κιόλας. Γι'αυτό άργησα.»
« Και... τι έγινε;» είπαν και οι δύο με μια φωνή.
« Είναι όλα αλήθεια. Και το καλύτερο είναι ότι κάτι βρίσκεται στο μοναστήρι. Επί λέξη μου είπε πως στο μοναστήρι κείτεται η αφετηρία της αναζήτησης. Δεν ξέρω τι σημαίνει αλλά έχει σίγουρα σχέση με το σκήπτρο. Ίσως να είμαστε στα ίχνη του πρώτου κομματιού!»
« Ναι αλλά κάτι πρέπει να κάνουμε. Δεν έχουμε πρόσβαση στο μοναστήρι » έκανε προβληματισμένα η Αριάδνη. Και είχε δίκιο. Κάθε μοναστήρι είναι άβατο.
« Για περιμένετε μια στιγμή! Κάτι είδα,» τους είπε ο Ρας και έφυγε τρέχοντας για την είσοδο του γοτθικού ναού. Ύστερα από λίγο ήρθε κρατώντας στα χέρια του ένα χαρτί. « Ιδού! Για κοιτάξτε τι λέει εδώ.»
Ο Άλεξ και η Αριάδνη σχεδόν το τράβηξαν ταυτόχρονα από τα χέρια του. Ήταν μία ανακοίνωση. Μια ανακοίνωση που θα έφερνε τα πάνω - κάτω στο παιχνίδι.
« Εδώ λέει πως οι μοναχές για να παραμείνουν στο μοναστήρι χρειάζονται χρηματική βοήθεια. Και γι' αυτόν τον μήνα κάθε Τετάρτη ξεναγούν τους επισκέπτες για να τους δείξουν τον τρόπο ζωής τους και το μοναστήρι. Περιμένουν δωρεές!» ανακοίνωσε στους άλλους δύο χαρούμενα ο Άλεξ. « Και τι μέρα έχουμε σήμερα;» τους ρώτησε και πάλι παιχνιδιάρικα.
« Τετάρτη!» αναφώνησε η Αριάδνη παιδιάστικα κάνοντας τους δύο άντρες να γελάσουν. Επιτέλους είχαν βρει την άκρη του μίτου. Μπορούσαν να μπουν μέσα! Ο Ρας αφού σοβάρεψε κοίταξε τον Άλεξ και με φωνή σιγανή τον ρώτησε:
« Εσύ είσαι ο άνθρωπος με τα σχέδια. Λοιπόν ετοίμασες κανένα;»
« Μισό λεπτό. Το δουλεύω... μμ... αυτό που σκέφτηκα είναι σχετικά απλό. Θα κάνουμε τους επισκέπτες και θα μπούμε μέσα. Σιγά - σιγά θα αποκοπούμε από το υπόλοιπο γκρουπ και θα κρυφτούμε μέχρι να νυχτώσει για να κοιμηθούν οι καλόγριες και να μας κλειδώσουν μέσα. Μετά βγαίνουμε και ψάχνουμε. Τι λέτε;»
« Είμαι μέσα » είπε αμέσως εκείνη, ενώ ο Ρας βιάστηκε και αυτός να συμφωνήσει.
« Ωραία! Έχει μια ξενάγηση σε δέκα λεπτά. Ετοιμαστείτε.»
Οι τρείς τους κατευθύνθηκαν και πάλι προς την έξοδο. Πήραν το μονοπάτι του νεκροταφείου και βγήκαν στο πλάι, και έπειτα στο πίσω μέρος του ναού. Εκεί τους περίμενε μία καλόγρια - μάλλον η ηγουμένη - μαζί με κάτι άλλους. Μάζευε το γκρουπ για την ξενάγηση. Ο Άλεξ προχώρησε μπροστά και ρώτησε την γλυκύτατη καλόγρια, που ήταν γύρω στα εξήντα πέντε, αν εδώ ήταν για την ξενάγηση. Εκείνη του έγνεψε καταφατικά και τον ευλόγησε. Περίμεναν αρκετή ώρα - ίσως παραπάνω από την προβλεπόμενη - αλλά μαζεύτηκε ένας ικανοποιητικός αριθμός ατόμων. Μαζί με αυτούς ήταν γύρω στα είκοσι άτομα. Εύκολα θα μπορούσαν να χαθούν στο πλήθος και να κρυφτούν ανενόχλητοι. Κανείς δεν θα τους έπαιρνε χαμπάρι ότι έλειπαν.
Έτσι λοιπόν προχώρησαν μαζί με το γκρουπ ακολουθώντας την καλόγρια. Το μοναστήρι ήταν και αυτό σαν φρούριο. Τριγύρω του, τα καλοδιατηρημένα φυτά και οι θάμνοι σχημάτιζαν ένα φυσικό τοίχος που απέτρεπε τα αδιάκριτα βλέμματα να διεισδύσουν στη μοναστική ζωή και να διαταράξουν τη γαλήνη. Αυτό που έδινε λίγη περισσότερη ζωντάνια στην αυλή ήταν οι τριανταφυλλιές σε κόκκινο και ροζ χρώμα που ήταν φυτεμένες εδώ και εκεί.
Το κυρίως κτίσμα που είχε σχήμα τετραγώνου, ήταν εξ' ολοκλήρου από γκρι πέτρα κάτι που το έκανε ακόμα πιο επιβλητικό. Τα παράθυρα ήταν επίσης σε γοτθική αλλά αυστηρή γραμμή και εναρμονιζόταν με το υπόλοιπο οικοδόμημα. Όμως, το σκοτεινό εσωτερικό που αποκαλύπτονταν έκανε την Αριάδνη να ανατριχιάσει. Η αδρεναλίνη της είχε φτάσει στο κόκκινο. Με το ζόρι κρατούσε τον υπερφυσικό εαυτό της από το να βγει στην επιφάνεια. Αυτό ο Ρας το κατάλαβε, και της έπιασε το χέρι για να την καθησυχάσει. Κάτι, που κατάφερε με εκείνη αλλά όχι με τον εαυτό του. Για όνομα του Θεού ήταν ένας άγγελος! Κι όμως αν και αυτός ο χώρος ήταν ένα πνευματικό καταφύγιο, τον τρόμαζε. Δεν ήξερε πως μπορούσαν να ζουν εδώ οι καλόγριες.
Η καλόγρια που τους ξεναγούσε, τους έκανε νόημα να μπουν στο εσωτερικό του μοναστηριού. Παρά τις προσπάθειες των μοναχών να το αναπαλαιώσουν, βάζοντας ταπετσαρίες και βάφοντας ορισμένους τοίχους άσπρους, η καρδιά του κτίσματος ήταν τόσο σκοτεινή όσο και το εξωτερικό του. Πολύχρωμα αγάλματα της Παρθένου έκαναν τρομερή αντίθεση με τους μεσαιωνικούς μπρούτζινους σταυρούς που κρέμονταν εδώ κι εκεί.
Η παλαιά εποχή συγκρούονταν με τη νέα επικρατώντας με τη σκοτεινιά της. Ο γοτθικός χαρακτήρας του κτίσματος φαινόταν σε κάθε γωνία, ακόμα και αν είχε γίνει μεγάλη προσπάθεια για να καλυφτεί. Σε αυτό συνέβαλε και η γκρίζα μέρα με την ομίχλη και το ψιλόβροχο. Αν και είχε πάει μία η ώρα το μεσημέρι, οι ακτίνες του ήλιου δεν είχαν την δύναμη να διαπεράσουν το γκρίζο μπαμπάκι που είχε σχηματιστεί στον ουρανό.
Τώρα η ηγουμένη τους πήγε σε έναν χώρο προσευχής. Αυτό το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα. Μόνο οι μυριάδες των κεριών και τα καντήλια από το ιερό το φώτιζαν. Όλοι έκαναν το σταυρό τους στη θέα του αγάλματος του Εσταυρωμένου, και προχώρησαν πιο κοντά στο ιερό. Η Αριάδνη στα δεξιά του αγάλματος στον τοίχο παρατήρησε πως υπήρχε μία μεγάλη ορθογώνια σχάρα, μάλλον και αυτή από μπρούτζο. Το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό ήταν, πως ήταν αεραγωγός. Έκανε νόημα στον Ρας και εκείνος με την σειρά του έκανε νόημα στον Άλεξ. Όλοι κατάλαβαν πως ήταν μία πιθανή κρυψώνα που έπρεπε να ερευνηθεί. Έτσι ο Ρας αποσπάστηκε αόρατος από το υπόλοιπο γκρουπ και πήγε να το ερευνήσει.
Ήταν όντος αεραγωγός! Και μάλιστα ήταν αρκετά μεγάλος για να τους χωρέσει και τους τρείς. Εκείνος έτρεξε και πάλι στο γκρουπ που έφευγε από το δωμάτιο για να ειδοποιήσει τους άλλους δύο.
« Βρήκαμε την κρυψώνα μας. Είναι αεραγωγός και μας χωράει και τους τρεις. Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα» τους είπε ψιθυριστά.
« Τι πρόβλημα;» ρώτησε ενοχλημένα αλλά το ίδιο ψιθυριστά ο Άλεξ. Ποτέ δεν του άρεσε να μην πηγαίνει καλά το σχέδιό του.
« Δεν μπορώ να το βγάλω. Είναι βιδωμένο στον τοίχο. Αν προσπαθήσω να κάνω κάτι θα κάνω θόρυβο.»
« Βιδωμένο είπες; Γαμώτο δεν έχω φέρει κανέναν εξοπλισμό» έκανε ο Άλεξ και έπεσε σε βαθύ συλλογισμό. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα είχε βρει τη λύση. « Αριάδνη, χρειαζόμαστε τα νύχια σου!»
Εκείνη ξαφνιάστηκε. Σε αυτή τη ζωή είχε ακούσει τα πάντα αλλά ποτέ κάτι τέτοιο.
« Ναι, σιγά μη βγάλω τα νύχια μου να στα δώσω! Μήπως θα ήθελες να κόψω ολόκληρο το χέρι μου για να σε διευκολύνω;» Τον ρώτησε έξαλλη, ενώ προσπαθούσε να μιλάει σιγά.
« Όχι, όχι δεν κατάλαβες! Πρέπει να μεταμορφωθείς σε βρικόλακα και να χρησιμοποιήσεις τα νύχια σου ως κατσαβίδι.»
« Τι; Εδώ;» ρώτησε ο Ρας που ήταν φανερά αντίθετος με το σχέδιο. Δίπλα στο ιερό, η Αριάδνη ως βρικόλακας δεν θα ένιωθε καλά.
« Ε, τότε καλύτερα να κόψω το χέρι μου!» συμπλήρωσε εκείνη κυνικά.
« Γιατί βλέπετε να έχουμε άλλη λύση; Αν έχετε άλλη ιδέα καλύτερη, πείτε τη!» τους φώναξε και πάλι ψιθυριστά. Ήταν έξαλλος! Θα του κατέστρεφαν το σχέδιο! Η φωνή του όμως από αυτή την έξαρση ξέφυγε, με αποτέλεσμα να του κάνει παρατήρηση η ηγουμένη.
Αυτό το περιστατικό έδωσε στην Αριάδνη τον απαραίτητο χρόνο να το σκεφτεί.
« Εντάξει, θα το κάνω. Αλλά υπό ένα όρο. Δεν θα πηγαινοερχόμαστε σε όλο το μοναστήρι. Θα το ανοίξουμε και θα μπούμε.»
« Και εγώ πότε θα ξέρω;»
« Έχεις το κινητό μαζί σου;» τον ρώτησε ο Ρας ανυπόμονα. Δεν του άρεσε αυτό αλλά αναγνώριζε πως δεν είχαν άλλη επιλογή. Και όλο απομακρύνονταν από το δωμάτιο προσευχής.
« Ναι.»
« Βάλε το χάντς φρι. Θα είμαστε σε συνεχή συνομιλία.»
« Εντάξει » του είπε και τους έκανε νόημα να φύγουν τώρα που έστριβαν και δεν τους έβλεπε κανείς. Ο Ρας έγινε και πάλι αόρατος, ενώ η Αριάδνη εμφάνισε τα ρουμπινένια της μάτια και έφυγε με την υπερφυσική της ταχύτητα.
Όταν έφτασαν στο δωμάτιο προσευχής δεν υπήρχε κανείς. Εκείνος πήρε ξανά την μορφή του και πήγαν ανενόχλητοι στον αεραγωγό. Όμως όπως το είχε προβλέψει ο Ρας, εκείνη άρχισε να μην νιώθει καλά. Ζαλιζόταν και ιδρώτας έκανε την εμφάνισή του στο κούτελό της. Την ώρα που έβγαλε τα νύχια αρπακτικού, τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν.
« Καλύτερα να κάνεις γρήγορα» της είπε και της έπιασε το χέρι για να το σταθεροποιήσει. Εκείνη κατένευσε, και άπλωσε τον δείχτη της προς τη πρώτη βίδα. Με το νύχι της και την βοήθεια του Ρας κατάφερε να ξεβιδώσει και αυτή και αρκετές άλλες βίδες ώσπου άκουσε κάτι. Κάποιος ερχόταν. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής! Το δωμάτιο είχε μόνο μία πόρτα, και δεν είχαν μπορέσει να ανοίξουν ολόκληρο το καπάκι του αεραγωγού. Επίσης το μισό κρεμόταν οπότε κάποιος έπρεπε να το κρατάει για να μην το δουν. Ο Ρας δεν είχε πρόβλημα, θα γινόταν αόρατος. Αλλά η Αριάδνη δεν είχε που να κρυφτεί.
Τα βήματα όλο και πλησίαζαν και η αγωνία τους όλο και μεγάλωνε. Εκείνη έψαχνε για κρυψώνες αλλά μάταια. Ήταν εκτεθειμένη από παντού. Και τότε της ήρθε στο μυαλό κάτι που δεν είχε ξανακάνει και που δεν ήξερε αν μπορούσε να το βγάλει εις πέρας, ειδικά τώρα που οι δυνάμεις της εξασθένησαν. Αν το έκανε και δεν πετύχαινε θα την έπιαναν. Αν δεν το έκανε καθόλου πάλι θα την έπιαναν, οπότε δεν είχε τίποτα να χάσει. Έριξε μια ενθαρρυντική ματιά στον Ρας που εκείνη την στιγμή γινόταν αόρατος και έβαλε μπρος το σχέδιο της.
Έβγαλε λίγο περισσότερο τα γαμψά νύχια της και με τρεμάμενα χέρια τα έμπηξε στον τοίχο. Με μια μεγάλη ώθηση από τους μύες των ποδιών της κατάφερε να αναρριχηθεί, και με μεγάλη δυσκολία να φτάσει στο ψηλό ταβάνι της μονής. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκε μέσα μία καλόγρια. Ήταν σχετικά νέα αλλά η φορεσιά της τη μεγάλωνε. Από ότι φαίνεται είχε πάει εκεί για να προσευχηθεί, μόνη.
Η Αριάδνη βρισκόταν ακριβώς από πάνω της πασχίζοντας να παραμείνει στο ταβάνι. Ένιωθε τόσο αδύναμη και... άρρωστη. Και αυτό της έφερνε μεγάλη επιθυμία για αίμα. Διψούσε, διψούσε τόσο πολύ! Το στόμα της είχε στεγνώσει και οι κυνόδοντες της είχαν μακρύνει επικίνδυνα. Ήταν τόσο ευερέθιστοι που ούτε με την γλώσσα της δεν μπορούσε να τους ακουμπήσει. Και ένιωθε την καρδιά της καλόγριας να πάλλεται, το αίμα να ρέει στις αρτηρίες της τόσο γλυκό. Αυτή η ανάγκη την κατέτρωγε. Το ότι είχε πιει από φλέβα την είχε κάνει ακόμα πιο ευαίσθητη σε τέτοια ερεθίσματα.
Ήθελε να αφεθεί και να πέσει πάνω της. Ήθελε μετά μανίας να τρυπήσει το απαλό της δέρμα για να αναβλύσει στο στόμα της αυτό το ζεστό νέκταρ. Ήθελε μετά μανίας να τη σκοτώσει! Όμως εκείνη τη στιγμή έστρεψε το βλέμμα της προς τον εσταυρωμένο. Μία κραυγή μέσα της την απέτρεψε να το κάνει. Αν και βρικόλακας, ήταν ακόμα Χριστιανή Ορθόδοξη. Ακόμα πίστευε πως μπορούσε να σωθεί. Γι' αυτό λοιπόν δεν θα σκότωνε. Έπειτα έστρεψε το βλέμμα της στη σχάρα του αεραγωγού. Στεκόταν όρθια, επειδή ήταν εκεί ο Ρας κι ας μην τον έβλεπε. Έτσι ακριβώς θα ήταν και για εκείνη. Θα τη στήριζε πάντα ακόμα κι αν η ίδια δεν το καταλάβαινε.
Η αδυναμία της είχε καταντήσει αφόρητη. Ο ιδρώτας έσταζε στο πάτωμα και εκείνη έτρεμε σύγκορμη στην προσπάθεια της να κρατηθεί. Όμως οι δυνάμεις της την πρόδωσαν και ένιωσε το κορμί της να ξεγαντζώνεται από το ταβάνι και να πέφτει κάτω. Ο πανικός την κατέκλεισε. Ευτυχώς, για καλή τους τύχη, η καλόγρια μόλις είχε τελειώσει την προσευχή της και απομακρυνόταν, πηγαίνοντας προς την πόρτα. Η Αριάδνη με χάρη αιλουροειδούς έσκασε ακριβώς από πίσω της αθόρυβα και με την τεράστια ταχύτητά της κρύφτηκε πίσω από το ιερό. Η καλόγρια γύρισε μια στιγμή πίσω το κεφάλι της. Νόμιζε πως κάτι είχε δει. Τελικά η μόνη αλλαγή που είδε ήταν ένα σβησμένο κερί που κάπνιζε. Έτσι ξαναγύρισε μπροστά και έφυγε.
Ο Ρας αφήνοντας μια ανάσα ανακούφισης πήρε για άλλη μια φορά την ανθρώπινη μορφή του. Εκείνη πήγε προς το μέρος του σερνόμενη. Το πρόσωπο της ήταν πιο χλωμό και από νεκρό και κομμένο. Δεν είχε μείνει στάλα από την ανθρώπινη ή έστω από την υπερφυσική ομορφιά της.
« Αριάδνη, είσαι καλά;»
« Όχι, αισθάνομαι χάλια... και πρέπει να τραφώ.»
« Έλα, πιες...» της είπε δίνοντας της τον καρπό του. Εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη έμπηξε τους κυνόδοντες της στη σάρκα του. Διψούσε πολύ αλλά ήπιε μικρή ποσότητα ίσα - ίσα για να κρατηθεί. Αφού του αποδέσμευσε το χέρι και του έριξε μια ματιά γεμάτη αγάπη και ευγνωμοσύνη, επιχείρησε να βγάλει και τις υπόλοιπες βίδες. Αφού τελικά τις κατάφερε όλες και ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή της το μαρτύριο της τελείωσε. Ένιωθε πολύ καλύτερα τώρα.
Μπήκαν και οι δύο στην κρυψώνα, και κρατούσαν την μπρούτζινη σχάρα έτσι ώστε να φαίνεται κλειστή. Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να ειδοποιήσουν και τον Άλεξ. Με λίγη προσπάθεια, ο Ρας έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και κάλεσε τον αριθμό του. Αφού χτύπησε μια - δυο φορές, ο Άλεξ το σήκωσε αλλά δεν είπε τίποτα. Αντί για την φωνή του Άλεξ, ακουγόταν από μέσα η φωνή της ηγουμένης που ξεναγούσε το γκρουπ.
- Έλα Άλεξ με ακούς;
- Ναι, ακούστηκε ψιθυριστά η φωνή του.
- Όλα εντάξει. Έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς.
Χωρίς να τους απαντήσει ο Άλεξ έκλεισε το τηλέφωνο. Ήταν τόσο δύσκολο να τους ξεφύγει πια. Και ειδικά αφού η ηγουμένη τον είχε συμπαθήσει τόσο πολύ. Τον ήθελε συνέχεια κοντά της. Αν έφευγε τώρα θα παρατηρούσε πως έλειπε. Γι' αυτό έπρεπε να περιμένει μέχρι να τελειώσει η ξενάγηση. Έτσι περίμενε υπομονετικά και προσπαθούσε να θυμάται τον δρόμο για το δωμάτιο της προσευχής. Πράγμα δύσκολο καθώς το μοναστήρι ήταν ένα δαιδαλώδες κτίσμα που εύκολα θα μπορούσε κάποιος να χαθεί.
Μετά από άλλα είκοσι λεπτά η ξενάγηση έληξε και η ηγουμένη τους κατεύθυνε προς την έξοδο. Αυτή ακριβώς η στιγμή, ήταν η στιγμή της διαφυγής του. Σιγά - σιγά αποσπάστηκε από το υπόλοιπο γκρουπ, όπως ακριβώς είχαν κάνει και οι άλλοι δύο, και χωρίς να τον δει κανείς προσπάθησε να βρει τον δρόμο του σε αυτόν τον λαβύρινθο. Μόνο που αν και νόμιζε πως δεν τον είχαν παρατηρήσει, κάποιος τον είχε δει...
Ο Ρας και η Αριάδνη είχαν ανησυχήσει πολύ. Είχε περάσει αρκετή ώρα από τότε που του τηλεφώνησαν και δεν είχε φανεί. Λίγο ακόμα να αργούσε και σκέφτονταν σοβαρά να βγουν απ' την κρυψώνα και να πάνε να τον ψάξουν! Ίσως να είχε χαθεί. Ίσως να μην βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να φύγει. Ή ίσως και να τον έπιασαν!
Τότε ακριβώς ήταν που η Αριάδνη άκουσε για άλλη μια φορά βήματα στο διάδρομο. Και από τον ήχο του βηματισμού, κατάλαβε πως ήταν ο Άλεξ. Μόνο ο δικός του θα μπορούσε να ακουστεί βιαστικός και στιβαρός ταυτόχρονα.
« Έρχεται» ψιθύρισε στον Ρας δίπλα της και εκείνος άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
Σε λίγο φάνηκε και ο ίδιος. Ήταν ιδρωμένος και η αδρεναλίνη, του είχε δώσει μια περίεργη γυαλάδα στα μάτια, αλλά και πάλι έδειχνε άνετος. Μόνο εκείνος θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Αφού έφτασε κοντά στο ιερό, τους πρόσταξε ανήσυχα να ανοίξουν το καπάκι για να μπει. Κάτι δεν πήγαινε καλά και το είχαν καταλάβει όλοι. Ο Ρας προσπάθησε να το κατεβάσει αλλά είχε σκαλώσει. Η αγωνία και η βιασύνη που χαρακτήριζαν τις κινήσεις του εκφράστηκαν σε μία και μόνο φράση:
« Ανοίξτε ρε γαμώτο τον αεραγωγό! Πρέπει να γλυτώσω από αυτή!»
Τότε ακριβώς ακούστηκε και ένας δεύτερος βηματισμός. Αμέσως, η Αριάδνη ειδοποίησε τον Άλεξ ψιθυριστά, ενώ ο Ρας παιδευόταν ακόμα να το ανοίξει. Εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη έπεσε στα γόνατα μπροστά στο ιερό και άρχισε να προσεύχεται.
« Μα τι κάνει;» ρώτησε εκείνη τον Ρας κάνοντας μεγάλη προσπάθεια για να μην τσιρίξει.
« Από ότι φαίνεται... ότι μπορεί! Άλλοι κρύβονται, αυτός προσεύχεται!» της απάντησε μην πιστεύοντας στα μάτια του. Δεν ήξερε πως ήταν τόσο θρήσκος... μα εδώ που τα λέμε δεν είχε καμία λογική η πράξη του! Τον επικροτούσε γι' αυτό, αλλά δεν ήταν ούτε το μέρος, ούτε η ώρα κατάλληλη για κάτι τέτοιο.
Από την πόρτα εμφανίστηκε τελικά η ηγουμένη φωνάζοντας του:
« Α, εδώ είσαι λοιπόν! Νόμιζα πως είχες φύγει αλλά σε είδα που ερχόσουν εδώ. Το ξέρεις ότι δεν επιτρέπονται εδώ ξένοι έτσι;» Την τελευταία ερώτηση την έκανε με ένα περίεργο τόνο σχεδόν... ναζιάρικο.
Ο Άλεξ ακούγοντάς την από πίσω του, σηκώθηκε και της έριξε ένα από τα πιο γοητευτικά χαμόγελά του. Φόρεσε ξανά τη βρετανική προφορά του και της είπε με τη βαριά φωνή του:
«Το ξέρω, γι' αυτό ήρθα εδώ κρυφά. Αλλά ήθελα τόσο να προσευχηθώ σε έναν ιερό τόπο σαν και αυτόν. Σας παρακαλώ αφήστε με να τελειώσω την προσευχή μου και θα φύγω.»
« Εντάξει, θα κάνω μια εξαίρεση για σένα. Φαίνεσαι πολύ καλό παιδί» του απάντησε εκείνη χαμογελαστά.
«Σας ευχαριστώ πολύ» της είπε και ξανάπεσε στα γόνατα. Εκείνη αρκέστηκε στο να τον κοιτά να προσεύχεται, όντας πίσω του. Οι δύο στον αεραγωγό τα είχαν χάσει. Δεν πίστευαν πως κάτι τέτοιο εξελισσόταν μπρος τα μάτια τους. Δεν μπορούσαν καλά - καλά να καταλάβουν τι συνέβαινε.
Από μακριά ακούστηκε η φωνή μιας άλλης καλόγριας, νεαρή στην ηλικία, που έψαχνε την ηγουμένη. Εκείνη ενοχλήθηκε από το γεγονός και δεν έκανε τίποτα για να απαντήσει στο κάλεσμα. Πρώτος αντέδρασε ο Άλεξ.
« Ηγουμένη πηγαίνετε. Η προσευχή μου τελειώνει σύντομα. Μην ανησυχείτε. Άλλωστε ξέρω τον δρόμο της επιστροφής.»
« Εντάξει » συμφώνησε απρόθυμα η ηγουμένη και το ίδιο απρόθυμα βγήκε από το δωμάτιο.
Ο Άλεξ λες και του είχαν ρίξει κροτίδα στα πόδια του, πετάχτηκε και έτρεξε στον αεραγωγό.
« Ανοίξτε γρήγορα!» τους ψιθύρισε αλαφιασμένος. Ο Ρας τελικά κατάφερε να ανοίξει το πορτάκι και εκείνος γλίστρησε μέσα έντρομος. Αφού " βολεύτηκε" έκλεισαν οι άλλοι δύο και πάλι το πορτάκι παραμένοντας πλέον κρυμμένοι. Η Αριάδνη αν και προσπάθησε να συγκρατηθεί άρχισε να γελάει. Το ίδιο νευρικό γέλιο ξέφυγε και από τους άλλους δύο, παρά την προσπάθειά τους να κάνει ο ένας τον άλλον να σωπάσει. Καθώς σοβαρεύονταν, ο πρώτος που μίλησε ήταν ο Άλεξ.
« Παιδιά, νομίζω πως της ηγουμένης της αρέσω... » συμπέρανε έχοντας μια σοκαρισμένη έκφραση που έκανε όλη την κατάσταση ακόμα πιο γελοία. Ούτε ο ίδιος δεν το πίστευε!
« Έλα!»
« Πού το κατάλαβες βρε ξυπνοπούλι;» ρώτησε η Αριάδνη κοροϊδευτικά συμπληρώνοντας την περιπαικτική απάντηση του Ρας. Εκείνος παίρνοντας την ερώτησή της σοβαρά άρχισε να τους εξιστορεί σοκαρισμένος τι είχε γίνει από τη στιγμή που έφυγαν.
« Ήταν αδύνατο να ξεγλιστρήσω και να έρθω εδώ. Συνέχεια με κοιτούσε με αυτό το... δεν ξέρω πώς να το πω βλέμμα. Στην αρχή έλεγα όχι δεν μπορεί. Είναι ηγουμένη, καλόγρια και... τονίζω το δεύτερο συνθετικό της λέξης. Το αποκορύφωμα είναι πως ενώ κανένας άλλος δεν κατάλαβε πότε έφυγα, εκείνη το πήρε χαμπάρι και με ακολούθησε! Ω και είναι καλή! Στα τελευταία μέτρα για εδώ το κατάλαβα.»
Ο Ρας ακούγοντας αυτά, άρχισε να γελά και πάλι με την καρδιά του παρά τα σκουντήματα της Αριάδνης που σκοπό είχαν να τον κάνουν να σωπάσει.
« Τι, τι;» τον ρώτησε ο Άλεξ αποδιοργανωμένα αλλά και κάπως ενοχλημένα.
« Ω φίλε μου αυτή η καλόγρια, σου έβαλε τα γυαλιά! Η ηγουμένη νικάει πράκτορα στην παρακολούθηση. Έλα, νομίζω πως πρέπει να παραδεχτείς πως είναι λίγο αστείο » του απάντησε ανάμεσα στα χαχανητά του.
« Σσς... νομίζω πως έρχεται.» τους ειδοποίησε η Αριάδνη άξαφνα φράζοντας με το χέρι της το στόμα του Ρας που ακόμα χαχάνιζε νευρικά.
Μετά από λίγο, η ηγουμένη μπήκε στο δωμάτιο χαρούμενη αλλά απογοητεύτηκε μη βλέποντας τον Άλεξ εκεί. Έτσι έκανε μεταβολή και έφυγε. Αφού σιγουρεύτηκαν πως δεν διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο να τους ακούσουν, άρχισαν να μιλάνε και πάλι ψιθυριστά.
« Άντε βρε, γνώρισες και το μοναστικό καμάκι!» είπε πρώτα η Αριάδνη κάνοντας πλάκα στον Άλεξ.
« Κολάζεις μέχρι και καλόγριες!» συνέχισε το δούλεμα ο Ρας που το έβρισκε τόσο αστείο όλο αυτό. Δεν έβρισκε συχνά κανείς ευκαιρία να δει έναν τέτοιο άντρα κομπλαρισμένο... από μια καλόγρια.
« Κόφτε το εντάξει; Σταματήστε το δούλεμα!» έκανε τώρα εκνευρισμένος.
« Εντάξει, εντάξει » συμφώνησαν και οι δυο τους αφήνοντας ένα τελευταίο γελάκι.
Θα πέρναγαν πολλές ώρες στον αεραγωγό, τουλάχιστον ας τις περνούσαν ευχάριστα
BẠN ĐANG ĐỌC
Σκοτεινή Σελήνη το Αγγελικό Αμάρτημα #1 in Άγγελοι/Vampire/Demons/Travel 9/2/22
Siêu nhiên"Όταν γύρισε και τον κοίταξε είδε δύο μάτια κατακόκκινα που ανέδυαν έναν απόκοσμο απόηχο θανάτου. Πισωπάτησε, βγάζοντας μια μικρή κραυγή τρόμου. Τότε μόνο είδε τους λευκούς κυνόδοντες αρπαχτικού να εξέχουν από το άγριο χαμόγελο του Χέκτορ. Η καρδιά...