Την επόμενη μέρα, η Σαρλίν στο τέλος των ημερήσιων μαθημάτων τους, την έφερε δύο τετράγωνα παρακάτω από το σπίτι της.
« Είσαι σίγουρη; Δεν μου κάνει κόπο να σε πάω απ’ έξω από το σπίτι σου» είπε η Σαρλίν απορημένη.
« Όχι θέλω να περπατήσω λίγο. Να πάρω λίγο αέρα, να συνέλθω » της απάντησε η Αριάδνη. Ήταν φανερά καταβεβλημένη.
« Είναι γι’ αυτό που είπε η Αλίσια μπροστά σε όλους ε;»
« Ναι, αλλά δεν θέλω να το συζητήσω. Τα λέμε αύριο.»
« Τα λέμε αύριο » επανέλαβε η Σαρλίν και έφυγε με το μικρό αμάξι της.
Η Αριάδνη προχωρούσε μηχανικά και σκεφτόταν τα λόγια που την είχαν πληγώσει. Μέχρι και ο πατέρας σου δεν σε ήθελε! Γι’ αυτό παράτησε τη μάνα σου και εσένα! Αυτά τα λόγια είχαν πάρει τη μορφή μικρών μαχαιριών που λάβωναν την καρδιά της. Μπορούσε να αντέξει τις χειρότερες προσβολές για την προσωπικότητά της, το ντύσιμό της, ακόμα και για την καταγωγή της. Όμως όχι αυτό! Γιατί καταβάθος αυτό το ερώτημα την έτρωγε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Από τότε που καταλάβαινε ότι η μία γονεϊκή φιγούρα έλειπε. Και η μητέρα της δεν της έλεγε τίποτα γι’ αυτόν. Μόνο το ότι ήταν αγαθή ψυχή και καλός άνθρωπος. Για το όνομα του Θεού δεν ήξερε καν αν είχε πεθάνει ή αν τις παράτησε! Δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν τον άνθρωπο! Και αυτό ήταν πάντα ένα αγκάθι μέσα στην καρδιά της, που το βρήκε η Αλίσια και άρχισε να της το στρίβει μέσα της.
Όλη αυτή την ενδοσκόπηση, τη σταμάτησε ο ήχος από βήματα πίσω της. Η Αριάδνη τα άκουγε – γρήγορα αλλά σταθερά – να ακολουθούν το βήμα της. Περίμενε για λίγο μπας και αλλάξουν διαδρομή αλλά τίποτα. Τότε, γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω απότομα, αλλά και πάλι δεν κατάφερε να δει το πρόσωπό του. Το έκρυβε η αντιφεγγιά του δειλινού. Αύξησε την ταχύτητα των βημάτων της, αλλά και πάλι άκουγε αυτά τα βήματα σχετικά κοντά της. Είχε τρομοκρατηθεί! Άρχιζε να την κόβει κρύος ιδρώτας από τους κροτάφους και της παλάμες της, ενώ τα χέρια της έτρεμαν. Ήρεμα κορίτσι μου! Δεν είναι τίποτα! Απλώς καλπάζει η φαντασία σου, προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της. Αλλά η άλλη φωνούλα στο μυαλό της δεν την άφηνε να ησυχάσει:
Και αν είναι αυτός που σε πυροβόλησε χτες, και θέλει να σε αποτελειώσει τώρα; Με αυτή τη σκέψη της κόπηκε η ανάσα. Ένιωθε λες και το οξυγόνο είχε στερέψει από τους πνεύμονες της. Έστριψε αριστερά στον δρόμο, ελπίζοντας να μην την ακολουθήσει. Αλλά εκείνη την στιγμή κατάλαβε ότι είχε στρίψει λανθασμένα. Στο επόμενο στενό έπρεπε να στρίψει, όχι σε αυτό! Τώρα άρχισε και πάλι να απομακρύνεται από το σπίτι της Έλενορ που έμενε.
Τώρα έχω φρικάρει και επίσημα, σκέφτηκε. Δεν της έμενε τίποτα άλλο από το να γυρίσει πίσω και να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν τον τύπο! Μάζεψε όση αυτοκυριαρχία, ψυχραιμία και δύναμη μπορούσε, και γύρισε. Προχώρησε λίγα μέτρα και τότε είδε τα χαρακτηριστικά του! Ήταν ο άγνωστος που την είχε σώσει στην αγορά και που δούλευε στην καντίνα του πανεπιστημίου! Ξαφνικά ένιωσε τεράστια ανακούφιση που δεν ήταν ο ληστής, όπως φοβόταν. Αλλά μία μικρή φωνούλα της είπε σιγανά στο μυαλό της:
Μπορεί να τον ξέρεις αλλά τι κάνει εδώ; Μήπως σε παρακολουθεί; Και αν ναι γιατί; Νιώθοντας περισσότερη ασφάλεια τώρα και εμπιστευόμενη της δυνάμεις της – θα μπορούσε εύκολα να τον κλοτσήσει στα αχαμνά ή να του χώσει μπουνιά – κατευθύνθηκε προς το μέρος του με απορημένο και ενοχλημένο ύφος.
Ο Ρας απορημένος και αυτός που η Αριάδνη τον είχε σταματήσει και τον κοίταζε με αυτό το βλέμμα, έσπασε πρώτος τη σιωπή:
« Καλησπέρα τι καν…»
Εκείνη τον διέκοψε αστραπιαία.
« Ποιός είσαι; Γιατί με ακολουθείς; Ε;»
« Τι; Μα δεν σε ακολουθώ!» της απάντησε απολογητικά ο Ρας με ένα αμήχανο χαμόγελο. Από μέσα του είχε πανικοβληθεί γιατί νόμιζε ότι η Αριάδνη τον είχε καταλάβει!
« Τότε γιατί δεν μου λες το όνομά σου; Και τώρα που το καλοσκέφτομαι είναι πολλές “οι συμπτώσεις” για να είναι συμπτώσεις! Μια στην αγορά, μετά στο πανεπιστήμιο και τώρα εδώ! Τι κάνεις εδώ;» του φώναξε σχεδόν υστερικά.
Μέσα έπεσες σκέφτηκε ο Ρας αλλά δεν θα της έλεγε ποτέ κάτι τέτοιο!
« Πρώτα από όλα ηρέμησε. Άμα σταματήσεις το λογύδριο σου θα μπορέσω να σου εξηγήσω.»
« Για λέγε! Σε ακούω!» του είπε εκείνη σχεδόν θυμωμένα.
« Λοιπόν » της είπε χαρίζοντας της ένα εγκάρδιο χαμόγελο με ανάλογο βλέμμα. « Με λένε Τζάστιν ‘Ο Μάλεϊ και είμαι από την Φιλαδέλφεια. Πρόσφατα μετακόμισα εδώ για να πιάσω δουλειά στο πανεπιστήμιο – έτσι θα μπορούσα να τελειώσω την μεταπτυχιακή μου εργασία πιο εύκολα. Το σπίτι μου είναι αυτό στη γωνία, στο επόμενο τετράγωνο. Και στην αγορά είχα πάει για να αγοράσω κάτι διακοσμητικά εσωτερικού χώρου.»
Ο Ρας είδε όλη την αντίστασή της να κάμπτεται και το πρόσωπο της να γεμίζει ντροπή.
« Συγνώμη! Χίλια συγνώμη για την αυθάδειά μου. Αλλά ακόμα δεν έχω συνέλθει από την επίθεση που δέχτηκα χτες και …»
« Ποιά επίθεση;» τη ρώτησε ο Ρας με ανησυχία στο βλέμμα του, αν και ήδη ήξερε την έκβαση.
« Χτες πήγαν να με ληστέψουν και τώρα βλέπω παντού εχθρούς, συγνώμη και πάλι.»
« Δεν πειράζει! Καταλαβαίνω, το σοκ πρέπει να ήταν μεγάλο! Δεν κρατάω καμία κακία. Μάλιστα, ίσως να ήθελες να περάσεις από την καντίνα που δουλεύω να σε κεράσω κανένα καφέ μιας και είμαστε γείτονες. Τι λες;»
« Θα το ήθελα πολύ! Ευχαριστώ και πάλι για την κατανόηση » του είπε η Αριάδνη προχωρώντας μπροστά. « Καληνύχτα »
« Καληνύχτα » της είπε και εκείνος με ένα χαμόγελο « τα λέμε.»
Η Αριάδνη καθώς προχώραγε μπροστά γύρισε το κεφάλι της πίσω και σήκωσε το χέρι της για να τον χαιρετήσει. Τότε όμως είδε τα υπέροχα γαλάζια σαν από πάγο μάτια του, που προκαλούσαν την αναταραχή μέσα της και γύρισε πίσω.
« Συγνώμη για την καθυστέρηση αλλά ήθελα να ρωτήσω κάτι τελευταίο » του είπε με ένα γλυκό χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό της.
« Ναι πες μου.»
« Τα μάτια σου … είναι πολύ όμορφα! Και πολύ ιδιαίτερα! Γαλάζια μάτια στο χρώμα του πάγου δεν τα βρίσκεις εύκολα! Είναι δικά σου ή είναι φακοί;»
Ο Ρας πάγωσε! Δεν ήξερε τι να πει! Το μυαλό του είχε κατεβάσει στροφές! Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο και έτσι είπε την αλήθεια.
« Ναι…, δικά μου είναι! Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια » της απάντησε με ένα αποσβολωμένο χαμόγελο.
« Τίποτα » είπε εκείνη και προχώρησε προς το σπίτι της. Εκείνος σαν τρελός με γρήγορο περπάτημα έφτασε στο δικό του και άρχισε να κοιτά τον εαυτό του – και ιδιαίτερα τα μάτια του σε κάθε πιθανή επιφάνεια που θα μπορούσε να καθρεφτιστεί. Το μόνο που έβλεπε ήταν τα γνωστά γήινα μάτια που είχε πριν πεθάνει.
« Δεν μπορώ να το καταλάβω! Πρέπει να εκτέθηκα, να αποκαλύφτηκα κατά κάποιο τρόπο. Αλλά πώς;» φώναζε υστερικά στο είδωλό του. « Θεέ μου απέτυχα!»
Εκείνη την ώρα, μία δέσμη χρυσαυγίζοντος φωτός εμφανίστηκε στον ολόσωμο καθρέφτη πίσω από το είδωλο του Ρας, που μια κοίταγε, και μια έκρυβε τα μάτια του με τις παλάμες του. Ακριβώς από πίσω του περίλαμπρη έκανε την εμφάνισή της η Αρχάγγελος της Τάξης.
« Τι συνέβη; Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος;» τον ρώτησε με στοργή που έμοιαζε μητρική στα αφτιά του.
« Ήρθες εδώ να μου πάρεις τα φτερά έτσι δεν είναι; Και αυτό γιατί απέτυχα, αποκαλύφτηκα!»
« Όχι Ρασμουήλ δεν έχεις αποκαλυφτεί! Αν είχες θα το ξέραμε. Γιατί όμως νομίζεις πώς έγινε κάτι τέτοιο;»
« Γιατί η Αριάδνη είδε τα μάτια μου, τα αληθινά μάτια μου! Ειλικρινά δεν ξέρω πως, δεν είχα προβάλει καθόλου την δύναμή μου. Δεν ξέρω πως έγινε και τα είδε.»
« Σε πιστεύω Ρασμουήλ. Ησύχασε! Δεν είναι δικό σου φταίξιμο. Αλλά πες μου πως ακριβώς έγινε » του είπε καθησυχαστικά.
Τότε, εκείνος ακόμα φανερά αναστατωμένος αλλά και ανακουφισμένος ταυτόχρονα, άρχισε να εξιστορεί όλα όσα συνέβησαν εκείνο το απόγευμα. Τα έλεγε λεπτομερειακά, και η Αρχάγγελος της Τάξης τα άκουγε όλα προσεχτηκά μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Όταν ο Ρας τέλειωσε την αφήγησή του η Αρχάγγελος της Τάξης με σοβαρό αλλά και καθησυχαστικό παράλληλα ύφος τον ρώτησε:
« Είπες ότι σε ρώτησε γενικά για το χρώμα των ματιών σου και όχι αν φόραγες σήμερα φακούς, έτσι δεν είναι;»
« Ναι, ναι έτσι είναι » απάντησε εκείνος γεμάτος αγωνία.
« Μμμ… ενδιαφέρον… και πολύ σπάνιο!»
« Τι εννοείτε με αυτό;» τη ρώτησε έχοντας τώρα χαραγμένη στο πρόσωπό του εκτός από την αγωνία και την απορία.
« Λοιπόν, η ανθρωπότητα δίνει στα μάτια – εκτός από την πραγματική τους διάσταση – και μία δεύτερη διάσταση. Πολλοί λαοί θεωρούν τα μάτια ως παράθυρα της ψυχής. Τα μάτια προδίδουν τελικά τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων » του είπε σοβαρά αλλά και κάπως αναστατωμένα.
« Τι θέλετε να πείτε;»
« Θέλω να πω πως αυτή η αντίληψη είναι σωστή. Ρασμουήλ, δεν ξέρω πως αλλά η Αριάδνη μπορεί και βλέπει την ψυχή σου, ποιος είσαι πραγματικά.»
أنت تقرأ
Σκοτεινή Σελήνη το Αγγελικό Αμάρτημα #1 in Άγγελοι/Vampire/Demons/Travel 9/2/22
خارق للطبيعة"Όταν γύρισε και τον κοίταξε είδε δύο μάτια κατακόκκινα που ανέδυαν έναν απόκοσμο απόηχο θανάτου. Πισωπάτησε, βγάζοντας μια μικρή κραυγή τρόμου. Τότε μόνο είδε τους λευκούς κυνόδοντες αρπαχτικού να εξέχουν από το άγριο χαμόγελο του Χέκτορ. Η καρδιά...