Κεφάλαιο 9ο: Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ

90 21 38
                                    

Από τον καυγά που είχε δει η Αριάδνη είχαν περάσει αρκετές μέρες. Εκείνη έψαχνε τον Τζάστιν, αλλά εκείνος την απέφευγε. Και όταν συναντιόνταν, εκείνος της έλεγε ένα απλό "γεια" και έφευγε τρέχοντας από κει.
Της είχε κάνει γνωστά τα αισθήματά του γι' αυτήν και αυτό δεν μπορούσε να το συγχωρήσει στον εαυτό του. Ότι ένιωθε έπρεπε να το κρατήσει γι' αυτόν και μόνο γι' αυτόν. Πίστευε ότι θα του αρκούσε να είναι δίπλα της και να την προσέχει. Να είναι γι' αυτήν μόνο ο φύλακας άγγελός της και μόνο αυτό, αλλά έκανε λάθος. Το φιλί της με τον Χέκτορ τον πλήγωσε αφάνταστα παρόλο που το σταμάτησε μόνη της και άρχισε να τρέχει. Αυτό τον έβαλε σε σκέψεις. Και αν κάποτε ερωτευτεί κάποιον άλλο και παντρευτούν πώς θα αντιδρούσε; Θα άντεχε να το υπομείνει; Και η απάντηση ήταν γνωστή. Όχι.
Και η Αριάδνη ήταν πολύ προβληματισμένη. Ήταν προβληματισμένη με την αντίδρασή της στο φιλί του Νέιθαν. Προβληματισμένη με την αντίδραση του Τζάστιν. Την απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι! Μα είχε μαλώσει με τον Νέιθαν για εκείνη! Τον είχε ακούσει με τα αφτιά της! Αλλά η συμπεριφορά του την μπέρδευε. Και βαθιά μέσα της ήξερε, ότι εκείνος είχε αισθήματα γι' αυτήν. Έτσι ήταν πάρα πολύ εκνευρισμένη και αποφασισμένη. Την επόμενη φορά που θα τον έβλεπε, θα τον ρωτούσε ευθέως. Εν ανάγκη θα τον ακινητοποιούσε, αλλά θα τον έκανε να της μιλήσει. Θα έπαιρνε τις απαντήσεις της, και αν ήταν λίγο τυχερή ίσως ξεκαθάριζε και τα αισθήματα που είχε για τους δυο τους. Επιτέλους ίσως επέλεγε.
Ήταν νωρίς το πρωί όταν η Αριάδνη πήγε στο πανεπιστήμιο εκείνη την ημέρα. Ήθελε να διαβάσει με την ησυχία της, κάτι πληροφορίες που βρήκε για την εργασία της. Και αφού δεν της κολλούσε ύπνος, το βρήκε καλή ιδέα. Αυτή την ώρα, δεν ήταν σχεδόν κανείς εκεί. Μόνο λίγοι λέκτορες είχαν έρθει και ακόμη λιγότεροι σπουδαστές. Μόνο το προσωπικό ήταν όλο εκεί. Εκείνη, καθώς προχωρούσε, είδε να σταματά ένα τεράστιο φορτηγό στο δρόμο από τη μεριά της καντίνας. Ξαφνικά ο Ρας πετάχτηκε από την καντίνα και έτρεξε προς αυτό. Η Αριάδνη κοκάλωσε για μια στιγμή. Ήταν αποφασισμένη να πάει να του μιλήσει, αλλά δεν πίστευε ότι αυτό θα συνέβαινε σήμερα, τώρα! Τον παρακολουθούσε από μακριά κρυμμένη, να ξεφορτώνει κατεψυγμένα τρόφιμα από το φορτηγό.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε προς αυτόν. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει και τα πόδια της έτρεμαν, αλλά συνέχισε να προχωρά. Ήταν αποφασισμένη! Ήταν θυμωμένη! Δεν θα τον άφηνε να γλυτώσει. Όχι τώρα, όχι πια!
Πήγε κοντά του. Εκείνος της είπε «καλημέρα» και μετά σαν να μην υπήρχε συνέχιζε να ξεφορτώνει κούτες.
« Τζάστιν θέλω να σου μιλήσω.» του είπε κοφτά και κάπως στριγκιά.
« Έχω δουλειά. Δεν μπορώ τώρα.» της απάντησε εκείνος άτονα χωρίς να την κοιτάζει.
« Πρέπει να σου μιλήσω τώρα αμέσως! Πρέπει να πάρω κάποιες απαντήσεις.»
Εκείνος δεν μίλησε, συνέχισε να ξεφορτώνει.
« Τζάστιν! Με ακούς που σου μιλάω; Θέλω απαντήσεις τώρα!» του φώναξε φανερά εκνευρισμένη.
Ο Ρας της έριξε μια ματιά και συνέχισε το έργο του.
« Γαμώτο, το καταλαβαίνω ότι θες να με διώξεις από δω, αλλά δεν θα σου κάνω τη χάρη! Θες δεν θες, θα με υποστείς! Θες δεν θες, θα με ακούσεις και θα μου απαντήσεις!» ξεφώνισε τώρα ωρυόμενη. Η υπομονή της άρχισε να εξαντλείται. Δεν άντεχε άλλο την αδιαφορία του. Την είχε φτάσει στο αμήν, μπορούσε άνετα να τον χαστουκίσει. « Γιατί μάλωσες με τον Νέιθαν για μένα; Σας άκουσα και σας είδα γι' αυτό μην προσπαθείς να μου κρυφτείς!» του φώναξε πιάνοντας τον από τον ώμο. Ήθελε να δει τα μάτια του όταν θα του το έλεγε.
« Αριάδνη κόφτο! Δουλεύω εδώ.» της είπε εκείνος σε έναν κατευναστικό τόνο που δεν έπιασε για κανέναν από τους δυο τους.
« Ε όχι κύριε δεν το κόβω! Βαρέθηκα να με αποφεύγεις, να μην μου μιλάς χωρίς λόγο! Τη μια βλέπω το ενδιαφέρον σου, και την άλλη κάνεις σαν να μην υπάρχω. Και τώρα στα ξαφνικά μαλώνεις με τον Νέιθαν. Τι ήταν αυτά που έλεγες για κάποιο μυστικό, ε; Ποιό μυστικό κρύβει ο Νέιθαν;»
Με μια του κίνηση ξέφυγε από τη λαβή της και χωρίς να της μιλήσει κατέβασε άλλη μια κούτα. Εκείνη γινόταν ολοένα και περισσότερο έξαλλη. Έτρεμε σύγκορμη από το θυμό της! Αφού την είδε έτσι το μόνο που της είπε και πάλι χωρίς να την κοιτάξει ήταν:
« Άστο Αριάδνη. Άστο να χαρείς. Μην κάνεις ερωτήσεις που δεν μπορούν να απαντηθούν.»
« Εδώ έχω έρθει αποφασισμένη και δεν θα φύγω αν δεν πάρω τις απαντήσεις μου, τ' ακούς;»
Εκείνος, και πάλι την αγνόησε και μπήκε μέσα στο ψυγείο για να κατεβάσει και την τελευταία κούτα. Τότε ήταν που ένιωσε ότι κάποιος τους παρακολουθούσε. Καθυστέρησε λίγο για να μπορέσει να προσδιορίσει την απειλή. Κάτι που θα απέβαινε καταστροφικό. Τελικά ένιωσε δύο αύρες, την αύρα του Χέκτορ και μια αύρα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Δεν είχε καταλάβει καν αν ήταν όντως αύρα αυτό που ένιωθε.
Εκείνη τη στιγμή, η Αριάδνη χωρίς δισταγμό πήδηξε μέσα στο φορτηγό ψυγείο αλαφιασμένη. Δεν είχε άλλη επιλογή, δεν θα τον άφηνε να βγει αν δεν της μιλούσε. Έτσι λοιπόν, μπήκε μπροστά του κόβοντας του το δρόμο και άρχισε να του φωνάζει υστερικά αυτή τη φορά.
« Δεν θέλεις να μου απαντήσεις λοιπόν, ε; Δεν είσαι αρκετά άντρας για να παραδεχτείς ότι έχεις αισθήματα για μένα; Ότι με θέλεις όπως σε θέλω και εγώ;»
Στο άκουσμα της τελευταίας φράσης ο Ρας κέρωσε. Την αγαπούσε, και ήξερε πως και αυτή ενδιαφερόταν για αυτόν αλλά το να το ακούει από τα ίδια της τα χείλη ήταν... ήταν ευλογία! Η γνωστή γλυκιά παλίρροια στο στήθος του φούσκωνε τόσο πολύ που κόντεψε να τον πνίξει. Η καρδιά του πετάρισε τόσο που θα έφευγε απ' τη θέση της και το δέρμα του άρχισε να αναδύει μια ανεπαίσθητη λάμψη.
Τα μάτια της είχαν βουρκώσει αλλά δεν έφευγε απ' τη μέση. Ήταν πεισματάρα και έκανε του κεφαλιού της. Ήταν ένα από τα πράγματα που αγαπούσε σε αυτή κι ας τον παίδευε λιγάκι. Είχε ξαφνιαστεί και εκείνη με τα λόγια της. Είχε βέβαια αισθήματα για κείνον, αλλά δεν είχε καταφέρει να τα προσδιορίσει. Ποτέ δεν είχε πει ότι τον ήθελε. Αλλά της βγήκε τόσο αυθόρμητα, όσο και όταν λέει το όνομά της. Όμως, βαθιά μέσα της φοβόταν πως ήταν κάτι περισσότερο από αυτό. Φοβόταν πως τον είχε ερωτευτεί.
Δεν μίλαγαν. Είχαν σταματήσει και οι δύο, και ο ένας κοιτούσε τον άλλο. Ήταν αρκετά κοντά αλλά δεν προχωρούσαν. Επικοινωνούσαν με τα μάτια. Και αυτά τους έλεγαν τόσα πολλά! Οτι προσπαθούσαν να κρύψουν τόσο καιρό ο ένας από τον άλλο και από τον ίδιο τους τον εαυτό, μέσα σε λίγα λεπτά είχε αποκαλυφτεί. Χωρίς λόγια, μόνο με ένα βλέμμα. Και τότε έπιασε ένας ξαφνικός δυνατός αέρας από το πουθενά και έκλεισε την πόρτα του φορτηγού. Ξαφνιασμένοι και οι δύο γύρισαν και κοίταξαν την πόρτα από όπου ακαριαία ακούστηκε και το " κλατς " της ασφάλειας της.
Μα πώς μας έκλεισαν; Δεν υπήρχε κανείς από πίσω και η αύρα του Χέκτορ ήταν μακριά! Η πόρτα έκλεισε μόνη της; Σκέφτηκε ο Ρας ανήσυχα. Αλλά πριν καταλάβει καλά - καλά τι συνέβη το φορτηγό άρχισε να κινείται.
Από τη δύναμη της εκκίνησης η Αριάδνη έφυγε μπροστά, σκόνταψε πάνω στην τελευταία κούτα που έπρεπε να ξεφορτώσει ο Ρας και έπεσε πάνω του με δύναμη παρασέρνοντάς τον. Εκείνος σωριάστηκε στο πάτωμα του φορτηγού έχοντάς την από πάνω του.
Καθώς οι ματιές συναντήθηκαν και μπερδεύτηκαν μεταξύ τους, μια ηλεκτρική κένωση τους διαπέρασε κάνοντας τους να ριγήσουν. Είχαν μπει πια σε έναν δικό τους κόσμο που τίποτα δεν τους ένοιαζε. Ξέχασαν και το που βρίσκονταν, και πως σε εκείνον δεν επιτρεπόταν η σχέση με άνθρωπο, και εκείνη τον Νέιθαν. Όλα έμοιαζαν μηδαμινά και άνευ σημασίας μπροστά σε αυτό που ζούσαν τώρα. Τότε εκείνος δεν άντεξε άλλο να αντιστέκεται στον πειρασμό και ενέδωσε στο πάθος του συγχωνεύοντας την ιερή του φύση με τις επιθυμίες του, όπως ακριβώς συγχωνεύεται η σκοτεινή σελήνη με τη λευκή στο μισοφέγγαρο.
Έσκυψε και την φίλησε. Πρώτα απαλά και τρυφερά και ύστερα πιο βαθιά και απαιτητικά, με πάθος. Ένα πάθος που της έβαλε φωτιά στην ψυχή, μία φωτιά που την εξάγνιζε. Ήταν η δεύτερη φορά που ένιωθε αυτό το συναίσθημα, ότι μαζί του ξαναγεννιόταν καλύτερη. Τότε όλα ξεκαθάρισαν μέσα της. Ο Νέιθαν - ή αυτός που πίστευε πώς ήταν ο Νέιθαν- ήταν άνευ σημασίας, ένα τίποτα γι' αυτή. Δεν υπήρχε καν. Και ο Ρας συνειδητοποίησε ότι είναι ανώφελο να αντιστέκεται. Θα έκανε τα πάντα για να είναι μαζί της έστω και για λίγο. Την αγαπούσε τόσο που θα θυσίαζε την ψυχή του στην κόλαση. Δεν τον ένοιαζε πια.
Όταν τραβήχτηκαν πια ξέπνοοι, άρχισαν σιγά - σιγά να συνειδητοποιούν το που βρίσκονταν και την επικινδυνότητα της κατάστασης. Ήταν κλειδωμένοι σε ένα φορτηγό ψυγείο εν κινήσει με μείων είκοσι βαθμούς κελσίου. Αν δεν έκαναν κάτι γρήγορα θα πέθαιναν από υποθερμία. Ή τουλάχιστον η Αριάδνη, αφού το ανθρώπινο σώμα του Ρας ήταν μία κάλυψη, και ένας άγγελος δεν μπορούσε να πεθάνει, όχι έτσι τουλάχιστον.
« Τζάστιν...»
« Το ξέρω, κάνει πολύ κρύο. Μισό λεπτό » της είπε και πήγε να βγάλει το αντιανεμικό μπουφάν που φορούσε.
« Τζάστιν! Τι κάνεις; Δεν το δέχομαι! Μετά τι θα έχεις εσύ για να ζεσταίνεσαι;»
« Αριάδνη μην γίνεσαι πεισματάρα! Τα νύχια σου και τα χείλη σου έχουν μελανιάσει και τρέμεις σύγκορμη! Χώρια που δεν φοράς μπουφάν. Εγώ είμαι σε καλύτερη κατάσταση από σένα. Θα αντέξω περισσότερο » της ανταπάντησε βάζοντας της το μπουφάν στους ώμους.
« Μα...»
« Δεν έχει μα Αριάδνη! Θα το φορέσεις πάει και τελείωσε!» της είπε επιτακτικά και εκείνη αναγκάστηκε να το δεχτεί... με περισσή ευχαρίστηση όπως αποδείχτηκε.
Το φόρεσε κανονικά και έκλεισε το φερμουάρ του μέχρι πάνω αφήνοντας τα μαλλιά της μέσα για να της ζεσταίνουν τον λαιμό. Ο Ρας μετά απ' αυτό άρχισε να παρατηρεί καλά - καλά το μέρος μπας και βρει τον θερμοστάτη πουθενά. Η πρώτη του προσπάθεια ήταν άκαρπη.
« Αριάδνη μη στέκεσαι εκεί χωρίς να κουνιέσαι. Κάνε αεροβικές ασκήσεις, τρέχα πάνω κάτω, βοήθησέ με να μεταφέρουμε τις κούτες αλλά κάνε κάτι για να ζεσταθείς.»
« Ναι... συ... συγνώμη που δεν... δεν έχω ξανακλειστεί σε φο... φορτηγό ψυγείο για να ξε... ξέρω τ ... τι πρέπει να κάνω!» κατάφερε να του πει τρεμουλιαστά και λιγάκι λυπημένα.
Όλο το σοκ της κατάστασης και της συναισθηματικής φόρτισης από πριν της έβγαιναν τώρα. Πρώτα άρχισαν να τρέχουν δάκρια στα μάτια της που μέσα σε λίγα λεπτά μετατρέπονταν σε πάγο και μετά άρχισε να τραντάζεται από λυγμούς. Όταν το είδε αυτό ο Ρας έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε σφιχτά φιλώντας την.
« Θα βγούμε από δω ζωντανοί. Στο υπόσχομαι! Στο υπόσχομαι πως θα σε βγάλω ζωντανή,» της ψιθύρισε ήρεμα στο αφτί. « Γι' αυτό μην κλαίς, εντάξει; Έτσι παγώνεις ταχύτερα το πρόσωπό σου » συνέχισε ξεκολλώντας τρυφερά τα παγωμένα δάκρια απ' τα μάγουλά της.
Εκείνη σφίχτηκε περισσότερο πάνω του και κοιτώντας τον στα μάτια κατένευσε λέγοντας:
« Σε εμπιστεύομαι. Εδώ που τα λέμε πάντα το έκανα. Έχεις κάτι περίεργο πάνω σου που με κάνει να νιώθω ασφαλής. Λοιπόν αφού με έβγαλες από το στάδιο της αυτολύπησης τι θες να κάνω;» τον ρώτησε ρουφώντας τη μύτη της. Ο Ρας την είχε ηρεμίσει αλλά όχι αρκετά. Αλλά αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερο να αφήσει τις κρίσεις υστερίας και να τον βοηθήσει για να βγουν έξω το ταχύτερο δυνατό.
« Λοιπόν ο θερμοστάτης πρέπει να βρίσκεται στα πλάγια του φορτηγού. Μπορείς να βγάζεις τις κούτες από τα αριστερά και εγώ να βγάζω από τα δεξιά;»
« Ναι αμέσως » είπε και άρχισαν και οι δύο τη δουλειά.
Η χειρωνακτική δουλειά την ζέστανε κάπως και την έκανε να νιώθει χρήσιμη και όχι αβοήθητη. Ακόμα και οι ματιές που της έριχνε εκείνος την ηρέμησαν και την πείσμωσαν ακόμα περισσότερο. Όχι! Δεν έπρεπε να πεθάνει τώρα. Όχι τώρα που τον βρήκε. Όχι τώρα που είχε επιτέλους διαλέξει! Τότε είδε κάτι από τι δικιά της τη μεριά. Κάτι φώτιζε πίσω από την κούτα.
« Τζάστιν! Κάτι βρήκα! Έλα » του φώναξε γεμάτη χαρά.
Εκείνος δεν λογάριασε καν τις κούτες που ήταν αραδιασμένες σε στοίβες στη μέση και πήδηξε από πάνω τους. Όταν πέταξε μακριά και την κούτα που έκρυβε το φωτεινό τετραγωνάκι γύρισε την πήρε στην αγκαλιά του και άρχισε να τη φιλά παντού στο μέτωπο, στα μάγουλα, στη μύτη, στο στόμα, παντού!
« Μάτια μου! Μονάκριβή μου το βρήκες!» της είπε τη στιγμή του πανηγυρισμού, μια στιγμή που θα τέλειωνε με βαθιά απογοήτευση.
Ο Ρας έσκυψε μπροστά για να το ρυθμίσει σε μικρότερη θερμοκρασία αλλά είδε πως τα κουμπιά της ρύθμισης ήταν κρυμμένα πίσω από ένα μικρό πορτάκι που είχε κλειδαριά. Προσπάθησε να το ανοίξει αλλά μάταια. Δεν άνοιγε με τίποτα.
Η απογοήτευση ζωγραφίστηκε στο αγγελικό του πρόσωπό και η ανησυχία στο δικό της.
«Τζάστιν; Δεν ανοίγει;» τον ρώτησε κοφτά κρατώντας την ανάσα της.
Εκείνος πριν της απαντήσει έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του αφήνοντας έναν αναστεναγμό.
« Όχι! Δεν ανοίγει. Είναι κλειδωμένο. Χρειάζεται ένα μικρό κλειδάκι και εμείς δεν το έχουμε!»
« Και ποιος μπορεί να το έχει;» τον ρώτησε εκείνη αναστατωμένα.
« Δεν ξέρω. Μάλλον ο οδηγός του φορτηγού.»
« Ο οδηγός!» αναφώνησε εκείνη και έτρεξε στη μεριά του φορτηγού που συνόρευε με την καμπίνα του οδηγού του. « Ο αέρας δεν έκλεισε την πόρτα; Προφανώς δεν ξέρει ότι είμαστε μέσα! Αν αρχίσουμε να χτυπάμε τη λαμαρίνα και να φωνάζουμε ίσως μας ακούσει!»
« Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε!» αναφώνησε και έτρεξε δίπλα της.
Και οι δυο άρχισαν να χτυπάνε με τις γροθιές τους τη λαμαρίνα. Χτύπαγαν και ξαναχτύπαγαν για πέντε ολόκληρα λεπτά χωρίς αποτέλεσμα. Ούρλιαζαν να τους ανοίξουν αλλά τίποτα. Οι προσπάθειες τους έπεφταν στο κενό η μία μετά την άλλη. Κάποια στιγμή οι δυνάμεις της Αριάδνης την εγκατέλειψαν. Μπορεί όλη αυτή η σωματική προσπάθεια που κατέβαλε να την ζέσταινε μέχρι τώρα, αλλά την κούρασε γρήγορα και καταπόνησε τον οργανισμό της. Και η αδρεναλίνη που κυλούσε μέχρι τώρα στις φλέβες της και την κρατούσε σε εγρήγορση, είχε αρχίσει να εξαντλείται.
« Τζάστιν... είναι μάταιο δεν θα μας ακούσει ποτέ » του είπε άτονα γλιστρώντας την πλάτη της στη λαμαρίνα. Και όντος ήταν μάταιο. Ο οδηγός φορούσε ακουστικά και άκουγε δυνατά τη μουσική του. Δεν υπήρχε περίπτωση να τους ακούσει. Και κάποιος τον είχε υπνωτίσει ώστε να μην καταλάβει ότι ξεκίνησε έχοντας ανθρώπους στο πίσω μέρος. Όλα έδειχναν πως δεν θα σταματούσε σύντομα.
« Μην χάνεις την ελπίδα σου! Θα σωθούμε θα δεις!» της είπε καθησυχαστικά. Παρ' όλα αυτά και ο ίδιος άρχισε να ανησυχεί αφού η παγωνιά επηρέαζε τώρα και το δικό του κορμί. Και δεν είχε κάποιο άλλο σχέδιο. Τίποτα που να του επέτρεπε να κρατήσει την πραγματική του ταυτότητα μυστική από εκείνη...
Είχαν καθίσει και οι δύο στο πάτωμα του φορτηγού σφιχταγκαλιασμένοι για να ζεσταθούν. Ανάμεσα τους είχε πέσει απόλυτη σιωπή. Μόνο η ζεστή άχνα του ενός στο λαιμό του άλλου πρόδιδε ότι ήταν ακόμα ζωντανοί.
Οι χτύποι της καρδιάς της Αριάδνης ολοένα και μειώνονταν και εκείνη ήθελε να κοιμηθεί, κάτι που αν συνέβαινε σήμαινε βέβαιο θάνατο.
Ο Ρας καταλάβαινε ότι την έχανε μέσα στα χέρια του.
Έτσι αποφάσισε να θυσιαστεί αυτός. Σιωπηλά άρχισε να προσεύχεται και να καλεί σε βοήθεια τους αγγέλους. Η προσευχή του ήταν τόσο σπαρακτική που εκείνοι ανταποκρίθηκαν αμέσως. Σε λιγότερο από δύο λεπτά το φορτηγό άρχισε επιτέλους να κόβει ταχύτητα, και να σταματάει. Γύρω τους ακούστηκαν φωνές. Ο οδηγός ήταν σε έξαλλη κατάσταση που τον σταμάτησαν για έλεγχο. Όμως μετά από λίγο η φωνή του στα ξαφνικά ηρέμησε και άρχισε να συνεργάζεται άψογα με τους ελεγκτές.
« Γίνεται όλο αυτό η ονειρεύομαι;» κατάφερε να τον ρωτήσει άτονα καταναλώνοντας και τις τελευταίες της δυνάμεις.
« Όχι δεν το φαντάζεσαι σωθήκαμε!» της είπε εκείνος την ώρα που άνοιγαν την πόρτα και μπήκε μέσα το φως του ήλιου.
Οι άγγελοι που είχαν πάρει την μορφή των ελεγκτών έκαναν νόημα στον Ρας να την βγάλει έξω. Εκείνος τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την έβγαλε.
Αμέσως εκείνοι είχαν ετοιμάσει κουβέρτες και ζεστά ροφήματα ώστε να σταματήσουν την υποθερμία της Αριάδνης. Τα ίδια ακριβώς έκαναν και στον Ρας για να μην δώσουν στόχο.
Έβαλαν και τους δυο στο δήθεν "υπηρεσιακό" αμάξι και τους μετέφεραν στο πλησιέστερο νοσοκομείο, φροντίζοντας την εισαγωγή της Αριάδνης.
Μόλις ο Ρας και όλοι οι υπόλοιποι βεβαιώθηκαν πως δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο του έκαναν νόημα ότι έπρεπε να φύγουν. Ήρθε η ώρα που έπρεπε να λογοδοτήσει για τις πράξεις του. Τον πήραν παράμερα δύο από αυτούς και ανοίγοντας τα φτερά τους τον πήγαν κατευθείαν στον παράδεισο, σε μία αίθουσα που δεν είχε ξαναδεί. Εκεί θα γινόταν το συμβούλιο.
Ήταν κάτι σαν το πειθαρχικό, μόνο που ήταν για αγγέλους. Και οι τελευταίες στιγμές του φύλακα άγγελου με τη ζωή που προστάτευε θα ελέγχονταν εξονυχιστικά για να βρεθεί το παρολίγο μοιραίο λάθος.
Η σκέψη του πέταξε στην Αριάδνη.
Συγνώμη αγάπη μου! Τώρα που σε βρήκα θα πρέπει να σε χάσω για πάντα. Αυτή η σκέψη τον έκανε να βουρκώσει αλλά δεν το έδειξε στους υπόλοιπους. Όλα θα αποκαλύπτονταν σε λίγο σκέφτηκε και προχώρησε λίγα βήματα πιο μέσα.
Αυτό το δωμάτιο ήταν μακρόστενο με πολλούς κίονες στη σειρά, ίδιους με αυτούς στην αίθουσα των αρχαγγέλων του τάγματος του. Και όλο το δωμάτιο ήταν το ίδιο πάλλευκο. Η μεγάλη διαφορά τους ήταν που δεν είχε καθόλου παράθυρα. Προχωρώντας αργά στον επιβλητικό διάδρομο που εκτεινόταν για δεκάδες μέτρα, κάθε τόσο συναντούσε στήλες με γραμμένα ονόματα αγγέλων. Όσο τις έβλεπε τόσο του εξαπτόταν η περιέργεια. Τελικά δεν άντεξε και ρώτησε τους αγγέλους που τον συνόδευαν.
« Τι είναι όλα αυτά τα χαραγμένα ονόματα στις στήλες;»
Για λίγα δευτερόλεπτα έπεσε σιωπή και οι δύο άγγελοι που τον φρουρούσαν κοιτάχτηκαν. Στο τέλος ο ένας έσπασε τη σιωπή που έπεφτε βαριά πάνω από τον Ρας.
« Είναι τα ονόματα των αγγέλων - όχι μόνο του τάγματος σου - που δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους και καταδικάστηκαν » του απάντησε με ψυχρή και άκαμπτη σοβαρότητα.
Α ωραία! Τώρα ησύχασα! Είπε από μέσα του.
« Και σε τι καταδικάστηκαν;» τον ρώτησε γεμάτος αγωνία.
« Άλλοι εκτοπίστηκαν από τον παράδεισο στη γη για να ζήσουν ως άνθρωποι, άλλοι φυλακίστηκαν μέχρι να αλλάξουν γνώμη, άλλοι ξαναπέρασαν την εκπαίδευσή τους...»
« Και άλλοι - λίγοι μεν - καταδικάστηκαν στην κόλαση » πετάχτηκε ο άλλος άγγελος που τον φύλαγε. « Βέβαια αυτό αφορούσε το ύστατο αγγελικό αμάρτημα. Δεν νομίζω ότι εσύ διατρέχεις τέτοιο κίνδυνο.»
Μόλις το άκουσε αυτό ο Ρας σκέφτηκε: Μην είσαι και τόσο σίγουρος φίλε μου. Ένα κενό δημιουργήθηκε εκεί που μέχρι πρότινος υπήρχε η καρδιά του και η αγγελική του Χάρη. Όλα θα τελείωναν γι' αυτόν σύντομα. Το μυαλό του έφερε μπροστά του την εικόνα της Αριάδνης.
Και εσύ τι θα γίνεις αγάπη μου; Είπε μία φωνούλα μέσα του.
Προσπάθησε να διώξει τις κακές σκέψεις που έκανε - τουλάχιστον γι' αυτήν. Αυτός ήταν καταδικασμένος πια. Θα πλήρωνε που την είχε αφήσει να πάθει τόσο κακό. Θα πλήρωνε που την είχε αγαπήσει τρελά. Θα πλήρωνε επειδή την αγαπούσε.
Γιατί είναι τόσο λάθος για σας; Αναρωτήθηκε αθόρυβα και ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του. Και γιατί κάθε φορά που την άγγιζα μου φαινόταν τόσο σωστό; Κάθε φορά που την κοίταζα... είναι άδικο!
Μετά από αρκετό περπάτημα έφτασαν στο τέλος του δωματίου όπου τους περίμεναν εκεί δέκα άγγελοι. Σε περίοπτη θέση στο κέντρο της αίθουσας βρισκόταν ο πιο ψηλός θρόνος από όλους. Και εκεί καθόταν η Αρχάγγελος της Τάξης υπέρλαμπρη, πύρινη και χρυσαυγίζουσα όπως πάντα. Στα δεξιά της υπήρχε ένας μικρότερος θρόνος αλλά κι αυτός με τη σειρά του ήταν πιο υπερυψωμένος από τους άλλους. Εκεί καθόταν ένας από τους αρχαγγέλους του τάγματος του. Ο Ρας αναγνώρισε πως ήταν αυτός που καθόταν πάντα αντικριστά από την πύλη. Ήταν το πρόσωπό που έβλεπε πάντα, όταν έμπαινε εκεί.
Και αυτό θα είναι το πρόσωπο που θα σε καταδικάσει σκέφτηκε καθώς τον κοιτούσε.
Στα αριστερά της Αρχαγγέλου σε ορθή γωνία υπήρχαν άλλοι οκτώ θρόνοι στο ίδιο ύψος. Ήταν πιο χαμηλά από τους άλλους δύο αλλά και πάλι ήταν υπερυψωμένοι. Σε αυτούς κάθονταν οκτώ αρχάγγελοι από τα υπόλοιπα τάγματα που σε σύνολο ήταν εννιά. Οι άγγελοι που τον φρουρούσαν τον οδήγησαν προς κάτι σκαλιά. Του έκαναν νόημα να τα ανέβει και εκείνοι κάθισαν πίσω. Ο Ρας υπάκουσε και τα ανέβηκε αργά - αργά. Αφού έφτασε στην κορυφή σε κάποιου είδους σαν εξέδρα, στάθηκε πίσω από ένα έδρανο.
Είχε φτάσει πια στο ύψος των θρόνων, που απείχαν από αυτόν τουλάχιστον τριάντα μέτρα. Κοιτάζοντας κάτω από την εξέδρα συνάντησε στα πέντε μέτρα βάθος νερό. Από κάτω τους υπήρχε μια γούρνα πάλι κυκλική, αλλά τέσσερις φορές μεγαλύτερη από αυτή στην αίθουσα των αρχαγγέλων του τάγματος του. Θα μπορούσε άνετα να παρομοιαστεί με πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων.
Από τις σκέψεις του τον έβγαλε η γάργαρη και επιβλητική φωνή της Αρχαγγέλου της Τάξης.
« Γεια σου Ρασμουήλ. Γνωρίζεις για πιο περιστατικό βρίσκεσαι εδώ;»
« Ναι για το περιστατικό στο φορτηγό » της είπε εκείνος όντας σοβαρός και λυπημένος.
« Πράγματι. Δεν μπορούμε να σου πούμε πως χαιρόμαστε που σε βλέπουμε εδώ αλλά... τέλος πάντων. Μπορείς να μας πεις γιατί δεν πρόλαβες να προστατέψεις της Αριάδνη από την παγωνιά;»
« Βεβαίως. Η Αριάδνη με βρήκε την ώρα που ξεφόρτωνα τρόφιμα για την καντίνα του πανεπιστημίου. Ήμουν με το ανθρώπινο σώμα μου εκείνη τη στιγμή.»
« Και τι σε ήθελε η Αριάδνη;» τον ρώτησε και πάλι η Αρχάγγελος.
« Είχε γίνει ένα περιστατικό πριν λίγες μέρες με τον Χέκτορ, τον βρικόλακα που την κυνηγά. Ως άνθρωπος προσπάθησα να τον κάνω να απομακρυνθεί από κείνη, και αυτόν τον διαπληκτισμό τον είδε κατά λάθος η Αριάδνη. Έτσι ήθελε να ζητήσει εξηγήσεις.»
« Μάλιστα. Και πώς η Αριάδνη βρέθηκε μέσα στο φορτηγό;»
« Εγώ την αγνοούσα όπως με είχαν συμβουλέψει οι αρχάγγελοι του τάγματος μου. Εκείνη ήταν τόσο εκνευρισμένη που μπήκε μέσα για να με κάνει να την ακούσω.»
« Και γιατί σε είχαν συμβουλέψει κάτι τέτοιο;» τον ρώτησε με φανερή αγωνία στα μάτια της.
Δεν ωφελεί να λέω ψέματα σκέφτηκε παίρνοντας βαθιά ανάσα.
« Γιατί είχαμε... είχαμε έρθει πιο κοντά » απάντησε κοφτά .
Επιφωνήματα ακούστηκαν από όλους στην αίθουσα. Ο αρχάγγελος του τάγματος του Ρας βιάστηκε να διορθώσει το λαθεμένο κατά τη γνώμη του υπονοούμενο.
« Είχαν γίνει καλοί φίλοι και γείτονες. Βέβαια αυτή η στενή σχέση που είχαν δυσκόλευε το έργο του γι' αυτό του είπαμε να απομακρυνθεί.»
Τα μουρμουρητά κόπηκαν με μιας.
« Ωραία » είπε σοβαρά η Αρχάγγελος της Τάξης. « Αφού ξεκαθαρίστηκε και αυτό θα ήθελα να σε ρωτήσω πως έγινε να κλειστείτε μέσα, και αν αισθάνθηκες κάποιο κίνδυνο.»
« Η αλήθεια είναι ότι αισθάνθηκα την αύρα του Χέκτορ από μακριά να μας παρακολουθεί αλλά αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο. Πάντα βρίσκεται γύρω από την Αριάδνη. Για μια στιγμή αισθάνθηκα και κάτι άλλο απροσδιόριστο αλλά δεν του έδωσα σημασία. Τώρα όσο για το πώς κλειστήκαμε... ήταν κάτι ανεξήγητο ακόμα και για μένα.»
« Τι εννοείς;»
« Ένας ξαφνικός δυνατός αέρας έκλεισε την πόρτα, όμως για να κλειδώσει έπρεπε να μπει και η ασφάλεια. Μονάχα ο αέρας δεν μπορεί να τη βάλει... κι όμως μπήκε!» είπε αναστατωμένα.
« Θεωρείς ότι κάποιος σας έκλεισε μέσα έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε η Αρχάγγελος το ίδιο αναστατωμένα.
Πίσω από τον Ρας ακούστηκαν βήματα. Ήταν ένας από τους αγγέλους που τον φρουρούσαν.
« Συγνώμη που σας διακόπτω αλλά θα ήθελα να δώσω και τη δική μου μαρτυρία.»
« Συνέχισε » του είπε επιβλητικά η Αρχάγγελος.
« Όταν σταματήσαμε το φορτηγό διαπιστώσαμε πως ο οδηγός ήταν υπνωτισμένος. Φορούσε και ακουστικά με δυνατή μουσική. Έτσι δεν θα μπορούσε να τους ακούσει ούτε να καταλάβει ότι υπήρχαν άτομα πίσω.»
« Ευχαριστώ πολύ Σουμεχήλ. Μπορείς να πηγαίνεις » του είπε αποδεσμεύοντας τον και κοίταξε τον Ρας. « Άρα επιβεβαιώνεται ότι κάποιος το έκανε εσκεμμένα. Καλύτερα να δούμε στη γούρνα τι ακριβώς συνέβη.»
Με αυτά τα λόγια σηκώθηκε από το θρόνο της και άπλωσε τα χέρια της στο κενό. Αμέσως το νερό άρχισε να στροβιλίζεται. Σε λίγο μπροστά στα μάτια του άρχισαν να διαδραματίζονται τα γεγονότα που συνέβησαν πέντε ώρες πριν.
Η φράση της Αριάδνης "ότι με θέλεις όπως σε θέλω κι' εγώ" αντήχησε στα αφτιά του όπως πρώτα. Τον γέμισε με τα ίδια ακριβώς συναισθήματα. Όμως ήξερε ότι το φιλί τους μετά από αυτή τη φράση θα ήταν η καταδίκη του. Αυτή η φράση έκανε αίσθηση και στους παραβρισκόμενους αρχάγγελους. Άρχισαν και πάλι να ψιθυρίζουν. Το ψιθύρισμα έγινε αγανάκτηση όταν είδαν να εκδηλώνεται η αγάπη του Ρας και της Αριάδνης μπροστά στα μάτια τους. Οι οκτώ είχαν σοκαριστεί και ζητούσαν να τον πετάξουν στην κόλαση αμέσως. Οι άλλοι δύο κοίταζαν τη γούρνα λυπημένοι σαν να το περίμεναν. Η Αρχάγγελος της Τάξης σήκωσε το χέρι της προς τους οκτώ και είπε με την βροντερή φωνή της.
« Σταματήστε! Για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας πρέπει να το δούμε ολόκληρο!»
Αμέσως την υπάκουσαν και σταμάτησαν. Το μόνο που δεν μπορούσαν να κάνουν ήταν να βγάλουν τη μάσκα της απέχθειας από τα πρόσωπά τους. Έτσι συνέχισαν να κοιτούν τη γούρνα.
Ο Ρας είχε σκυμμένο το κεφάλι του αλλά δεν κοιτούσε εκεί. Όχι επειδή είχε τύψεις και ενοχές γι' αυτό που έκανε. Τουναντίον! Δεν είχε μετανιώσει και δεν θα μετάνιωνε ποτέ που δοκίμασε τα ζουμερά της χείλη . Ήθελε να το κάνει από τότε που την πρωτοείδε. Έτσι ήταν κάτι σαν λύτρωση γι' αυτόν. Ο λόγος για τον οποίο δεν κοιτούσε κάτω ήταν η εικόνα της Αριάδνης. Τον πλήγωνε και τον έκανε να αγαλλιάσει ταυτόχρονα. Αγαλλίαζε κάθε φορά που έβλεπε το χρυσό βλέμμα της και τις μεταξένιες πυρόξανθες μπούκλες της. Κάθε φορά που άκουγε τη βελούδινη φωνή της, ριγούσε χωρίς να το θέλει. Και δεν είχε καθόλου τύψεις γι' αυτό. Αυτό που τον πλήγωνε ήταν που δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της. Όχι όσο ήταν αυτό το αρπαχτικό ο Χέκτορ δίπλα της και παραμόνευε.
Αφού τελείωσε η αναπαράσταση των γεγονότων, γύρισαν όλοι και τον κοίταξαν. Άλλοι με περιφρόνηση, άλλοι με λύπη και άλλοι με συμπόνια.
Η Αρχάγγελος της Τάξης έσπασε και πάλι πρώτη τη σιωπή.
« Ρασμουήλ, μπορείς να πηγαίνεις. Θα σε φωνάξουμε όταν θα έχουμε πάρει την απόφασή μας » του ανακοίνωσε σε ένα γλυκόπικρο τόνο που τον παραξένεψε. Ήταν σαν να ήταν απογοητευμένη μαζί του και να τον καταλάβαινε την ίδια στιγμή.
Εκείνη, αυτό που σκεφτόταν ξανά και ξανά ήταν ότι η ιστορία επαναλαμβανόταν με τον πιο τραγικό τρόπο. Ο Ρας υπάκουσε, και με τους φρουρούς του απομακρύνθηκε από κει πετώντας.
Οι αρχάγγελοι όταν έμειναν μόνοι άρχισαν να λένε τη γνώμη τους ο ένας μετά τον άλλο. Οι πιο πολλοί καταδίκαζαν τον Ρας στην κόλαση, ενώ άλλοι του έδιναν ελαφρυντικά. Στο τέλος ο αρχάγγελος του τάγματος των φυλάκων αγγέλων δεν άντεξε και σηκώθηκε να μιλήσει ανοιχτά για τις τύψεις που του έτρωγαν τα σωθικά.
« Αδελφοί μου νομίζω πως καταδικάζεται άδικα τον Ρασμουήλ. Αν πρέπει να τιμωρηθεί κάποιος αυτός είμαι εγώ και όχι εκείνος.»
« Τι είναι αυτά που λες » πετάχτηκε η Αρχάγγελος από αυτή την αναπάντεχη εξομολόγηση. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό.
« Και οι τρείς ξέραμε την αλήθεια και στην αποκρύψαμε! Βλέπεις ο Ρασμουήλ και η Αριάδνη προορίζονταν για αδελφές ψυχές! Αν δεν πέθαινε εκείνος για να σώσει το μικρό αγοράκι από το λεωφορείο, τώρα θα ήταν μαζί.»
« Και από πότε το ξέρατε;» τον ρώτησε όντως καθαρά απογοητευμένη και προδομένη.
« Από τότε που μας είπες πως η Αριάδνη βλέπει τα αληθινά μάτια του Ρασμουήλ. Μόνο κάποιος με τέτοια ψυχική σύνδεση μπορεί να το κάνει αυτό. Εγώ το βρήκα παρακινδυνευμένο και φοβόμουνα πως κάποια μέρα θα συμβεί αυτό αλλά ...»
« Αλλά τι;»
« Οι άλλοι έβρισκαν ότι ήταν το ίδιο παρακινδυνευμένο να τον βγάλουμε, και λόγο του Χέκτορ και του σκήπτρου, αλλά και για το πια πραγματικά είναι. Κανένας άλλος δεν θα τη δεχόταν.»
« Δεν το πιστεύω αυτό που κάνατε αλλά καταλαβαίνω » του είπε συγκαταβατικά και γύρισε προς τους άλλους.
« Λοιπόν τώρα τα ξέρουμε όλα. Ο Ρασμουήλ είναι ένας ταλαντούχος και αποτελεσματικός φύλακας άγγελος. Άλλωστε γι' αυτό του ανατέθηκε ένα τόσο κρίσιμο πρόσωπο όπως η Αριάδνη. Είδατε πόσο μεγάλη προσπάθεια έκανε για να την αποφύγει και ποιες συγκυρίες τον έφεραν ως εδώ. Νομίζετε ότι πρέπει να του δώσουμε την έσχατη των ποινών;»
Όλοι κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους αναποφάσιστοι και τελικά είπαν την απόφασή τους. Και η Αρχάγγελος της Τάξης ήξερε τι ποινή έπρεπε να του δώσει. Ωραία η απόφαση πάρθηκε σκέφτηκε λυπημένα καθώς τον φώναζε μέσα.
Εκείνος ήρθε και πάλι πετώντας με τους δύο φρουρούς του και στάθηκε και πάλι πίσω στο έδρανο. Ήταν προετοιμασμένος για το χειρότερο.
« Ρασμουήλ, η απόφαση πάρθηκε και είναι η εξής:
Θα σε απομακρύνουμε από την Αριάδνη. Δεν είσαι πια ο φύλακας άγγελος της. Καταδικάζεσαι σε φυλάκιση εώς ότου μετανοήσεις για τα σφάλματά σου και μετά θα εκπαιδευτής εκ νέου για διπλάσιο χρόνο. Η ποινή σου αρχίζει από τώρα.»

Σκοτεινή Σελήνη το Αγγελικό Αμάρτημα  #1 in Άγγελοι/Vampire/Demons/Travel 9/2/22Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ